Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ, μετά την παραίτηση του Jan Fabre στις 2 Απριλίου, αποδεχόμενος σχετική πρόταση του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Αριστείδη Μπαλτά.

Το έργο του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή είναι βαρύ και δύσκολο, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι o καλλιτεχνικός διευθυντής θα συνεργαστεί εποικοδομητικά τόσο με το Δ.Σ. του «Ελληνικού Φεστιβάλ Α.Ε.» όσο και με τους Έλληνες δημιουργούς, ώστε το αποτέλεσμα να είναι το καλύτερο δυνατό στις παρούσες συνθήκες. Και πάντοτε με το βλέμμα στο μέλλον.

Ακολουθεί η δήλωση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού σε σχέση με την παραίτηση του Jan Fabre:

Με μεγάλη του λύπη ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, κος Αριστείδης Μπαλτάς, έλαβε την ακόλουθη επιστολή παραίτησης:

«Με την παρούσα, εγώ, ο Jan Fabre, παραιτούμαι από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή (curator) του Ελληνικού Φεστιβάλ. Αποδέχτηκα την πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού της Ελλάδας να προβώ σε καλλιτεχνικές επιλογές με πλήρη ελευθερία. Αυτό δεν φαίνεται να είναι πλέον δυνατόν στην Ελλάδα. Δεν επιθυμώ να εργαστώ σε ένα εχθρικό καλλιτεχνικό περιβάλλον, στο οποίο προσήλθα με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά. Εύχομαι στους Έλληνες καλλιτέχνες καλή τύχη στη δουλειά τους και στο Φεστιβάλ τους».

Jan Fabre, 2 Απριλίου 2016

Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Jan Fabre προσήλθε ουσιαστικά ως εθελοντής για να συνεισφέρει στην Ελλάδα της κρίσης. Με αυτό κατά νου, ανέλαβε να οργανώσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το Ελληνικό Φεστιβάλ αυτοπεριορίζοντας το σύνολο των οικονομικών του αξιώσεων στο ποσό των 20.000 ευρώ για κάθε χρόνο που θα παρείχε τις υπηρεσίες του, τόσο ως καλλιτεχνικός υπεύθυνος του θεσμού, όσο και για τις παραγωγές της ομάδας του.

Η επιλογή της παραίτησης υπήρξε αποτέλεσμα της συντονισμένης επίθεσης που δέχτηκε ο Jan Fabre από πολιτικά κόμματα, Μ.Μ.Ε. και μέρους του καλλιτεχνικού κόσμου. Οι επιτιθέμενοι χαρακτήρισαν συλλήβδην ως ανθελληνικό ένα δομημένο τετραετές πρόγραμμα, το οποίο αποσκοπούσε όχι απλώς στη διεύρυνση του ούτως ή άλλως διεθνούς χαρακτήρα του Φεστιβάλ, αλλά και στη διεθνοποίηση της ίδιας της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Θεώρησαν persona non grata έναν διεθνώς καταξιωμένο δημιουργό και απαξίωσαν συνολικά και οργανωμένα το καλλιτεχνικό του έργο καταρρακώνοντας έτσι κάθε έννοια ελευθερίας στην καλλιτεχνική έκφραση. Σε απόλυτο συγχρονισμό, Μ.Μ.Ε., αποσπασματικά και στοχευμένα εστίασαν σε ένα ελάχιστο σημείο ενός έργου του, παράγοντας πλήρως παραπλανητικές εντυπώσεις και παίζοντας με το δημόσιο αίσθημα.

Οι βεβιασμένες αντιδράσεις των καλλιτεχνών, πριν καν ανακοινωθεί το πλήρες πρόγραμμα του Φεστιβάλ, μέσα μάλιστα από την παραπειστική επιχειρηματολογία περί αφελληνισμού του θεσμού, οδηγούν σε θλιβερούς συνειρμούς σε σχέση τόσο με την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, όσο και με την επιδιωκόμενη θέση της στο σύγχρονο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ενδιαφέρουσα αντιστροφή αυτού που κατά κανόνα συμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία, όπου οι πνευματικές δυνάμεις διεκδικούν την ελευθερία του λόγου και υπεραμύνονται αυτής έναντι της πολιτικής εξουσίας. Στη δική μας ιστορία φαίνεται δυστυχώς να συνέβη το αντίστροφο.