Η τρίτη και τελευταία συνάντηση με θέμα τον οικείο χώρο και τίτλο Ο τόπος που κατοικώ με τα τραγούδια του προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο πρόσληψης της μεγάλης επετειακής έκθεσης μέσα από ένα απάνθισμα μουσικών θεμάτων. Τα τραγούδια της Μικράς Ασίας, ακόμη και οι ίδιοι οι ερμηνευτές και τραγουδοποιοί, συνθέτουν έναν παράλληλο «δρόμο» ανάγνωσης της πορείας του ελληνισμού, από τις πατρογονικές εστίες στη νέα του πατρίδα.

Πρωταγωνιστής στις βεγγέρες των Μικρασιατών, το «σμυρνιώτικο/πολίτικο» τραγούδι με τη χαρακτηριστική ρυθμική του ποικιλομορφία, απηχεί της στενές σχέσεις Ανατολής και Δύσης και ασκεί ξεχωριστή γοητεία μέχρι σήμερα ανασύροντας μνήμες και προσωπικά βιώματα. Στα παράλια και στην Πόλη οι λαϊκές ορχήστρες με τα βιολιά, τις πασαβιόλες, τα σαντούρια, τις κιθάρες και τα κλαρίνα ερμήνευαν δημοφιλείς σκοπούς από τα μουσικά θέατρα ως και τα πάλκα των «καφέ αμάν». Πέρα και έξω από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ιωνίας, οι ακρίτες της Καππαδοκίας και του Πόντου συνέβαλαν με τη σειρά τους στην πλούσια μουσική παράδοση του τόπου με περίτεχνους χορούς και τραγούδια στα δικά τους ιδιόρρυθμα γλωσσικά ιδιώματα.

Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα συνέπεσε με την εμφάνιση και τη διάδοση του γραμμόφωνου, το οποίο μετέφερε σε κάθε σπίτι τα εξωτικά μικρασιάτικα ακούσματα και τα έκανε δημοφιλή. Η πείρα και οι γνώσεις των μουσικών που έφθασαν στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή έγιναν μοχλός ανανέωσης της λαϊκής, όσο και της λόγιας μουσικής. Η μουσική μας διαδρομή θα σταματήσει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, όπου συχνά μέσα στις προσφυγικές συνοικίες θα ανθίσει ένα νέο μουσικό είδος, το ελληνικό ρεμπέτικο τραγούδι.

Διαβάστε επίσης: 

«Μικρά Ασία: Λάμψη – Καταστροφή – Ξεριζωμός – Δημιουργία»: Επετειακή έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη