Στην ιστοσελίδα του θεάτρου Σταθμός stathmostheatro.gr το θεατρόφιλο κοινό θα μπορεί να παρακολουθήσει χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση τις συγκεκριμένες παραστάσεις μαζί θεατρολογικό υλικό που αφορά σε αυτά τα τρία αυτά έργα καθώς και την ηχογράφηση του αφιερώματος «Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη» που επιμελήθηκε το 2015 στο ‘Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ο Μάνος Καρατζογιάννης με τις εισηγήσεις των: Βίκτωρα Αρδίτη, Γιώργου Αρμένη, Σπύρου Βραχωρίτη, Ρούλας Γεωργακοπούλου, Κώστα Γεωργουσόπουλου, Θοδωρή Γκόνη, Ιλειάνας Δημάδη, Άκη Δήμου, Μαριλένας Ζαρούλια, Γρηγόρη Ιωαννίδη, Δηώς Καγγελάρη, Βασίλη Κατσικονούρη, Αναστασίας Κουμίδου, Σταμάτη Κραουνάκη, Όλιας Λαζαρίδου, Στέλιου Μάινα, Βίκυς Μαντέλη, Πλάτωνα Μαυρομούστακου, Ειρήνης Μουντράκη, Σοφίας Ολυμπίου, Βασίλη Παπαβασιλείου, Σίσσυς Παπαθανασίου, Έλλης Παπακωνσταντίνου, Ρένης Πιττακή, Λέανδρου Πολενάκη, Λεωνίδα Προυσαλίδη, Μιχάλη Ρέππα, Έλσης Σακελλαρίδου, Τάκη Τζαμαργιά, Nίκης Τουλουπάκη και Κωνσταντίνου Χατζή.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΥΛΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης (Η διανυκτέρευση, Η πόλη, Η παρέλαση), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν.Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της Η συναναστροφή, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: Αντόνιο ή το Μήνυμα (1972), Η νίκη (1978), Η κασέτα (1982), Ο ήχος του όπλου (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο Διαμάντια και μπλουζ σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου.

Το 1995 ανέβηκε το Ταξίδι μακριά από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο Ο ουρανός κατακόκκινος από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη και το 2003 το έργο Σ’ εσάς που με ακούτε από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από Αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ, Πολωνία).

Παντρεμένη με το συγγραφέα και καθηγητή Ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά, μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά και αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. «Καλησπέρα περάστε» είναι η πρώτη φράση που γράφει η Λούλα Αναγνωστάκη για το θέατρο και είναι σα να μας καλωσορίζει ουσιαστικά στο δικό της θεατρικό κόσμο, έναν κόσμο που μετρά πενήντα πέντε χρόνια θεατρικής ζωής.

Στα χρόνια αυτά της αδιάλειπτης παρουσίας της η Αναγνωστάκη καταγράφει με τον ιδιαίτερο δικό της τρόπο όλες τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, που συντελέστηκαν στον ελληνικό χώρο από τον πόλεμο μέχρι σήμερα. «Κεντρικά μοτίβα των έργων της», όπως υπογραμμίζει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, «η μοναξιά, η ενοχή, τα τραύματα, οι εθνικές και προσωπικές ήττες του μεταπολεμικού Έλληνα, τα αδιέξοδα, οι απόπειρες φυγής από έναν αναπόδραστο εγκλωβισμό, η έλλειψη επικοινωνίας και οι καταδικασμένες χειρονομίες προς αποκατάσταση κάποιας επαφής».

Ο ήχος του όπλου, 1987

Θεατρολογικό υλικό για τα τρία αυτά έργα της Λούλας Αναγνωστάκη, από το βιβλίο του Μάνου Καρατζογιάννη «Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη: Ήχος του Όπλου, 1987

Παραμονές των εκλογών του 1985 η μητέρα του Μιχάλη, η Κάτια, Αθηναία δημότης έρχεται στην Αθήνα από την επαρχία για να ψηφίσει, διαταράσσοντας την καθημερινότητα του δεκαεννιάχρονου γιού της Μιχάλη. Από την παλιά της φίλη Μαρίκα μαθαίνει πως ο Μιχάλης έχει εγκαταλείψει τη βιομηχανική σχολή, στην οποία φοιτάκαι πως ετοιμάζεται να φύγει για την Αμερική, αφήνοντας πίσω την κοπέλα του Φανή, που είναι έγκυος. Στην προσπάθεια της να μεταπείσει τον Μιχάλη έρχεται αντιμέτωπη μαζί του.

Εκείνος την απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει με ένα παράνομο όπλο, που βρέθηκε στα χέρια του από μια μυστήρια ιστορία παρανομίας, στην οποία φέρεται να είναι μπλεγμένος ο δεκαεξάχρονος αδελφός της Φανής Γιαννούκος. Μπροστά στη θέα του όπλου και στην επικείμενη εκπυρσοκρότηση, που όμως δε θα ακουστεί ποτέ, η Κάτια πέφτει νεκρή. Η συγγραφέας σκιαγραφεί τα πρόσωπα ως εξής: «Θέλουν να είναι ελεύθερα. Παρ’ όλες τις παγιδευτικές προδιαγραφές. Έστω να θέλουν να αισθάνονται ελεύθερα. Να το θέλουν περισσότερο από κάθε τι. Και ίσως αυτό μονάχα τους αρκεί».

Η Σακελλαρίδου συγκρίνει το αίσθημα της ανίας, από το οποίο υποφέρει ο Μιχάλης στον Ήχο του Όπλου με τη βαθιά παραίτηση, που βιώνει ο Παύλος στην Κασέτα. Αντίθετα, από τον Μιχάλη, ο Γιαννούκος προσδίδοντας τρομερές διαστάσεις στην ιστορία με το όπλο συναντιέται κι αυτός με τον Παύλο της Κασέτας αναζητώντας με τη σειρά του τη Μεγάλη Πράξη. Με ηχητικό φόντο το θόρυβο της προεκλογικής εκστρατείας τα πρόσωπα προσπαθούν να επικοινωνήσουν και να εκφράσουν τις ανάγκες και τα ιδανικά τους το ένα στο άλλο. Μόνο που οι ανάγκες τους αυτές δεν είναι συλλογικά αποδεκτές.

Σημειώνει η συγγραφέας:

«Ταυτίζουμε πάντα τα ιδανικά με κάτι υψηλό. Όμως το ιδανικό είναι νόημα ζωής. Το να αποφασίσεις ξαφνικά, να μη δουλέψεις, να μην σπουδάσεις, να μην κάνεις τίποτα και να κάτσεις να «ψαχτείς», μπορεί να είναι ένα ιδανικό πολύτιμο γι’ αυτόν που το έχει. Σίγουρα τέτοιο ιδανικό δεν υπάρχει πουθενά στην ιστορία. Είναι όμως το δικό τους και το υπερασπίζονται». Αυτή η άμυνα είναι που προκαλεί μια σειρά, από δραματουργικές εντάσεις με ένα όπλο- να κυριαρχεί βουβά από σκηνή σε σκηνή. «Ωστόσο, το όπλο – όπως σημειώνει ο Τάσος Λιγνάδης – ως οργανικό στοιχείο αν και βαίνει παραλλήλως με τη «στοιχειώδη» υπόθεση, κρατάει ανοιχτό το ενδιαφέρον του θεατή, ο οποίος περιμένει να εκδηλωθεί από στιγμή σε στιγμή η σχέση του με το θέμα.

Η εκδήλωση αυτή, κατά τρόπο συμβολικού αιφνιδιασμού, γίνεται στο τέλος του έργου και μάλιστα χωρίς καμία ρητορική εκπυρσοκρότηση. Η γράφουσα τελειώνει το έργο της όχι με μία λύση, αλλά κατά τρόπο ιψενικό 5 , με ένα δεινό κοινωνικό ερώτημα.. η Αναγνωστάκη υποβαθμίζει τη σύσταση των πραγμάτων για να εξάρει τη σύσταση των προσώπων».

Ο Κάρολος Κουν, του οποίου ο Ήχος του Όπλου αποτέλεσε και την τελευταία σκηνοθεσία του, κάνει από την πλευρά του τσεχοφικές αναγωγές διαπιστώνοντας: « Τις προάλλες σκεφτόμουν πόσο κοντά είναι η δουλειά μου στον Ήχο του όπλου με τα κείμενα της τσεχοφικής δημιουργίας (..) Σίγουρα είναι ένα μεγάλο ελληνικό έργο, που χτίζεται από πολύ μικρά πράγματα. Διαθέτει, παράλληλα, ευαισθησίες άπειρες, ποίηση αλλά και κωμικά στοιχεία. Και μέσα από την ελαφράδα του ξυπνούν οι δραματικές καταστάσεις. Οι σκηνές δεν έχουν κλιμάκωση. Μοιάζουν με πλάνα που πηγαινοέρχονται, χωρίς καθορισμένο τελείωμα. Όλες, όμως, όπως, και το τέλος κλείνουν αναπάντεχα».

Επιπλέον, τονίζει ο Κουν πως «η γλώσσα που χρησιμοποιείται δίνει το στίγμα της εποχής» και αναρωτιέται, αν και ο γιός της συγγραφέως Θανάσης είχε τότε την ηλικία του δεκαεξάχρονου Γιαννούκου, οπότε θα μπορούσε να της είχε μεταφέρει ένα μέρος έστω της γλώσσας της εποχής «πού την έμαθε η Λούλα Αναγνωστάκη τούτη την ορολογία που τα ακούσματα της χαρακτηρίζουν τους νέους των Εξαρχείων και των νυχτερινών διασκεδάσεων». Στη συνέχεια ο κορυφαίος σκηνοθέτης παρατηρεί: «Τέλμα, Αδιέξοδο. Όπως όλα τα πράγματα που μας περιτριγυρίζουν ασφυκτικά. Και η ανάγκη να αρπαχθείς από την άκρη ενός ονείρου και να επιζήσεις, ανύπαρκτη. Η σοφία αποκτιέται, εξάλλου, όταν δεν είναι πια αναγκαία…».

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου
Βίντεο: Μιχάλης Κλουκίνας
Βοηθός σκηνογράφου: Αναστασία Δημουλάκη
Βοηθός ενδυνατολόγου: Ειρήνη Γεωργακίλα
Βοηθός σκηνοθέτη: Φλάβιους Νεάγκου

Ερμηνεύουν: Πέγκυ Σταθακοπούλου, Τζένη Σκαρλάτου, Βασιλική Τρουφάκου, Σταύρος Μερμήγκης, Αγησίλαος Μικελάτος, Κώστας Νικούλι.
Παραγωγή: Θεάτρου Σταθμός – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών

***

Ο Ουρανός Κατακόκκινος, 1997 (Μονόλογος)

«Η Σοφία Αποστόλου του Ιωάννου και της Ευγενείας, καθηγήτρια γαλλικής στο Δημόσιο με ανώτερες σπουδές στη Φιλολογία, κάτοχος επίσης της αγγλικής και της ρωσικής, πρώην καθηγήτρια, απολυθείσα λόγω αλκοολισμού» είναι η ηρωίδα του μονολόγου Ο Ουρανός Κατακόκκινος. Μια ανεξιχνίαστη «ροπή προς το κακό», την οδηγεί να βοηθήσει τον γιο της Γιάννη να επενδύσει σε εισαγόμενα κορίτσια του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι «μπίζνες» όμως γίνονται η αιτία για να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα. Και τότε η Σοφία Αποστόλου βρίσκει προορισμό, νοικιάζει μια γκαρσονιέρα με θέα τις φυλακές και όλη την ταράτσα δική της για να βλέπει τον «ουρανό κατακόκκινο», όταν δύει ο ήλιος.

Εκεί είναι πιο κοντά στο γιο της, ο οποίος έχει καταδικαστεί για μαστροπεία. Σκέφτεται τη ζωή της και τον πρόωρα χαμένο «κουμουνιστή αλλά τσαχπίνη» σύζυγό της Χρηστάκη, σαρκάζει την κοινωνία και τις ιδεολογίες που κατέρρευσαν αφήνοντας τους ανθρώπους μετέωρους στη νέα τάξη πραγμάτων και μαγειρεύει όλη μέρα για τον «άσχημο και ηλίθιο» γιο της, τον Γιάννη της… Το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο τοποθετείται το έργο με όχημα το αντιθετικό ζεύγος του νεκρού κομμουνιστή συζύγου και του φυλακισμένου γιού της ηρωίδας είναι η σύγχρονη Ελλάδα των λαμόγιων και της διαφθοράς.

Η Χρύσα Προκοπάκη σκιαγραφεί με λεπτομέρεια το πλαίσιο αυτό: «Μετανάστες μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, μαστροποί, κυκλώματα, κομπίνες, θύτες και θύματα αξεδιάλυτα, ενώ οι πραγματικοί θύτες απολαμβάνουν την εκμαυλιστική νομιμότητα τους».  Από συνέντευξη του στην Ελένη Πετάση για το ΒΗΜΑ, στις 8 Φεβρουαρίου 1987, έξι μέρες μόλις πριν το θάνατό του.

Η Ρένη Πιττακή,  που ερμήνευσε τη Σοφία Αποστόλου στο πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργο αναφέρει: «η Αναγνωστάκη με το δικό της, διόλου συνθηματολογικό τρόπο μιλάει για την αποτυχία των συστημάτων, όχι μόνο την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά και την ξέφρενη πορεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, με τις γνωστές συνέπειες για τις ζωές μας» 9 και αφιερώνει την ερμηνεία της στην πρώτη διδάξασα του ρόλου Βέρα Ζαβιτσιάνου.

«Στην αυστηρή οικονομία του μονολόγου παρεμβάλλονται παιγνιώδεις προκλητικές εκφράσεις και αριστεροκομματική ξύλινη φρασεολογία, διακειμενικά παιχνίδια, παλιά γαλλικά τραγούδια και η «Διεθνής» σε μια ιδιότυπη χημεία. Με μαύρο χιούμορ και με μια ανάμνηση μπεκετικής Γουίνι 11 , η ηρωίδα αναφέρεται στις «ωραίες μέρες»: «ωραίες», «και λίγο επικίνδυνες», σημειώνει η Καγγελάρη σε κείμενο της, που συνδέει τον Ουρανό Κατακόκκινο με τη Νίκη και το Σ’ Εσάς που με Ακούτε, μέσα από την έννοια του ξένου, όπως αυτή συνδέει και διαπερνά τα συγκεκριμένα θεατρικά κείμενα στην «κυριολεκτική και μεταφορική της διάσταση».

Ο Ουρανός Κατακόκκινος είναι μια ωδή στην ετερότητα. Η Σοφία Αποστόλου νοιώθει πως ξεχωρίζει γιατί «πηγαίνει δυο φορές το μήνα και βλέπει τον άσχημο και ηλίθιο γιό της, παρέα με τους Αλβανούς και τους πρεζάκηδες», όπως ξεχωρίζει και η Βάσω στη Νίκη, συγγενής του επίσης φυλακισμένου κατηγορούμενου για φόνο αδελφού της Θανάση, ή ο Παύλος της Κασέτας, που του αρέσει «να κάθεται και να βλέπει μια γραμμή» και ο Μιχάλης από τον Ήχο του Όπλου, τα ιδανικά του οποίου δε γίνονται αποδεκτά από τους άλλους.

Αυτή η φωνή της ετερότητας που χρόνια αρθρώνει η συγγραφέας μοιάζει εδώ να δυναμώνει και να δανείζεται στοιχεία από την ίδια και τις αριστερές της καταβολές. «Το λευκό του προσώπου της ομοιοκαταληκτεί με τον Ουρανό Κατακόκκινο του θεατρικού της έργου» γράφει ο ποιητής Γιάννης Κοντός 13 για να δείξει τη βαθιά σχέση της συγγραφέως με το συγκεκριμένο έργο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τον μονόλογο αυτό έχει ηχογραφήσει με τη φωνή της η ίδια η Αναγνωστάκη.

Σε παράσταση , που έγινε για να τιμηθούν τα πενήντα χρόνια της δραματουργίας της ακούστηκε η ίδια της η φωνή να απαγγέλει:

«Εγώ δε βολεύομαι.
Δεν είμαι ο μέσος όρος.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι,
ενώ δεν είναι τίποτα!
Δεν έχω καν αλυσίδες για να τις χάσω!
Ποτέ δεν είχα αλυσίδες εγώ!
Εγώ.
Κάνω τη δική μου επανάσταση».

Συντελεστές:

«Ο Ουρανός Κατακόκκινος»

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Σκηνογράφος: Γιάννης Αρβανίτης
Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτογράφος: Πάνος Γιαννακόπουλος
Μακιγιάζ: Make Up Lab by Yiannis Marketakis
Βοηθός Σκηνογράφου: Ζώης Οικονόμου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρέας Ανδρέου
Γραφίστας: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Διεύθυνση παραγωγής: Δημήτρης Κουκάς
Ερμηνεύει: Νένα Μεντή

Παραγωγή: People Entertainment Group Α.Ε. (www.people.gr)

***

Σ’ Εσάς που με Ακούτε, 2003

Στο Βερολίνο του 2001 λαμβάνει χώρα ένα φιλειρηνικό φόρουμ, όμως στους δρόμους επικρατεί αναταραχή. Σε ένα σπίτι που ανήκει στον Χανς και στην ελληνίδα σύζυγό του, Μαρία, και υπενοικιάζεται, κατοικούν επίσης ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων, ο Άγης και η Σοφία, καθώς και ο Ιβάν. Ο Άγης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής και συγγραφέας. Στο βιβλίο του φέρνει την επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ στον 21 ο αιώνα και της δίνει τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες της Σοφίας.

Ο Άγης προετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα, οπότε θα μιλήσει για το βιβλίο του και θα παρουσιάσει τη Σοφία ως την ενσαρκωμένη ηρωίδα του, σε φιλειρηνικό φόρουμ που διοργανώνεται στο Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό τον σκοπό έχει φέρει στο σπίτι μαγνητόφωνα, μικρόφωνα, μεγάφωνα, πανό κ.α. Στη συνέχεια πρόκειται να φύγει για να τελειώσει το βιβλίο του, αφήνοντας πίσω τη Σοφία. Τη Σοφία σημαδεύει ένα οικογενειακό δράμα, άγνωστο στον Άγη, στο οποίο αναφέρεται όταν μόνη της στο σπίτι κάνει πρόβα αυτά που θα πει την επόμενη ημέρα στο φόρουμ. Η Σοφία προσπαθεί να βρει χρήματα για να συντηρήσει την οικογένειά της στην Ελλάδα, αφού ο πατέρας της τούς έχει εγκαταλείψει μετά την αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας του αδερφού της και ένα ατύχημα που τον άφησε παράλυτο. Εξαιτίας αυτού του ατυχήματος και για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της η Σοφία συμμετέχει σε αγοραπωλησίες ναρκωτικών.

Σε λίγες ώρες αναμένεται η μητέρα της, Έλσα, με τον αδερφό της, Νίκο, και τον φίλο του αδερφού της, Τζίνο. Η Σοφία ετοιμάζει ένα «μεγάλο κόλπο», το τελευταίο, που θα αποφέρει πολλά χρήματα, ώστε να απαλλαγεί από τις συνεχείς πιέσεις της μητέρας της. Η Έλσα και η ακολουθία της έρχονται στο σπίτι στο τέλος του πρώτου μέρους. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, η Μαρία μαγειρεύει προς τιμήν της οικογένειας της Σοφίας. Μετά το δείπνο υπάρχει πολλή ένταση μεταξύ της Σοφίας και της Έλσας. Όσο η Σοφία περιμένει το τηλεφώνημα για την αγοραπωλησία ναρκωτικών και ο Ιβάν και ο Τζίνο που γνωρίζουν την κατάσταση αγωνιούν, γίνεται αναφορά στο φόρουμ της επόμενης ημέρας. Τότε ο Άγης προτείνει να μιλήσουν όλοι στο φόρουμ και να κάνουν αμέσως πρόβα. Όλα τα πρόσωπα, εκτός της Σοφίας, παίρνουν με τη σειρά το μικρόφωνο και λένε την προσωπική τους ιστορία. Τελευταίος παίρνει το μικρόφωνο ο Άγης, ο οποίος μιλάει για το βιβλίο του και αναφέρει για πρώτη φορά το όνομα της Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Στο μεταξύ, η Σοφία έχει λάβει το τηλεφώνημα για την αγοραπωλησία και με προκάλυμμα τον Χανς βγαίνει από το σπίτι. Ενώ ο Άγης τελειώνει τον λόγο του μία νεαρή Γερμανίδα, αδερφή του συνεργάτη της Σοφίας στο «κόλπο» φέρνει στο σπίτι τον Χανς και ανακοινώνει στα γερμανικά (γλώσσα άγνωστη στην Έλσα) ότι η Σοφία έπεσε θύμα πλεκτάνης και την δολοφόνησε ένας επίορκος αστυνομικός. Το έργο τελειώνει με τον Ιβάν να λέει στη Μαρία: Πάρε την Έλσα μέσα, η κόρη της σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα, 16 και τον Άγη με τον Τζίνο να στέκουν εμβρόντητοι ο ένας απέναντι στον άλλο.

Οι ήρωες του Σ’ Εσάς που με Ακούτε, ως επί το πλείστο διαφορετικής εθνικότητας και γλώσσας, συναντιούνται σε μια πολυπολιτισμική πόλη – transito, που βάλλεται από τη βιαιότητα της αστυνομίας. Με τα μικρόφωνα ανά χείρας μιλούν σε μια νοητή διαδήλωση, «σ’ αυτούς που τους ακούνε».Η ουσία δεν είναι τι καταθέτουν, αλλά ότι αναπαριστούν μια στιγμή επανάστασης αγωνιζόμενοι να αρθρώσουν δημόσια λόγο και να επικοινωνήσουν. Στόχος είναι να ζητήσουν από όσους τους ακούν -τους φανταστικούς συμμετέχοντες μιας διαδήλωσης αλλά και τους ίδιους τους πραγματικούς θεατές – να αναλάβουν την ευθύνη τους, ως πρόσωπα δρώντα και χειραφετημένα.

Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ’ Εσάς που με Ακούτε είναι μια διαμαρτυρία για τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά αδιέξοδα που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η συγγραφέας δίνει φωνή στα πρόσωπα του έργου για να εκμυστηρευτούν σε ένα φανταστικό κοινό τις αγωνίες τους, τον τρόμο τους απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων αλλά και την προσωπική ανασφάλεια, που τους προκαλεί η κοινωνική διαφθορά και παρακμή. Η ανθρώπινη κραυγή, τα συνθήματα και οι ήχοι, όπως όλα αυτά εισβάλλουν στο εσωτερικό της σκηνής αποτελούν ένα πλούσιο γλωσσικό υλικό, που διατρέχει κομβικά σημεία της πλοκής και ενισχύει συμπληρωματικά τον εξομολογητικό οίστρο των ηρώων.

Συνεπώς, το ηχητικό σύμπαν, με τις πολλαπλές εκφάνσεις του, όπως τις ορίζουν με σαφήνεια οι σκηνικές οδηγίες, αποτελεί όχι μόνο το πλαίσιο ενός θεατρικού λόγου διαμαρτυρίας αλλά και μια έντεχνη αλληγορία, που θέτει ως σκοπό την αφύπνιση του θεατή και την ανάληψη της προσωπικής του ευθύνης .

Σε ένα παλιό βερολινέζικο σπίτι, που σταδιακά ταράζεται από τον ήχο των επεισοδίων, τις ριπές και τα δακρυγόνα, ο κεντρικός ήρωας, ο Άγης ηχογραφεί τις φωνές των υπόλοιπων θεατρικών προσώπων και τις μοντάρει με συνθήματα από τις διαδηλώσεις. Το ιδιωτικό μπλέκεται με το δημόσιο για να επανεμφανισθούν υπαινικτικά στη σκηνή θέματα και χαρακτήρες από παλαιότερα έργα της συγγραφέως. Χαρακτήρες που παίρνουν υπόσταση κρατώντας ένα μικρόφωνο σα να μιλούν σε μια συγκέντρωση ξεχωρίζοντας από το πλήθος της διαδήλωσης, «σε μας που τους ακούμε». Μιλούν βιωματικά, έντονα, παραληρηματικά, υμνώντας την ατομικότητα των εικόνων και των εμπειριών τους αλλά και χωρίς να διστάζουν να θυμηθούν ακόμα και σύμβολα της επανάστασης.

Αυτό όμως που κάνει το Σ’ Εσάς που με Ακούτε ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας είναι ότι εστιάζει στην αξία της συλλογικότητας, όπως αυτή υπογραμμίζεται είτε από τους διαμαρτυρόμενους είτε από αυτούς παρακολουθούν τη διαμαρτυρία. Σα να προφητεύει δηλαδή η συγγραφέας ότι το καινούργιο δε θα προκύψει από τα συνήθη επαναστατικά τσιτάτα αλλά θα αποτελεί μίξη ετερόκλητων συμπεριφορών, των οποίων την ατομικότητα οφείλουμε να σεβαστούμε. Εκεί που σταματάει η ιδιωτεία, ξεκινάει η χειραφέτηση.

Χειραφετημένη κοινωνία σήμερα, λέει προκλητικά ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ (γαλλ. Jacques Rancière), δεν είναι αυτή όπου έχει απήχηση ένας συγκροτημένος λόγος απελευθερωτικός, αλλά η κοινωνία στην οποία ο καθένας μπορεί να γίνει αφηγητής και μεταφραστής, να πει τη δική του ιστορία αντίστασης και να αναπαραγάγει τον λόγο των άλλων προσθέτοντας το δικό του στίγμα.

Η συγγραφέας στο έργο Σ’ Εσάς που με Ακούτε είναι σα να υποστηρίζει ότι όχημα μιας καινοτόμας επανάστασης στη σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να είναι ο συνηθισμένος πολιτικά στερεοτυπικός λόγος αλλά η προσωπική μας συνευθύνη σε όλα όσα συμβαίνουν, όπως αυτή απορρέει μέσα από τη δυναμική των εξομολογήσεων των ηρώων αναφορικά με τις προσωπικές τους εμπειρίες, εικόνες και αντιστάσεις. Η αξία της φαντασμαγορίας, η δυνατότητα δηλαδή του να αφηγηθείς μια προσωπική ιστορία συναντά τους συλλογικούς αγώνες για μια δικαιότερη κοινωνία. Σα να διεκδικούν τόσο οι ήρωες του έργου όσο και μια ολόκληρη κοινωνία χώρο, χρόνο και ύπαρξη. Αίτημα τους είναι να εισακουστούν για να υπάρξουν είτε ως ατομικότητες είτε ως σύνολο ενάντια σε μια νέα πραγματικότητα, που τους κάνει να ασφυκτιούν.

Ο κλειστοφοβικός ιδιωτικός χώρος, όπως ορίζεται στο έργο, και ο αγοραφοβικά δημόσιος, που απειλεί τους ήρωες, προκαλούν το ίδιο αίσθημα ασφυξίας. Γι’ αυτό και η σκηνική διευθέτηση, που προτείνει η ίδια η Αναγνωστάκη στο έργο της, εστιάζει στην αίσθηση του μετέωρου, που χαρακτηρίζει το άτομο στον σημερινό κόσμο της Παγκοσμιοποίησης. Ανάμεσα στα «λίγα παλιά έπιπλα» είναι τοποθετημένο «ένα πρατικάμπιλε και πάνω του ένα μακρύ τραπέζι. Γύρω, μεγάλα πανό με όλα τα ειδών τα συνθήματα». Η πολυγλωσσία, οι προσωπικές και επιτηδευμένα αποσπασματικές ιστορίες, που κινούν τους ήρωες, συμπληρώνονται από την αξιομνημόνευτη διακειμενικότητα του έργου.

Στίχοι του Έλιοτ και του Αναγνωστάκη , κείμενα του Τσέχωφ και του Γ. Χειμωνά  καθώς και αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, όπως η «κόκκινη Ρόζα» τονίζουν το ιδεολογικό υπόβαθρο των ηρώων στα μονολογικά κυρίως κομμάτια του έργου.   Σε ένα απ’ αυτά τα μονολογικά κομμάτια του έργου ένας από τους ήρωες ξεσπά: Σωπάστε όλοι!

«Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα». Χρόνια ετοιμάζονται στα εργαστήρια των σοφών, στις μυστικές συσκέψεις των μεγάλων. Έχουν μια αφάνταστη τελειότητα – αρτιμέλεια – μακροζωία -απαλλαγμένοι από ασθένειες και ψυχοφθόρα αισθήματα – Επιλεγμένοι. Γι’ αυτό όμως πρέπει προηγουμένως οι παλιοί άνθρωποι κι αυτοί οι τρομαγμένοι λαοί να εξαφανιστούν οριστικά. Με τον πιο φρικτό τρόπο. Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς …

Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας. Πρέπει να εξαφανιστούμε απ’ άκρον εις άκρον της γης αφού το νέο είδος… (Παύση). Ας μου έλεγε κάποιος πως αυτό θα ήταν το τέλος μου και δε θα είχα γεννηθεί ποτέ. 

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης
Επιμέλεια κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμός: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Φωτογραφίες: Σωτηρία Ψαρού
Trailer: Άλεξ Τριανταφύλλου

Ερμηνεύουν: Όλια Λαζαρίδου, Mαρία Ζορμπά, Άντριαν Φρίλινγκ, Ανδρέας Κοντόπουλος, Δανάη Επιθυμιάδη, Γιάννης Καραούλης, Μάνος Στεφανάκης, Κλεοπάτρα Μάρκου, Γιώργος Σαββίδης/Σταύρος Γιαννακόπουλος

Ημερομηνίες προβολής των παραστάσεων:

4, 5, 6, 7 / 12 «Σ’ εσάς που με ακούτε»
8, 9, 10 / 12 «Ο ήχος του όπλου»
11, 12, 13 /12 «Ο Ουρανός Κατακόκκινος»

Τα πρακτικά του αφιερώματος «Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη» που οργάνωσε και επιμελήθηκε το Δεκέμβριο του 2015 ο Μάνος Καρατζογιάννης στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με αφορμή τα πενήντα χρόνια της δραματουργίας της μπορείτε να ακούσετε στον παρακάτω σύνδεσμο από 4 – 13/12 : http://www.greek-
theatre.gr/public/gr/greekplay/index/view/44?fbclid=IwAR3_jOYN5FnJWFtHOXg10nxI6-
a_iYVvKW4gPChiAMNFuoZ1iF1yFet8TZI

Το πρόγραμμα του Θεάτρου Σταθμός για την περίοδο 2020 – 2021, λόγω των ειδικών συνθηκών, θα ανακοινώνεται αναλυτικά κάθε μήνα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης καθώς και στην ιστοσελίδα μας: stathmostheatro.gr.