Δεν είναι τόσα πολλά τα βιβλία που έχουν πραγματευτεί το τέλος του πολέμου από την πλευρά των ηττημένων, διότι η ήττα των Γερμανών, δεύτερη συνεχόμενη έπειτα από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε όντως επώδυνη. Τα γεγονότα μετά το πέρας του πολέμου υπήρξαν καταιγιστικά, ειδικά έπειτα και από την συμφωνία της Γιάλτας, όπου οι μεγάλες δυνάμεις θα αποφάσιζαν για την τύχη της Γερμανίας. Ο Χίτλερ έχει αυτοκτονήσει, ο ναζισμός καταρρέει παντού και η αποκάλυψη των θλιβερών εικόνων των στρατοπέδων συγκέντρωσης ξεδιπλώνεται. Μέσα όμως σε όλη αυτή την κατάσταση είναι και εκείνοι, οι άμαχοι, οι Γερμανοί πολίτες που δεν είχαν άμεση ανάμειξη σε όλα αυτά που συνέβησαν. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που έμειναν πιστοί στο γερμανικό όνειρο για κυριαρχία και τώρα όντας ηττημένοι και κατατρεγμένοι από τις συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονται ενώπιον ερωτημάτων.

Ένα παιχνίδι που πλέον παίζεται με διαφορετικούς όρους από ότι πριν

Ο Κεμπόφσκι προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ζήσει και εκείνος με την σειρά του τα όσα δραματικά εκτυλίχθηκαν εκείνη την χρονιά του 1945, μια χρονιά ορόσημο. Είναι η χρονιά που οι ρωσικές δυνάμεις προχωρούν στο ανατολικό μέτωπο, το οποίο σιγά σιγά καταρρέει. Είναι η χρονιά που αρχίζουν να μαθαίνονται ιστορίες από τον πόλεμο σε κάθε μέτωπο και αυτό είναι μόνο η αρχή. Ωστόσο, η οικογένεια Φον Γκόμπλιχ μοιάζει να μην έχει καταλάβει ή να μην θέλει να καταλάβει τι συνέβη στη χώρα και αναρωτιέται με επιμονή για το αν είναι δυνατόν οι δυνάμεις της Γερμανίας να υποβληθούν σε τέτοια δοκιμασία, να αποδεκατιστούν τόσο εύκολα. Η οικογένεια Φον Γκόμπλιχ μοιάζει να είναι η μέση γερμανική οικογένεια που αδυνατεί να δει πως ο πόλεμος, άλλος ένας πόλεμος, θα τους φέρει σε δεινή θέση.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα περιγράφει στο βιβλίο ο συγγραφέας, πρόσωπα και πράγματα που δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, αφού οι ειδήσεις κυκλοφορούν και τα νέα διαδίδονται πιο γρήγορα. Μοιάζει σε πολλές στιγμές να έχει παγώσει ο χρόνος αφού η αφήγηση κυλάει μεν σιγά σιγά όμως τα γεγονότα είναι ραγδαία. Και όμως, ο συγγραφέας επιλέγει να μας εισάγει με το δικό του τρόπο στα συγκλονιστικά συμβάντα, παρέχοντάς μας πρώτα πληροφορίες σχετικά με την καθημερινότητα των ανθρώπων στο Γκεόργκενχοφ, που είναι το σημείο όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Από την κατάσταση όπου “όλη η χώρα ήταν γεμάτη από κυνηγημένα πλάσματα που έτρεχαν στις πόλεις και τα δάση, που κοιμούνταν σε παλιά εργοστάσια κι αποθήκες, και κρύβονταν σε σοφίτες και υπόγεια”, περάσαμε στην φάση εκείνη όπου οι ίδιοι οι Γερμανοί θα γίνουν πρόσφυγες.

Όσο τα νέα εισέρχονται στην κοινωνία του Γκεόργκενχοφ, τα πρόσωπα γίνονται πιο σκυθρωπά και ο τρόμος αρχίζει να τους κατακλύζει για τα όσα πλέον έρχονται με μαθηματική ακρίβεια. “Ένας αδιάκοπος ορυμαγδός πέρα απ’ τον ορίζοντα, κι ο ουρανός να λάμπει! Ήταν αλλιώς απ’ ό,τι στο βομβαρδισμό του Καίνιξμπεργκ. Τότε ακουγόταν από μακριά η κάθε βόμβα που έπεφτε. Όμως αυτό εδώ ήταν ένα ασταμάτητο μπουμπουνητό που ακουγόταν ακόμα κι αν έκλεινες τ’αυτιά σου. Δεν υπήρχε αμφιβολία, πυροβολούσαν χίλια κανόνια μαζί. Δεν υπήρχε αμφιβολία: είχε αρχίσει”. Είχε λοιπόν αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον περήφανο γερμανικό λαό, που είχε πιστέψει στο λάθος πρόσωπο, να υποστεί τις συνέπειες μιας επιλογής ολέθριας. Δεν υπήρχε πια γυρισμός, η επέλαση των συμμάχων είχε αποφασιστεί και θα έβλεπαν σε λίγο τα αποτελέσματα.

Η προσφυγιά λοιπόν θα περάσει στο στρατόπεδο των Γερμανών και έτσι θα μείνουν πίσω οι περιουσίες και όλα τα αντικείμενα, καθώς όσα είχαν περάσει εκατομμύρια Εβραίοι και όχι μόνο, τώρα ήταν η σειρά τους να τα γευτούν. Οι απειλές εξάλλου από τους Ρώσους είχαν την τιμητική τους, καθώς ήθελαν πάση θυσία να πάρουν το αίμα τους πίσω και όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και εδώ, οι ακρότητες δεν θα έλειπαν σαν αυτό να ήταν πια ο κανόνας ενός βρόμικου πολέμου. Οι εναλλαγές στα συναισθήματα είναι σε κάθε πόλεμο ένα παιχνίδι ανάμεσα στον ενθουσιασμό και στην απογοήτευση και δεν υπάρχει λόγος να γίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση εξαίρεση. Για αυτό και όλοι οι πρωταγωνιστές πλέον αναζητούν τα επόμενα βήματα, μιας και η ζωή έτσι όπως την γνώριζαν και την βίωναν τόσα χρόνια θα ήταν πια παρελθόν.

“Ο δρ. Βάγκνερ δεν ήξερε ακόμη συγκεκριμένα τι θα έκανε. Φουσκώνω σαν το κύμα, λικνίζομαι αδιάκοπα… όπως είχε πει ο Λάο Τσε. Θα αφηνόταν να παρασυρθεί, δεν θα έκανε τίποτε βίαιο, θα εργαζόταν προς την προσωπική του τελείωση με ηρεμία και νηφαλιότητα. Με μια πλατιά κίνηση του χεριού έδειξε την εξοχή της Ανατολικής Πρωσίας που απλωνόταν μπροστά στα πόδια του, και τώρα τη διαπερνούσε το σκουλήκι των προσφύγων”. Μετά την ύβρι έρχεται η νέμεσις έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες και η κατάσταση θυμίζει κάτι αντίστοιχο, μιας και όσα υπέφεραν οι υπόλοιποι από τους Ναζί, τώρα γίνονται πραγματικότητα στο χωριό. Βαρόνοι και λοιποί ευγενείς θα χάσουν τα προνόμιά τους, τις ανέσεις τους, η οικογένεια Φον Γκόμπλιχ δεν θα βρεθεί στο απυρόβλητο και συνεπώς θα γίνει θεατής των νέων εξελίξεων. Όσο γίνεται σαφές πως οι Ρώσοι πλησιάζουν η κορύφωση της τραγωδίας είναι κοντά με τις ανθρώπινες απώλειες να πλήττουν το χωριό. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που δίνει το στίγμα για τα όσα συνέβησαν.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

“Σε ζητήματα στέγασης ο Ντρυγκάλσκι δεν σήκωνε αντιρρήσεις, στο κάτω-κάτω εδώ υπήρχε ιερός σκοπός! Και μάλιστα πάραυτα! Άνθρωποι χωρίς ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους, πεινασμένοι και ξυλιασμένοι. Έπρεπε να τους βρει στέγη. Είχε έρθει η ώρα να αποδειχθεί η αλληλεγγύη του έθνους”.

Διαβάστε επίσης:

Βάλτερ Κεμπόφσκι – Όλα για το τίποτα: Το αριστουργηματικό βιβλίο από τον διακεκριμένο μεταπολεμικό Γερμανό συγγραφέα