Οι ζωγραφιές είναι κρυμμένες βαθιά κάτω από τα λόγια. Κοντά στην μουσική που ξυπνά όταν κατά λάθος πάρουμε τον σωστό δρόμο προς το φως. Από το παράθυρο της οδού Σίνα 60 μπαίνουν οι φωνές των παιδιών που μαζεύονται στο προαύλιο του Γαλλικού Ινστιτούτου. Πρωί. Σε αφήνω στο κρεβάτι και σχεδιάζω με ένα μικρό κόκκινο μαρκαδόρο. Το πιο άγριο όνειρο που είχα δει τολμά να βγει στο φως.: Στην ράχη ενός φλιτζανιού κινέζικες μορφές περιμένουν το αναπότρεπτο. Ένα πράσινο ηλεκτρικό ρεύμα τις διαπερνά. Φόβος. Ένα παιδί μετρά την απουσία της Μάνας στον καθρέφτη. Καμποτίνοι ρητορεύουν στην σκηνή. Χαφιέδες καραδοκούν σε σκοτεινούς δρόμους. Η μάνα μου γλυκύτατη θρηνεί ώσπου το πρόσωπό της σπάει συντρίμμια. Από κάτω με κεραυνοβολεί η μάσκα της γοργόνας που θα με σπαράξει. Το ίδιο βράδυ πιάνω τα κραγιόνια.

Χρώματα. Κόκκινο αναζητά το άλλο κόκκινο, απαλό γαλάζιο συναντά το σκοτεινό μαβί. Σχήματα. Τρίγωνο, τετράγωνο, κύβος και κόλουρος κώνος συναντούν τον κύκλο και την σφαίρα εκεί όπου λάμπει στο μάγουλο σου το φως, κατεβαίνοντας στο σαγόνι και μετά στον λαιμό. Στα τρίσβαθα κρυμμένος ένας χορός και κανένας – ξαφνικά το χέρι χορεύει, το πινέλο χορεύει και κανένας δεν είναι να μας διδάξει, κανείς μας δεν ξέρει τι ο χορός. Κλείνω τα μάτια. Παρακαλώ να κοιμηθώ, να γίνω κανονικός. σοβαρός άνθρωπος, αλλά το ένα σχήμα ξυπνάει το άλλο σχήμα, ατέλειωτη αλυσίδα από χρώματα/σχήματα που κάποιος άλλος επιμένει να ζωγραφίζει χωρίς να με λυπηθεί.

Μήνες μετά. Οι δυο μας στην Μυτιλήνη. Δεν έχουμε ακόμη δει τον Θεόφιλο στην Βαρειά. Και όμως ξέρω. Αυτό τον κόκκινο βράχο στην στροφή του δρόμου τον έχει σίγουρα ζωγραφίσει ο Θεόφιλος. Στο μικρό δωματιάκι ζωγραφίζω με τέμπερες τα λιόδεντρα στον ελαιώνα μπροστά στο μουσείο. Τα φύλλα, αλλιώτικά από τα πραγματικά, μεθυσμένα από το φως. Πέρασμα από το σκοτάδι στο φως. Αυτός ο χορός. Σκοτάδι και φως. Τότε και τώρα σε έξι κινήσεις.

Κίνηση πρώτη: Φωτισμός δωματίου ή νυκτερινού δρόμου : Προσωπεία μορφάζουν , χαφιέδες με καμπαρντίνες πολιορκούν, πληγωμένα κορμιά. Χρώματα από αλλού.

Κίνηση δεύτερη: Το μέσα και το έξω Αιγαίο αψηφά τα σκοτάδια. Τόσο πραγματικό που να γίνεται μεταφυσικό. Συλλαβίζουμε μια άλλη γλώσσα κύμα το κύμα. Το λουλάκι και χοντροκόκκινο βάφουν όνειρα. Ο κόσμος όπως θα ήταν αν.

Κίνηση τρίτη: Αντικαρκινικό Μεταξά. Η Μένη μόνη με τον ήλιο που δύει . Μόνη στη νύχτα. Ο θάνατος κόκκινη σταλαγματιά κυλά από το σωληνάκι του καθετήρα. Ένας σκύλος γαβγίζει τον θεό.

Κίνηση τέταρτη: Εδώ τα παγόνια πετούν. Πάνω από δέντρα πανύψηλα παγόνια μαλώνουν με τα σύννεφα. Μάνα μου Ινδία. Οι χώρες που δεν πήγαμε σε μια σταλαγματιά νερό.

Κίνηση πέμπτη: Αναστενάρια. Η μια γενιά μετά την άλλη μιλάμε με τα αναμμένα κάρβουνα. Ο αρχιαναστενάρης Γιαβάσης χορεύοντας γύρω από την τρύπα που άνοιξε ο Οδυσσέας με το σπαθί στον Άδη για να πιουν το αίμα της θυσίας οι ψυχές. Το παραπάνω που μπορείς όταν , όπως μας ζητά ο Ηράκλειτος θα γίνεις ότι είσαι.
Κίνηση έκτη: Μαθήματα πυροβασίας στο Μάτι. Εκατό αποτυχόντες και εμείς μετεξεταστέοι. Λευκές μορφές έρχονται το βράδυ και μας ρωτούν.

ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΙΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Κυριάκος Κατζουράκης, ζωγράφος/σκηνοθέτης

Ο Γιάγκος Ανδρεάδης έχει μια συνεχή «ημερήσια επαφή» με τα νυχτερινά όνειρά του και έχει αποκτήσει μια συνήθεια να τα ερμηνεύει με χρώμα στο χαρτί και στον μουσαμά. Οργανώνει εικόνες, σχήματα και συνθέσεις που θυμίζουν τα αυθόρμητα σχέδια της σπουδαίας ψυχαναλύτριας Marion Milner και πολλές φορές στο χρώμα τα έργα του θυμίζουν την εξπρεσιονιστική ζωγραφική του Soutine, μα πριν απ’ όλα η ζωγραφική του αποκαλύπτει την δύναμή του να αλλάζει τον κόσμο ζωγραφίζοντάς τον.

Πρωτοδημοσιευμένο στο περιοδικό Ημέρες Τέχνης στην Ελλάδα/Days of Art in Greece, Άνοιξη/Καλοκαίρι του 2015.

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Μέχρι τα δέκα χρόνια του δουλεύει καθημερινά πολλές ώρες με πλαστελίνες δημιουργώντας εφήμερους κόσμους από ιππότες και κάστρα και πολύ πιο σπάνια προτομές και ολόσωμα πορτρέτα. Αυτή είναι και η κύρια ασχολία του την εποχή εκείνη.  Ως το 1962, μαθητής του Γυμνασίου, διδάσκεται ζωγραφική και διακοσμητική με την αυστηρή και στοργική καθοδήγηση της ζωγράφου Λίντας Αντωνιάδου/Βακιρτζή. Έκτοτε ξεχνά κάθε ενασχόληση με τα εικαστικά.

Επί Χούντας οργανώνει εκθέσεις για ενίσχυση της Αντίστασης στην Galeria Gabbiano (με έργα των Juan Miro, Roberto Matta, Renato Guttuzo, Victor Vasarely κ.α) στην Ρώμη και αλλού και, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, στο βιβλιοπωλείο/ γκαλερί «Γκαζέτ» στην Αθήνα. Ανάμεσά τους και μια μικρή πρώτη μετά την δικτατορία έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη. Το 1976 έχει την τύχη να ξεκινήσει συνεδρίες αυτογνωσίας με τον ψυχαναλυτή/ ψυχίατρο Θάνο Καυκαλίδη. Με παρότρυνσή του αρχίζει να καταγράφει συστηματικά τα όνειρά του. Μετά από έξι μήνες περίπου το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς επιστρέφει αναπάντεχα και για τον ίδιο στην ζωγραφική, την οποία χρησιμοποιεί και για να αποτυπώσει συνεδρίες και όνειρα. Κάποιοι φίλοι ζωγράφοι, όπως ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος και ο Βαγγέλης Δημητρέας, βλέπουν την δουλειά του και τον συμβουλεύουν.Ταξιδεύει το Πάσχα του 1978 με την Πέπη Ρηγοπούλου στην Μυτιλήνη και συγκλονίζεται από το έργο του Θεόφιλου από το οποίο επιχειρούν αντίγραφα. Ζωγραφίζει τοπία από τον ελαιώνα της Βαριάς, τον βράχο της Εφταλούς και άλλα μέρη του νησιού.

Το 1978/79 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου και σύνθεσης στο Παρίσι, στην σχολή του 14ου διαμερίσματος, όπου ασκούνται κυρίως υποψήφιοι συντηρητές του Institut d’ art et d’ archeologie και της Ecole du Louvre. Από την καταγραφή με μορφή κόμιξ ενός ακόμη ονείρου του θα παραχθεί αργότερα, το μιούζικαλ «Αχ δολοφόνε μου», που θα ανέβει στο Θέατρο Λήδρα το 2002.

Το 1980, κάνουν μαζί με την Πέπη Ρηγοπούλου την πρώτη τους έκθεση ακουαρέλας και μαριονέτας στην «Γκαζέτ». Έκτοτε θα συνεχίσει να φτιάχνει μαριονέτες και κούκλες για παραστάσεις του, όπως το «Δον Κιχώτης/Γκεβάρα» που ανεβαίνει στην «Λήδρα» και πολύ αργότερα με νέο κείμενο και σκηνοθεσία στο Μουσείο Καζαντζάκη στην Κρήτη και στο Τριανόν. Το 1982 μαζί με την Πέπη Ρηγοπούλου με πρόταση του ψυχαναλυτή Τάκη Σακελλαρόπουλου κάνουν ζωγραφιές για το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής στην Καλλιθέα.

Με την μητέρα του Μένη Ανδρεάδη, τον σύντροφό της Θεόφιλο Περπερίδη και την Πέπη Ρηγοπούλου παρακολουθούν την ίδια χρονιά τα Αναστενάρια της Αγίας Ελένης. Βιντεοσκοπούν, φωτογραφίζουν, ζωγραφίζουν. Το θερμό ενδιαφέρον για τις τελετουργίες πυροβασίας, στην Ελλάδα και αργότερα στην Ινδία, θα καταλήξει να γίνει οικογενειακή υπόθεση γενεών αποδίδοντας μεταξύ άλλων ζωγραφιές, ένα ντόκιου φίξιον, την διατριβή της Ιόλης Ανδρεάδη στο Kings College London κ.α. Το 1981 αρχίζει να ζωγραφίζει ακουαρέλες ασθενών από το αντικαρκινικό νοσοκομείο Μεταξά, όπου νοσηλεύεται η μητέρα του. Θα επανέλθει στο ίδιο θέμα με ελαιογραφίες μετά το 2003. Το 2001 θα κυκλοφορήσει και η ποιητική συλλογή του «Μπαλάντα του αντικαρκινικού Μεταξά».

Από το 1990 αρχίζει να αποτυπώνει ζωγραφικά τις ιδέες για τις σκηνοθεσίες του πρώτα στην Σχολή του Εθνικού και εν συνεχεία στο Κέντρο Κλασικού Δράματος και Θεάματος. Μέχρι και το 2018 θα συνεχίσει να σχεδιάζει σκηνικά, κοστούμια, μάσκες και αντικείμενα για τα έργα που σκηνοθετεί. Το 2003 παρουσιάζεται η πρώτη μεγάλη έκθεσή του με εκατό περίπου έργα στο γυάλινο στρογγυλό κτίριο της Τεχνόπολης στο Γκάζι. Έχει κάνει τα εξώφυλλα βιβλίων και αφίσες, δικών του και μαθητών του. Επίσης σχεδιάζει συνεχώς κόμιξ και γελοιογραφίες για ιδιωτική χρήση. Διάφορα ζώα, κατ’ εξοχήν γάτοι, στους οποίους αφιερώνει και φλογερά ποιήματα, έχουν στον τομέα αυτό την τιμητική τους.

Τα έργα που παρουσιάζονται στο Booze καλύπτουν κατά κύριο λόγο την περίοδο από το 2003 μέχρι και το 2019.