Το 1995, δύο αξεπέραστα ονόματα του Χόλυγουντ, η Μέριλ Στριπ και ο Κλιντ Ίστγουντ συναντιούνται σε μία από τις πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης του κινηματογράφου. Από τότε αυτή η κλασική ρομαντική ιστορία άφησε το σημάδι της στην καριέρα των δύο αστέρων, αλλά και στις καρδιές του κοινού.

Ο Κλιντ Ίστγουντ με τα ηνία μπροστά και πίσω από την κάμερα σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε πλάι στη Μέριλ Στριπ σε μία σπαρακτική ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο αξέχαστους και οικείους χαρακτήρες.

Η ταινία έχει υμνηθεί για τις γενναιόδωρες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, τη λιτή σκηνοθεσία, την ονειρική ατμόσφαιρα και τη βαθιά ανθρωπιά της.

Σύνοψη

Ο Ρόμπερτ (Κλιντ Ίστγουντ), ένας ταξιδευτής φωτογράφος για το National Geographic διασταυρώνεται τυχαία με την Ιταλοαμερικάνα Φραντζέσκα (Μέριλ Στριπ) στην αγροτική Άιοβα. Οι ζωές τους ανατρέπονται, οι ψευδαισθήσεις τους διαλύονται και βιώνουν έναν έρωτα σπάνιας και συνταρακτικής ομορφιάς.

Ταυτότητα ταινίας

Οι γέφυρες του Μάντισον / The Bridges of Madison County

Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Σενάριο (βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ): Ρίτσαρντ ΛαΓκραβενίζ
Πρωταγωνιστούν: Μέριλ Στριπ, Κλιντ Ίστγουντ, Άνι Κόρλεϊ, Βίκτορ Σλέζακ
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Τζακ Ν. Γκριν
Μοντάζ: Τζόελ Κοξ
Μουσική: Λένι Νίχαουζ

ΗΠΑ, 1995
Διάρκεια: 2 ώρες και 15 λεπτά

Μία από τις πιο ρομαντικές ιστορίες του κινηματογράφου

Το σκηνοθετικό στυλ του Κλιντ Ίστγουντ πάντα στρέφει το βλέμμα στις λεπτομέρειες, αποκαλύπτοντας στιγμές που μπορεί άλλοι σκηνοθέτες να τις θεωρούσαν επουσιώδεις. Αντί να προτιμήσει εντυπωσιακές κινήσεις της κάμερας ή έντονες ενορχηστρώσεις στη μουσική επένδυση, ο Ίστγουντ διατηρεί μία απόσταση και επιτρέπει στους ηθοποιούς να πρωταγωνιστούν.

Ο δημιουργός δηλώνει για τη σκηνοθετική προσέγγιση της ιστορίας, «Γυρίσαμε την ταινία σε γραμμική σειρά. Οπότε αντί να γυρίσουμε την τελευταία σκηνή πρώτη, όπως συμβαίνει καμιά φορά στις ταινίες, τη γυρίσαμε σε χρονολογική σειρά. Ήθελα να αιχμαλωτίσω στον φακό όλη την αμηχανία και την αδεξιότητα της πρώτης συνάντησης. Δεν σπατάλησα χρόνο να συζητάω για το σενάριο και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα αμέσως».

Ο Τζακ Ν.Γκριν, ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, θυμάται την έκπληξη της Μέριλ Στριπ για τη σκηνοθετική προσέγγιση του Ίστγουντ, που δείχνει αποφασιστικότητα και ωριμότητα. «Θυμάμαι μετά την πρώτη λήψη όταν προχωρήσαμε γρήγορα στο κοντινό της Μέριλ. Εκείνη μας κοίταξε παράξενα και μας ρώτησε αν δουλεύουμε πάντα έτσι. Της εξηγήσαμε ότι δεν κάνουμε πολλές λήψεις, εκτός αν ο ηθοποιός το ζητήσει. Μετά από τρεις μέρες, μας έλεγε πόσο της αρέσει αυτή η μέθοδος, γιατί μπορούσε να παίξει με όλο το συναίσθημα από την αρχή και δεν χρειάζεται να το πηγαίνει σταδιακά».

Είναι μία προσέγγιση που προέκυψε από την αρχή της καριέρας του μπροστά στην κάμερα και όχι πίσω από αυτήν, με τον Ίστγουντ να εξελίσσει την τέχνη του σταδιακά και αθόρυβα μέχρι που έγινε ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της Αμερικής. Οι «Γέφυρες του Μάντισον» είναι μία τρανή απόδειξη αυτού του ταλέντου.

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, η ταινία αφηγείται την ιστορία της Φραντζέσκα Τζόνσον (Στριπ), μίας νυφούλας πολέμου από την Ιταλία που ζει με τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της στην Αμερική της δεκαετίας του 1960. Η οικογένεια της λείπει για μερικές μέρες, όταν διασταυρώνεται με τον Ρόμπερτ Κινκάιντ (Ίστγουντ), έναν φωτογράφο του National Geographic που έχει αναλάβει να φωτογραφήσει τις ιστορικές γέφυρες της κομητείας.

Η Μέριλ Στριπ λέει για την εμπλοκή της με την ταινία, «Δεν διάβασα ποτέ όλο το βιβλίο για να είμαι ειλικρινής. Η φίλη μου και ηθοποιός Κάρι Φίσερ έδωσε το νούμερο του σπιτιού μου στον Κλιντ Ίστγουντ. Εκείνος με κάλεσε και μου έκανε μία πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ» λέει η πρωταγωνίστρια γελώντας. Ο συμπρωταγωνιστής της επιβεβαιώνει, «Είναι πολύ δύσκολο να της αντισταθείς. Είναι μία υπέροχη ηθοποιός και είχε την τέλεια ηλικία για τον ρόλο».

Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά το στούντιο είχε υπολογίσει σε νεότερες υποψήφιες για τον ρόλο. Η Μέριλ Στριπ εξομολογείται πως «Νομίζω ότι ο Κλιντ ήταν τότε 65 κι εγώ θα γινόμουν 45 και κλήθηκα να υποδυθώ μία 45χρονη. Όμως το στούντιο πίστευε ότι ήμουν μεγάλη για τον ρόλο. Ο Κλιντ με υποστήριξε σθεναρά, γεγονός που με χαροποίησε. Είναι κάτι που θα έκανα κι εγώ για να τον υποστηρίξω».

Η Φραντζέσκα συμφωνεί να βοηθήσει τον Ρόμπερτ και σύντομα θα γεννηθεί μία παθιασμένη σχέση που θα διαρκέσει τέσσερις μέρες. Όπως διαφαίνεται από την αρχή της ταινίας, αυτή η σχέση δεν θα κρατήσει, με την Φραντζέσκα να ξέρει ότι θα επιστρέψει στην οικογένεια της. Όμως η σχέση θα χαράξει το σημάδι της και στους δύο για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Η Μέριλ Στριπ εμπνεύστηκε από παιδικές της αναμνήσεις για να αποδώσει τον χαρακτήρα, το μπρίο και το ταπεραμέντο της Φραντζέσκας. «Την κατάλαβα σαν χαρακτήρα. Μου θύμισε μία γυναίκα στη γειτονιά μου στο Νιού Τζέρσεϊ, μία νύφη πολέμου που έμενε κοντά μας. Την έλεγαν Νούτσι και ο άντρας της ήταν ένας πανύψηλος, ξανθός στρατιώτης που επέστρεψε από τον πόλεμο και έφερε αυτό το εξωτικό πλάσμα με την ιδιαίτερη ιταλική προφορά. Θαύμαζα τον τρόπο που μιλούσε, τις κινήσεις της. Οπότε, βασικά, τη μιμήθηκα» λέει γελώντας. «Η σύσταση του χαρακτήρα της μας δείχνει ότι ποτέ δεν θα εγκαταλείψει την οικογένεια της. Έχει ριζώσει εκεί. Δούλεψα σκληρά για να φανταστώ τις κινήσεις της, αν και το πιο απολαυστικό κομμάτι μιας ερμηνείας είναι η πλήρης μεταμόρφωση του σώματος για τις ανάγκες ενός ρόλου. Είναι αισθησιακή γυναίκα» εξηγεί η Στριπ.

Την αξέχαστη αυτή ιστορία αγάπης εκφράζει τέλεια η χημεία των δύο πρωταγωνιστών, που έχει υμνηθεί από κοινό και κριτικούς. Οι συντελεστές μπροστά και πίσω από την κάμερα διέκριναν τη δύναμη της συνύπαρξης των δύο ηθοποιών από το γύρισμα. Ο μοντέρ της ταινίας Τζόελ Κοξ, λέει χαρακτηριστικά, «Νομίζω ότι η ταινία ήταν τόσο επιτυχημένη χάρη στη χημεία μεταξύ της Μέριλ και του Κλιντ. Στον φακό έγραφαν σαν δύο ξένοι που βρέθηκαν κοντά μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ένιωθες την προσμονή να κλιμακώνεται καθώς κορυφώνεται σε ένα σημείο. Όλα κινούνται προς τα εκεί».

Ο διευθυντής φωτογραφίας Τζακ Ν.Γκριν επισημαίνει ότι «ο Κλιντ ήθελε να έχουν οι δυο τους μία ζεστή, φιλική σχέση πίσω από την κάμερα, για να φανεί αυτό και στον φακό. Και οι δύο προσπάθησαν να χτίσουν τη φιλία μεταξύ τους και ήταν απολαυστικό να τους βλέπεις στο γύρισμα». Η παραγωγός Κάθλιν Κένεντι επιβεβαιώνει: «Ήταν ακαριαίο, ο Κλιντ και η Μέριλ ήταν ο συνδυασμός που πάντα ψάχνουμε σε μία ρομαντική ιστορία. Είχαν χημεία στον φακό, πίστευες αμέσως ότι ήταν πολύ ερωτευμένοι».

Παρομοίως, η Μέριλ Στριπ εντοπίζει τη χημεία που την έδεσε με τον συμπρωταγωνιστή της, λέγοντας: «Προερχόμαστε, προφανώς, από πολύ διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, οπότε υπάρχει αυτή η έλξη ανάμεσα στους αντίθετους πόλους που δημιούργησε το μαγικό αυτό μείγμα».

Η ταινία αφηγείται μια απλή ιστορία και ο χαλαρός ρυθμός της αφήνει τον θεατή να ρουφήξει αυτό το ατελέσφορο ρομάντζο. Όπως συμβαίνει με πολλά αριστουργήματα, η μαγεία της ταινίας δεν προκύπτει από την ιστορία, αλλά από το πώς παρουσιάζεται και σε αυτήν την περίπτωση η ευφυία και το ταλέντο του Ίστγουντ βρίσκονται στο αποκορύφωμα τους. Η Μέριλ Στριπ λέει σχετικά: «Η εμπειρία μου μού έχει δείξει ότι κάποιοι σπουδαίοι σκηνοθέτες δεν σε αφήνουν να νιώθεις ότι σε σκηνοθετούν και σε καθοδηγούν. Στο τέλος του γυρίσματος νιώθεις ότι έκανες ό,τι ήθελες και δεν καταλαβαίνεις ότι σε είχαν καθοδηγήσουν υπόγεια και διακριτικά. Σε αυτή την ταινία, ένιωσα εντελώς ελεύθερη».

Δεν συμβαίνουν πολλά στις «Γέφυρες του Μάντισον». Η ταινία δεν έχει μεγαλειώδη σκηνικά ή εκκωφαντικές συναισθηματικές στιγμές. Όμως, την ίδια στιγμή, η ταινία απλώνει ένα τσουνάμι από γεγονότα, μόνο που τα γεγονότα αυτά είναι μικρές σταγόνες, από εκείνες που συνιστούν ένα ολόκληρο ωκεανό. Όλες μαζί σχηματίζουν μία από τις πιο ρομαντικές ιστορίες του κινηματογράφου.

Η σχέση τους είναι σαν μία αναπνοή που εκφράζεται μόνο από τις κινήσεις του σώματος, καθώς ξεκινάει από μία απλή γνωριμία, προχωράει σε φιλία και μετά σε ερωτική σχέση, μέσα από αγγίγματα ή χαμόγελα. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν πάει χαμένο, καθώς ο Ίστγουντ αξιοποιεί τις κινήσεις της κάμερας με καθαρότητα, μέσα από λιτές εικόνες που βάζουν τον θεατή μέσα στην ιστορία διακριτικά.

Η Μέριλ Στριπ τονίζει την οικονομία του Ίστγουντ ερμηνευτικά και σκηνοθετικά. «Η σκηνή του τσακωμού συμβαίνει τη στιγμή που φαίνεται ότι αυτό το όνειρο έχει περιορισμούς και η Φραντζέσκα το καταλαβαίνει αυτό. Είναι το επόμενο πρωινό, όταν καταλαβαίνει ότι τελείωσε. Είναι μία σπουδαία σκηνή και ο Κλιντ δεν δίστασε να το πάει μέχρι τέλους ερμηνευτικά. Μετά αιφνιδιάστηκα, γιατί όταν είδα το τελικό μοντάζ, ανακάλυψα ότι είχε αφαιρέσει τα πιο έντονα πλάνα με της ερμηνείας του, αυτά που θα του εξασφάλιζαν ένα Όσκαρ Πρώτου Ανδρικού Ρόλου (γελάει). Δεν υπάρχει ηθοποιός που να μη θέλει να παίξει τέτοια σκηνή και εκείνος αποσύρθηκε με έναν τρόπο και μου έκανε εντύπωση. Νομίζω, όμως, ότι έχει μία πολύ καλή άποψη για το πόσα στοιχεία χρειάζονται για να πεις μια ιστορία μέσω του προσώπου και πόσο μακριά πρέπει να φτάσεις. Στο τέλος, ήταν μία πολύ κομψή αίσθηση υποχώρησης ερμηνευτικά από μέρους του».

Η τελευταία σκηνή με το χέρι της Φραντζέσκα να διστάζει να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου για να τρέξει κοντά στον Ρόμπερτ, όσο ο σύζυγος της είναι στη θέση του οδηγού σε πλήρη άγνοια για το δράμα που εκτυλίσσεται δίπλα του, έχει αντίστοιχη δύναμη με μία σκηνή αντιπαράθεσης στην Άγρια Δύση. Η Μέριλ Στριπ αναλύει τη δύναμη της σκηνής: «Αυτό το σενάριο ήταν πολύ πυκνά γραμμένο με πολλούς διαλόγους, αλλά στο τέλος αυτό που θυμούνται οι θεατές είναι μία εικόνα: είναι το χέρι της στο χερούλι να μην ανοίγει την πόρτα και εκείνος να στέκεται στη βροχή, εκείνη να κοιτάει τα φανάρια. Μία χαμένη ευκαιρία. Οι θεατές δεν θέλουν να τους υποδεικνύεις τι να νιώσουν σε μία ταινία. Προτιμούν τον αιφνιδιασμό και έτσι μπορούν να πουν την ιστορία με δικό τους τρόπο. Αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει διάλογος κι έτσι μπορούν να φωνάξουν στην οθόνη «άνοιξε την πόρτα!».

Αυτές οι στιγμές καθορίζουν το σινεμά με την κάμερα να παρακολουθεί σε κοντινό τις πιο ιδιωτικές διαδρομές των ηρώων, με έναν τρόπο που κανένα άλλο μέσο δεν μπορεί να τις αποδώσει. Η ταινία του Κλιντ Ίστγουντ μεταφέρει αβίαστα το πρωτότυπο υλικό από τη σελίδα στην οθόνη, μεταμορφώνοντας την ιστορία έτσι ώστε να ταιριάζει στο σινεμά. Είναι καθηλωτική χάρη στις δύο κορυφαίες ερμηνείες των πρωταγωνιστών της και στέκει σαν απόδειξη ότι η απλότητα μπορεί να αναδείξει μία ταινία σε αριστούργημα.

H Μέριλ Στριπ συμπεραίνει για τη δύναμη τέτοιων ιστοριών: «Πηγαίνω σινεμά για να δω ταινίες σαν αυτή. Να νιώσω όπως νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι, να μάθω όσα ξέρουν, να ζήσω στην αγροτική Άιοβα και να δω ένα παλιό φορτηγό να κατεβαίνει τον δρόμο και να αναρωτηθώ ποιος οδηγεί. Αυτή είναι η απόλαυση».