Ο κόσμος του Χριστόφορου Μηλιώνη είναι ποτισμένος από την ελληνική ιστορία και την ιστορία των ανθρώπων τόσο της πόλης όσο και της υπαίθρου, στο μεταίχμιο της μετάβασης από το αγροτικό στο αστικό τοπίο. Στα πολύ δυναμικά μυθιστορήματα και διηγήματα, από όπου λείπει η έντονη δράση αλλά επικρατεί ένας βουβός πόνος, ξετυλίγεται το δράμα μιας Ελλάδας διαλυμένης που δεν εμπνέει στον αφηγητή νοσταλγία, αλλά απογοήτευση, τόσο για τα παρελθόντα όσο και για τα μελλούμενα. Τα πλούσια σε εικόνες μυθιστορήματα και διηγήματα, σαν να αποτελούσαν πλάνα κινηματογραφικής ταινίας, σκιαγραφούν ένα κόσμο στατικό, ένα κόσμο παροπλισμένο και ο συγγραφέας μιλάει με επιμονή και ζήλο για ανθρώπους του καιρού του, ενός καιρού μελαγχολικού και έντονα δραματικού. Οι άνθρωποί του θύματα της Ιστορίας ή μιας χαμένης γενιάς, κουβαλούν μέσα τους το άρωμα του τόπου τους, αλλά αυτός ο τόπος μοιάζει χαμένος και καταπονημένος από το χρόνο και τα γεγονότα.

Μια ζωή μέσα στον πόνο και την δυστυχία, ένας λαός βυθισμένος στον διχασμό του

Μέσα σ’ ένα κλίμα μίσους, απώλειας και έχθρας γεννιέται ο λόγος του Χριστόφορου Μηλιώνη, εκεί όπου βρίσκονται κατακερματισμένες οι συνειδήσεις και η ύπαρξη των ανθρώπων τους οποίους με τόσο σπαραγμό περιγράφει. Δεν τους φαντάζεται, πέρασε με αυτούς την εφηβεία του – αυτήν την τόσο τρυφερή ηλικία – να τους παρατηρεί και να τους αφουγκράζεται μέσα από τα μάτια μιας ενεργειακά φορτισμένης νιότης που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη της. Μεταπηδά από μια ενωτική ατμόσφαιρα μετά τη λήξη του ολέθριου πολέμου ενάντια στον κατακτητή, όπου όλοι γεφύρωσαν τις διαφορές τους ενάντια στον κοινό εχθρό και το κοινό κακό σε έναν εξοντωτικό διχασμό που στην πορεία εξολόθρευσε κάθε σύμπνοια και εθνική ενότητα και όλα αυτά αναμφίβολα συμβαίνουν μεταπολεμικά ελλείψει μιας κοινής εθνικής κατεύθυνσης. Αναδύθηκε δηλαδή στην επιφάνεια το χρόνιο καταστροφικό μικρόβιο, η μακραίωνη αρρώστια, το καρκίνωμα εκείνο του διχασμού που ταλανίζει την συλλογική μνήμη από τα αρχαία έως και τα σύγχρονα χρόνια.

Ο Μηλιώνης δίνει το στίγμα της διαμάχης ενός εμφυλίου που κατέστρεψε ό,τι με αγώνα, ιδρώτα, αίμα και κόπο είχε προηγουμένως κτιστεί στα χρόνια της κατοχής και που αναζωπύρωσε πάλι την ασίγαστη έχθρα και την διχόνοια που σπέρνεται στον λαό μετά από κάθε θρίαμβο, σαν αυτό να ήταν η ύστατη κατάρα. Είναι αυτή η κατάρα που μετά τις νίκες του 1821 λίγο έλειψε να οδηγήσει την χώρα στον αφανισμό, είναι ο ίδιος εθνικός διχασμός που οδήγησε στην Μικρασιατική καταστροφή και τώρα ένας εμφύλιος πόλεμος που κατασπατάλησε με την σειρά του κάθε ενέργεια και διαμέλισε την χώρα. Έχοντας ζήσει ως έφηβος αυτήν τη δύσκολη περίοδο αναβιώνει με το λόγο του τις εμπειρίες που άφησαν πίσω έναν ρημαγμένο τόπο, ανθρώπους ερείπια που αλληλοσκοτώθηκαν επειδή τα ίδια τα μέλη των οικογενειών διχάστηκαν και δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν στο μεταπολεμικό τοπίο.

Το δράμα και η τραγωδία είναι υποδόρια και υπαινίσσονται εμμέσως πλην σαφώς μέσα από ένα βουβό κλάμα, έναν υποβόσκοντα φόβο και έναν ακόμα πιο φρικαλέο τρόμο που βρίσκεται συνεχώς σε περιδίνηση. Το πρόσωπο του Χαρίλαου είναι εκεί να μας θυμίσει την αγωνία του έφηβου Μηλιώνη, είναι ένας νέος που βιώνει με σκληρότητα και αγριότητα όλο αυτό το φάσμα μιας διαρκούς ωμότητας που οδηγεί την επικράτεια στο χάος και το αιματοκύλισμα. Τα Ακροκεραύνια είναι μια ευκαιρία για τον Μηλιώνη να υμνήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του την Ήπειρο και να περιγράψει με τον δικό του προσωπικό και πολύ ιδιαίτερο τρόπο όλο αυτό το σκηνικό του ανταρτοπόλεμου και όλη αυτή την χίμαιρα του αλληλοσπαραγμού. Στο εξαιρετικό από κάθε άποψη επίμετρο του βιβλίου ο Δημήτρης Χριστόπουλος αναφέρει τα λόγια του Αλέξανδρου Κοτζιά: “Δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας μας δίνει με μικρές πινελιές την πνιχτή καθημερινή αγωνία ανάμεσα στα ξεσπάσματα της ωμής βίας, τον εξευτελισμό του πολίτη όταν τον λόγο τον έχουνε πια τα όπλα…”

Στα γραπτά του Μηλιώνη συναντούμε μία ισχυρή απραξία εκ μέρους των πρωταγωνιστών, βιώνουν ένα παρόν δίχως μέλλον και υπάρχουν όπως μπορούν. Είναι αποδέκτες και εκφραστές της θλίψης που τους επιφύλαξε η Ιστορία. Μία ιστορία ποτισμένη με πίκρα και πόνο, βγαλμένη από τα χειρότερα σενάρια που οι εφιάλτες δεν κρύβουν. Η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και η ζοφερή πραγματικότητα που ακολούθησε μετεμφυλιακά έχουν σημαδέψει τις ζωές και έχουν αφήσει πίσω στάχτες και αποκαΐδια, έτσι που οι πρωταγωνιστές μοιάζουν χαμένοι και παραδομένοι στην καμένη γη που τώρα αντικρίζουν. Σαν να έχουν ήδη αποδεχθεί την ήττα, σαν να μην έχουν καμία διάθεση για ζωή, είναι βουτηγμένοι σε μια μοίρα, η οποία δεν γράφεται από αυτούς αλλά από ένα ξένο χέρι. Έτσι και εκείνοι, ξένοι στον τόπο της πόλης όπου αναγκάστηκαν να έρθουν, αναπολούν το γενέθλιο τόπο τους, ο οποίος όμως πια δεν έχει κάτι να τους προσφέρει. Απουσιάζει εντελώς το αίσθημα λησμονιάς για το χωριό, ειδικά όταν εκεί όλα φέρνουν στη μνήμη στιγμές μιας εποχής που δεν θέλουν επ’ ουδενί να επαναφέρουν. Σε όλο το μυθιστόρημα, η μνήμη διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο, η μνήμη μπορεί και σώζει ό,τι έχει απομείνει και είναι αυτή που μοιάζει να κρατάει τις τύχες των ανθρώπων στα χέρια της. Οι αναμνήσεις είναι η τροφή της αφήγησης του Μηλιώνη.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ακροκεραύνια»:

«Χτες τα χαράματα καλέσανε το γέρο να γνωρίσει το κεφάλι του γιου του που ήταν αντάρτης, καπετάνιος, και σκοτώθηκε την παραμονή της Αποκριάς. Του το δώσανε να το θάψει και κανείς να μη μάθει τίποτε… Κι έκλεισε την κουβέντα μονολογώντας: “Τι τα ‘θελαν τα πολιτικά, φτωχοί άνθρωποι»

Διαβάστε επίσης:

Χριστόφορος Μηλιώνης – Ακροκεραύνια: Βιβλίο που μας μεταφέρει στο επίκεντρο του Εμφυλίου Πολέμου