Ο Στέφαν Τσβάιχ συγκαταλέγεται, όχι άδικα, σε εκείνους τους μυθιστοριογράφους που καταφέρνουν με τη γραφή τους και την αφήγησή τους να ψυχογραφούν τα πρόσωπα με τα οποία καταπιάνονται και να διεισδύουν στον ψυχισμό τους προσφέροντας στον αναγνώστη μια προσωπογραφία εις βάθος. Δεν είναι τυχαία η συνομιλία του μέσω των γραπτών του με τον αρχιερέα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ με τον οποίο γνωρίζονταν πολύ καλά και υπάρχει μάλιστα και βιβλίο στο οποίο καταγράφεται η πολύ συχνή αλληλογραφία τους. Επηρεασμένος λοιπόν από τις γνώσεις ψυχολογίας αλλά και την έρευνά του περί του πεδίου της ψυχανάλυσης, ο Τσβάιχ σε όλα του τα έργα μας παρουσιάζει πρόσωπα παρμένα από την κοινωνία, πρόσωπα τα οποία ξετυλίγουν το κουβάρι των εμπειριών και των συναντήσεών τους, πρόσωπα τα οποία μπορούν και μας μεταδίδουν τον πολλές φορές εύθραυστο ψυχισμό τους. Είναι η εμβάθυνση αυτή του Τσβάιχ και ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζει τους ήρωές του που τον καθιστά ξεχωριστό. Η περίοδος του μεσοπολέμου, περίοδος κατά την οποία γράφεται αυτή η νουβέλα όπως και τα περισσότερα έργα του, είναι μια περίοδος κοινωνικά και ιστορικά επισφαλής και άρα οι άνθρωποι επηρεασμένοι από τον περίγυρο και την αστάθεια καθίστανται πιο ευάλωτοι και τρωτοί.

Οι δραματικές στιγμές μιας γυναίκας που προσπαθεί να σώσει έναν άνθρωπο από τον θάνατο

Ο Τσβάιχ στη νουβέλα αυτή παρουσιάζει το εικοσιτετράωρο μιας γυναίκας, η οποία αφηγείται την συνάντησή της με έναν Πολωνό διπλωμάτη καθώς και το πάθος της για αυτόν τον άνθρωπο. Η ίδια καλείται να πάει πέρα από τα όριά της και να γίνει σανίδα σωτηρίας για έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι έρμαιο και όμηρος των τυχερών παιχνιδιών, είναι ένας άνθρωπος διαλυμένος από τον εθισμό στον τζόγο και η ίδια οφείλει να παραμερίσει τα πάντα για να τον σώσει. Είναι αντιμέτωπη με τις απειλές του πως η ζωή δεν έχει καμία ουσία και σημασία για εκείνον και άρα απόφασή του είναι να βάλει τέλος στην τόσο μάταιη ζωή του. Ο αναγνώστης αισθάνεται ολοκληρωτικά αυτή την τραγικότητα του ανθρώπου αυτού, την απόγνωση και το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει ενώ η γυναίκα και ηρωίδα της νουβέλας είναι και εκείνη από τη μεριά της ένα τραγικό πρόσωπο καθώς κρέμεται από εκείνη το νήμα της ζωής του ανθρώπου τον οποίο έχει ερωτευτεί παράφορα. Ο παλμός και η ένταση αυτού του εικοσιτετραώρου γίνεται η πεμπτουσία της νουβέλας και ο Τσβάιχ μας μεταδίδει όλο αυτό το πνεύμα της αγωνίας και της ανησυχίας καθιστώντας μας σχεδόν κοινωνούς στο δράμα και των δύο.

Είναι από εκείνους τους συγγραφείς που συνεχίζει να στοχάζεται και να συλλογάται ελεύθερα άρα καλά για να θυμηθούμε τον Ρήγα Φεραίο. Μακριά από στερεότυπα και φόβο, ο Τσβάιχ εισέρχεται στην ουσία των πραγμάτων, αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν γύρω του, τις ραγδαίες αλλαγές δηλαδή στις οποίες έχει υποκύψει ο κόσμος. Βιβλία σαν και αυτό είναι πολύτιμοι λίθοι για να κατανοήσουμε τον τότε αλλά και τον τωρινό κόσμο που δεν απέχει πολύ από εκείνον, διότι μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι δυστυχώς. Διαχρονικός και πάντα επίκαιρος ο Τσβάιχ προβληματίζεται και μοιράζεται μαζί μας αυτούς τους προβληματισμούς του για την ανθρώπινη φύση και τα αδιέξοδα που την διέπουν. Ο Πολωνός διπλωμάτης δεν είναι ένα πρόσωπο ξένο, είναι ένας άνθρωπος της εποχής του Τσβάιχ, είναι ίσως η συνέχεια του Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, ή ακόμα και η προετοιμασία της Σκακιστικής νουβέλας, του έργου που έγραψε λίγο πριν αφήσει για πάντα τον μάταιο αυτό κόσμο. Ο σύγχρονος κόσμος, τον οποίο και περιγράφει μέσα από τους ήρωές του, είναι ένας κόσμος ανασφαλής, ένας κόσμος όπου όλα μοιάζουν ρευστά και τίποτα δεν εξασφαλίζει την ηρεμία. Είναι εμμέσως πλην σαφώς και η τρικυμία στην ψυχή του ίδιου του Τσβάιχ, ο οποίος παρατηρεί την πλήρη αποδόμηση αξιών και άρα καθρεφτίζει στους ήρωές του τη δική του ψυχική αναταραχή.

Ο Στέφαν Τσβάιχ, με καταγωγή εβραϊκή, βρέθηκε ανάμεσα σε εκείνους τους διανοητές που αναγκάστηκαν να ρίξουν αυλαία στη ζωή που ζούσαν από τη στιγμή που είδαν πως ο Χίτλερ άρχισε να επικρατεί και να επιβάλλει τον εγκληματικό του όλεθρο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν άντεξε να περιμένει. Άκρως διαφωτιστική υπήρξε η αλληλογραφία που αντάλλασσε με τον έτερο κορυφαίο διανοητή της πρώην Αυστροουγγρικής μοναρχίας και έμπιστο φίλο του, Γιόζεφ Ροτ. Μέσα από την ανάγνωση των επιστολών τους, μπορεί οποιοσδήποτε να εντρυφήσει στο ανήσυχο πνεύμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Τα κείμενά του, όπως αυτό, είναι απόδειξη της συνεχόμενης ανάγκης του να αναλύει και να αποδομεί την εποχή του, προς το τέλος της δεκαετίας του ’20 οπότε και γράφει αυτό το εξαιρετικό κείμενο γεμάτο με απορίες και ερωτήματα για το πού πάει ο κόσμος.

Ο λογοτεχνικός περίπατος στον κήπο των συναισθημάτων και των συγκινήσεων έρχονται να κλονίσουν τον άνθρωπο του σήμερα, ακόμα και αν ο Τσβάιχ μιλάει για τον άνθρωπο του χθες. Είναι ανατριχιαστικά ευφυής ο τρόπος που χτυπάει το κουδούνι της ευαισθησίας μας σε μία ιστορία καθαρά μυθοπλαστική αλλά εμφανέστατα αληθοφανή. Εξάλλου, η αγάπη και ο πόνος είναι επικίνδυνα νοήματα και αν δεν βουτήξει κάποιος σε αυτά, τότε δεν έχει ζήσει. Πρόκειται όντως για ένα έργο με βαθιές κοινωνικές νύξεις και ανατρεπτικό ως προς το ξεγύμνωμα αναστολών και στερεοτύπων που ακόμα και σήμερα, που υποτίθεται πως η κοινωνία είναι απελευθερωμένη αυτά συνεχίζουν να κατατρώγουν την όποια προσπάθεια για την οριστική τους εξάλειψη, είναι δυνατό να υπάρχει ανιδιοτελής αγάπη; Μπορεί άραγε ένας άνθρωπος να παραγκωνίσει κάθε προσωπική του ευχαρίστηση, κάθε έννοια εγωισμού απλά και μόνο για να τραβήξει έναν άλλο άνθρωπο από το πηγάδι της απόγνωσης; Μπορεί άραγε ο έρωτάς για έναν άνθρωπο να είναι μονόδρομος και να καταστεί μια ανεξάντλητη δύναμη κουράγιου που να τον οδηγήσει στην πλήρη δοτικότητα; Ο Τσβάιχ θέτει τα ερωτήματα και ο καθείς καλείται να απαντήσει.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Είχε αρπαχτεί από μένα, όπως εκείνος που αισθάνεται κάτω απ’ τα πόδια του την άβυσσο. Εγώ πάλι, έβαζα όλα μου τα δυνατά, επιστράτευα ό,τι είχα μέσα μου για να τον σώσω»

Διαβάστε επίσης:

Στέφαν Τσβάιχ – 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας: Ένα βιβλίο που σκιαγραφεί την ηρωίδα του