Σε ηλικία 75 ετών, μία από τις κορυφαίες μορφές της μουσικής του 20ου αιώνα, ο Φίλιπ Γκλας, συνθέτει ένα νέο έργο γεμάτο συγκίνηση. Ο Τέλειος Αμερικανός, είναι μια παράσταση που εξιστορεί τους τελευταίους μήνες της ζωής του Γούλτ Ντίσνει – το άτομο που έχει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, επηρεάσει τον σημερινό κόσμο. Τα παιδιά σήμερα βλέπουν μόνο τα ποντίκια και τις πάπιες ως Μίκυ Μάους και Ντόναλντ Ντακ, χάρη στην εικόνα που δημιούργησε ο Ντίσνευ στο ατελιέ του. Σε αντίθεση με τον κόσμο της ευτυχίας που επινόησε, η ύπαρξη αυτού του τέλειου Αμερικανού χαρακτηρίστηκε από δυστυχισμένα νεανικά χρόνια και μια ζωή της οποίας η «πολιτική ορθότητα» ξεπέρασε ακόμη κι αυτή του Νίξον.

«Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς να το κάνεις..»

Φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από την γέννησή του. Ο κορυφαίος, ίσως, παραμυθάς του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στο Σικάγο το 1901. Στην παιδική του ηλικία πουλούσε εφημερίδες στο επαρχιακό πρακτορείο διανομής του πατέρα του, στο Κάνσας. Μεγαλώνοντας δοκιμάστηκε σε μια σειρά επαγγελμάτων .και αφού πήρε μέρος ως οδηγός ασθενοφόρου στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αποφάσισε το 1920 ότι η δημιουργία κινουμένων σχεδίων ήταν η δουλειά που του ταίριαζε. Αρχικά εργαζόταν για 40 δολάρια την εβδομάδα. Μετά από καιρό μετακόμισε στην Καλιφόρνια κι έστησε το δικό του στούντιο σ’ ένα εγκαταλελειμμένο γκαράζ. Στο ταπεινό αυτό μέρος γεννήθηκαν οι σπουδαίοι ήρωες Μίκυ, Ντόναλντ, Γκούφι κ.α.

Έτσι ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη επιτυχίες. Ως παραγωγός ταινιών, κατέχει ρεκόρ για τα περισσότερα Βραβεία Ακαδημίας που απέσπασε ποτέ ένα άτομο, έχοντας κερδίσει συνολικά 26 Όσκαρ από 59 υποψηφιότητες. Κέρδισε τρεις Χρυσές Σφαίρες, δύο εκ των οποίων στην κατηγορία Σπουδαίο Επίτευγμα και ένα Βραβείο Έμμυ, μεταξύ άλλων τιμών. Αρκετές από τις ταινίες του συμπεριλαμβάνονται στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Όπως έλεγε: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να πείσω τους χρηματοδότες για τη σκοπιμότητα της επένδυσης στη Ντίσνεϊλαντ, επειδή τα όνειρα δεν προσφέρονται για εγγυήσεις..»

Στην προσωπική του όμως ζωή ο Ντίσνευ έζησε μια διαφορετική ζωή, όχι και τόσο ονειρική. Δούλευε από πολύ μικρός, ο πατέρας του τον έδερνε ενώ και μεγαλύτερος, ενώ ήθελε να κάνει πολλά παιδιά, η γυναίκα του είχε τρεις αποβολές. Τελικά απέκτησαν μια κόρη και υιοθέτησαν άλλη μια. Λέγεται ότι ο λόγος που όλες σχεδόν οι πριγκίπισσες στις ταινίες του ήταν ορφανές είναι γιατί ο ίδιος είχε πολύ άσχημες αναμνήσεις από την μητέρα του. Ωστόσο την φρόντιζε και πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Ο Ντίσνεϊ όμως θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για τον θάνατο της και έτσι δεν ήθελε να την θυμάται καθόλου επειδή υπέφερε από τύψεις. Συγκεκριμένα, όταν άρχισε να πλουτίζει, αποφάσισε να αγοράσει ένα σπίτι στους γονείς του. Κάποια μέρα, κάλεσε τους συνεργάτες του να φτιάξουν το φούρνο των γονιών του που είχε χαλάσει. Μετά από λίγες μέρες, μία διαρροή αερίου, κόστισε δυστυχώς τη ζωή της μητέρας του, κάτι που ο ίδιος δε συγχώρησε ποτέ στον εαυτό του.

Ωστόσο κατηγορήθηκε από πολλούς για ρατσισμό και μισογυνισμό καθώς και για ακροδεξιές απόψεις.

Το 1966, σε ηλικία 65 ετών, χτυπήθηκε από καρκίνο των πνευμόνων. Στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στο νοσοκομείο St Joseph ακριβώς απέναντι από το στούντιο του, άφησε την τελευταία του πνοή. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ζήτησε από μία νοσοκόμα να ανασηκώσει ελαφρώς το κρεβάτι του ώστε να μπορεί να βλέπει από το παράθυρο το στούντιο του.. το πρωί τον βρήκανε νεκρό.

Στην παράσταση ακολουθούμε τον Ντίσνευ στους τρεις τελευταίους μήνες της ζωής του. Όπως λέει ο ίδιος ο Φίλιπ Γκλας: «Περιγράφω τις τελευταίες στιγμές του Γουόλτ Ντίσνεϊ και έτσι ξετυλίγονται τα τελευταία χρόνια της ζωής του που είναι πραγματικά τρομαχτικά. Πιστεύω ότι δημιούργησε τον πιο διαβρωτικό φανταστικό κόσμο στον πλανήτη μας, αλλά αυτό είναι ταυτόχρονα κάτι συναρπαστικό. Οι πολιτικές του ιδέες δυστυχώς αποτελούν το αποτύπωμα της γενιάς του. Είναι το προϊόν του πλαισίου στο οποίο έζησε. Τον βλέπω ως ένα παιδί της εποχής του με πολύ συντηρητικές ιδέες, ναι, αλλά από την άλλη παρατηρώ ότι ήταν και ένας μεγάλος οραματιστής, ένα ανθρώπινο ον που έζησε σε εποχές που ο κόσμος ήταν ικανός για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι μιλάω για έναν άνθρωπο ικανό να χτίζει γέφυρες μεταξύ του υψηλού και του λαϊκού πολιτισμού.

Ο Ντίσνευ είχε πάντα επίγνωση ότι απευθύνεται σε απλούς ανθρώπους και κατάφερε να εκπαιδεύσει τις μάζες ώστε να έρθουν σε επαφή με την υψηλή κουλτούρα εισάγοντας τη μουσική του Τσαϊκόφσκι και άλλων κλασικών στις ταινίες του. Η παράσταση αυτή δεν είναι ντοκιμαντέρ ή πορτρέτο, αλλά ένα ταξίδι ποιητικό και τραγικό, μέσα από τους τελευταίους μήνες της ζωής ενός καλλιτέχνη που έζησε έντονα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, στον κόσμο της φαντασίας και στον κόσμο της στυγνής πραγματικότητας. Είναι ένα ποίημα αφιερωμένο στην πεμπτουσία της Αμερικής..»

«Η όπερα αυτή είναι ένα σουρεαλιστικό όνειρο», δήλωσε ο Τζακ Μπέρι, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Όπερας της Αγγλίας.

Με την διεύθυνση του Ντένις Ράσελ Ντέιβις, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει σχεδόν όλες τις πρεμιέρες των έργων του Φίλιπ Γκλας και τον σκηνοθέτη Φίλιμ Μακντέρμοτ, θα διεισδύσουμε στον εφιάλτη ενός ευτυχισμένου κόσμου.

THE PERFECT AMERICAN – Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ

Όπερα με έναν πρόλογο και δύο πράξεις που παρουσιάζεται στα αγγλικά με ελληνικούς υπότιτλους

Μουσική: Φίλιπ Γκλας
Λιμπρέτο: Ρούντολφ Βούρλιτζερ βασισμένο στο μυθιστόρημα του Πίτερ Στέφαν Τζανγκ
Σκηνοθεσία: Φίλιμ Μακντέρμοτ
Σκηνικά – κοστούμια: Νταν Πότρα
Φωτισμοί Τζον Κλαρκ
Χορογραφίες: Μπεν Ράιτ
Με την Ορχήστρα και την Χορωδία του θεάτρου Real της Μαδρίτης σε συνεργασία με την Εθνική Όπερα της Αγγλίας
Διεύθυνση ορχήστρας: Ντένις Ράσελ Ντέιβις
Διεύθυνση χορωδίας: Αντρέ Μασπερό
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ:
Γουόλτ Ντίσνει: Κρίστοφερ Περβς
Ρόι: Ντέιβιντ Πίτσιγκερ
Νταντίν: Ντόναλντ Κάας
Τζωρτζ Χέιζελ: Τζάνις Κέλι
Λίλιαν Ντίσνει: Μαρί Μακλάιουλιν
Παγκόσμια πρεμιέρα: 22 Ιανουαρίου 2013, Μαδρίτη