Ο Ρήσος του Ευριπίδη [;] σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου ολοκληρώνει τις επιτυχημένες παραστάσεις του την Κυριακή 9 Αυγούστου στις 20.30, στο Λύκειο του Αριστοτέλη.

“Φίλος είσαι; Ποιος; Μέσα στη νύχτα λίγο το φως στα μάτια. Σκοτάδι. Δεν ξεχωρίζω.”

ΕΥΡΙΠΙΔΗ [;] Ρήσος

“Αν όμως δεν συνειδητοποιήσουμε ότι κοιμόμαστε, τίποτα δεν θα έρθει σε αντίφαση με την εικόνα που βλέπουμε στον ύπνο μας.(…) Τόση δύναμη έχει ο ύπνος. “

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περί Ενυπνίων

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί τον ΡΗΣΟ του Ευριπίδη [;] στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2015, εμπνεόμενη από τον αρχαιολογικό χώρο του Λυκείου, που προσφάτως παραδόθηκε στο κοινό. Δημιουργεί, ειδικά για αυτόν τον χώρο και για πρώτη φορά, μια παράσταση-θεατρική εμπειρία, όπου το κοινό θα γίνει περιπατητής και θεατής ταυτόχρονα, σε έναν χώρο με δύναμη ετών, ιστορίας και συμβολισμών. Ο ΡΗΣΟΣ, ένα αινιγματικό και αμφιλεγόμενο ως προς την πατρότητά του έργο, συνδέεται δραματουργικά από τη σκηνοθέτη με την Πραγματεία περί Ενυπνίων από τα Μικρά Φυσικά του Αριστοτέλη, εκεί όπου ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναλύει τα όνειρα, και αποκτά αυτόν ακριβώς τον άξονα-ο Ρήσος γίνεται ένα όνειρο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών.

Ο ΡΗΣΟΣ βασίζεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδας και ανεβαίνει μόλις για τέταρτη φορά στη σύγχρονη εποχή. Το έργο αυτό αποτελεί ένα αίνιγμα. Ξεκινά με ύφος ιλαρό και καταλήγει σε τέλος δραματικό, γλιστρώντας από το ένα είδος στο άλλο με την ελευθερία που έχουν τα όνειρα. Τα ερωτήματα που εγείρει εδώ και αιώνες είναι πολλά. Δεν γνωρίζουμε πραγματικά από ποιον γράφτηκε, ούτε με ακρίβεια το πότε. Είναι ένα έργο που δύσκολα μπορούμε να κατατάξουμε και αυτή ακριβώς η δυσκολία δημιουργεί τον πυρήνα της σκηνοθετικής οπτικής αυτής της παράστασης. Είναι Κωμωδία; Είναι Δράμα; Είναι Παρωδία; Ή με αυτήν ακριβώς την ελευθερία με την οποία αναπτύσσεται το ριζοσπαστικό για την εποχή του έργο  μπορεί να  είναι ένα παιδικό παιχνίδι μιας άλλης εποχής ή ένα όνειρο;

Ο ΡΗΣΟΣ του Ευριπίδη [;] αποτελεί μια συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών με την εταιρεία Λυκόφως του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου,  για την πραγματοποίηση της οποίας συνεργάστηκαν πολλοί σημαντικοί φορείς, όπως η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το Ωδείο Αθηνών, η Λέσχη Αξιωματικών και το Βυζαντινό Μουσείο. Η παράσταση πραγματοποιείται με την άδεια του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου [ΚΑΣ].

Συντελεστές:

Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης
Σκηνοθεσία-Δραματουργία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική σύνθεση: Λευτέρης Βενιάδης
Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος
Σχεδιασμός Ήχου-Ηχοληψία: Κώστας Μιχόπουλος
Συνεργάτις αρχιτέκτων:  Ίλυα Τασιούλα
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου
Κομμώσεις: Talkin’ Heads
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Αμαλία Νίνου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Ελένη Κουτσιούμπα

Παίζουν (αλφαβητικά):

Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Αντριάν Κολαρίτζ, Γιώργος Κουτλής, Ερρίκος Μηλιάρης, Αργύρης Πανταζάρας, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημόκριτος Σηφάκης, Ουσίκ Χανικιάν, Ηλίας Χατζηγεωργίου

Συμμετέχει η τάξη κρουστών του Δημήτρη Δεσύλλα από το Ωδείο Αθηνών: Βεατρίκη Αληθεινού, Δάφνη Ανδρεάδη, Σεμέλη Μαργαρίτη, Οδυσσέας Οικονομόπουλος,  Πλούταρχος Τσουρής
Κόρνο: Σπυριδούλα Κοσκινά, Νίκος Ανυφαντής

Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθοί παραγωγής: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη, Αλεξάνδρα Μουζακίτη, Τζώρτζια Παινέση

Λίγα λόγια για το έργο και την παράσταση από την Κατερίνα Ευαγγελάτου

Πρόκειται για ένα παράξενο έργο, που οι μελετητές δυσκολεύονται να κατατάξουν – το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για τραγωδία. Περιέχει στοιχεία σατυρικού δράματος, κωμωδίας στα όρια της παρωδίας πολλές φορές, αλλά και δράματος. Για εμάς, είναι μάλλον μια αντιπολεμική σάτιρα που χρησιμοποιεί ως όχημα την Iλιάδα, παρωδώντας πρόσωπα και καταστάσεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα ιδιότυπο κράμα θεατρικών ειδών, εντελώς πρωτοποριακό για την εποχή του, που στόχο έχει να καταδείξει την ανθρώπινη βλακεία ως αιτία  αλλά και αποτέλεσμα του Πολέμου.

Το μυστήριο με τον συγγραφέα παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο. Ορισμένοι το αποδίδουν στον Ευριπίδη, άλλοι σε μεταγενέστερο μιμητή του – το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν έχει αποδείξει τίποτα. Αυτό το πέπλο μυστηρίου ως προς την πατρότητα του έργου συνδέεται, κατά τη γνώμη μας, με την αβεβαιότητα ως προς το  θεατρικό είδος στο οποίο ανήκει, αλλά και με την αβεβαιότητα  και την απώλεια κριτικής ικανότητας που προξενεί ο πόλεμος. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο ξεκινά και τελειώνει σε απόλυτο σκοτάδι,  (αποτελεί το μοναδικό σωζώμενο έργο της αρχαίας ελληνική θεατρικής παραγωγής που διαδραματίζεται  αποκλειστικά κατά την διάρκεια της νύχτας ), σκοτάδι της πλάνης που κάνει τους ανθρώπους να μην ξέρουν πού βαδίζουν και γιατί.  Έτσι,όλες οι πράξεις των ηρώων του έργου είναι αποτέλεσμα σύγχυσης , πλάνης. Ένα σύνολο ανθρώπων που συγκρούεται χωρίς λόγο και σκοτώνει χωρίς έλεος. Ο πόλεμος πατέρας των πάντων;

Πύλη εισόδου στον Ρήσο αποτελεί το πρώτο,  περιπατητικό, μέρος της παράστασης που βασίζεται στην Πραγματεία περί ονείρων του Αριστοτέλη. Οι θεατές, τα πρώτα 20 λεπτά της παράστασης,  ως νέοι Περιπατητές (Περιπατητικοί) βαδίζουν καθοδηγούμενοι στην καρδιά  του χώρου, και παρακολουθούν διαφορετικές δράσεις από τους ηθοποιούς, με οδηγό την πραγματεία του Αριστοτέλη για τα όνειρα (Περί Ενυπνίων). Μέσα από τον περίπατο και την πραγματεία για τα όνειρα, αρχίζει να ξετυλίγεται και ο ΡΗΣΟΣ. Η όλη σκηνοθετική σύλληψη βλέπει το έργο σαν ένα όνειρο του Έκτορα, κατά την ταραγμένη νύχτα μετά την νικηφόρα μάχη του ενάντια στους Έλληνες. Ένα όνειρο που μεταμορφώνει τους ήρωες του Τρωικού πολέμου σε παιδιά που παίζουν πόλεμο σε έναν αρχαιολογικό χώρο και ενώ ξεκινάει από την κωμωδία καταλήγει στο δράμα, από τη νοσταλγία του παιδικού παιχνιδιού μέσα σε έναν απέραντο έρημο τόπο μέχρι τον εφιάλτη της ωμής πραγματικότητας που αποκαλύπτει θάνατο και βία.

ΜΙΑ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΛΑ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗ ΛΥΚΟΦΩΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ