Είναι αμφίβολο ότι η αρνητική αντιμετώπιση τόσο για τη «Μάχη των Αγγέλων» (1939) όσο και για την κατοπινή, αναθεωρημένη βερσιόν της με τίτλο «Ο Ορφέας στον Άδη» (1957) οφείλεται, όπως συχνά αναφέρεται, στην πληθώρα των συμβόλων, στη χαλαρή μεταξύ τους σύνδεση, στην επίκληση μυθολογικών και βιβλικών στοιχείων, αλλά και στον τρόπο προσαρμογής του ρεαλιστικού στοιχείου μέσα σε μια υπερβολικά ποιητικόμορφη αρχιτεκτονική γραφής. Είναι πολύ πιθανό η παρουσίαση στο έργο «Ο Ορφέας στον Άδη» τεσσάρων χαρακτηριστικών προσώπων που εναντιώνονται, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, σε ένα πλαίσιο κοινωνικών αγκυλώσεων, ενδημικής βίας και μηδενικής ανεκτικότητας να μορφοποίησε στα μάτια του κοινού μια κοινωνική δυστοπία, δύσκολη να αντιμετωπιστεί κριτικά.

Στον «Ορφέα στον Άδη» ο Ουίλιαμς υπερθεματίζει για μια ακόμη φορά ως προς τα σύμβολα. Είναι, όμως, αλήθεια ότι σε αυτό το πόνημα σπαταλά περισσότερο οίστρο, σε σχέση με άλλες φορές, στην προσπάθειά του να συνθέσει το πλέγμα του ποιητικού ρεαλισμού του. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο απόκοσμο και σε στερεοποιημένα «υλικά» που προκύπτουν μέσα από τη σμίλη του πραγματικού είναι που καθιστά τα πρόσωπα, την ίδια στιγμή, διάφανα και σάρκινα. Παράλληλα, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να δηλώσει τη δική του παρουσία, σκιαγραφώντας τον δημιουργό-πρότυπο και προσδίδοντας μια διάσταση μανιφέστου στο έργο του. Ο Βαλ, ο νεοφερμένος, παρίας τροβαδούρος της ζούγκλας των πόλεων, δεν είναι παρά ένα εξιδανικευμένο είδωλο του καλλιτέχνη που, ακολουθώντας το δρόμο της φυγής και στερούμενος τα εγκόσμια, διεκδικεί την αγνότητα και την κάθαρσή του. Από την άλλη πλευρά, ο Ουίλιαμς μεριμνά να καταδείξει τις καταγωγικές ρίζες της σύλληψής του με τον αρχαίο μύθο και την τραγωδία (βλ. το ζεύγος Λέηντι-Βαλ σε αντιστοιχία με το ζεύγος Ευριδίκη-Ορφέας, την Κάρολ-Κασσάνδρα, την περιγραφή της ανθρωπογεωγραφίας της μικρής πόλης με τη μορφή ενός άτυπου χορού που μαρτυρά το παρελθόν και σχολιάζει το παρόν), στοιχεία ικανά να εμφυσήσουν τραγική ουσία στα πρόσωπα και να φορτίσουν με δραματικότητα τις καταστάσεις.

Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες

Με τον ποιητικό ρεαλισμό ο Ουίλιαμς αποσκοπεί στην αποσόβηση της συσκοτιστικής ψευδαίσθησης, γεγονός που τον βοηθά να κατέρχεται με περισσότερη ευελιξία τις διαστρωματώσεις της υποκειμενικότητας. Και στον «Ορφέα», όπως συμβαίνει στα δημοφιλή έργα του, ακόμα και οι σκηνικές οδηγίες ενέχουν μια αυταξία λογοτεχνική, δημιουργώντας περαιτέρω επίπεδα ανάγνωσης. Ακόμα, διαμορφώνουν ένα τοπίο πέρα και πάνω από τον περατό σκηνικό χώρο και αποδίδουν τις μορφές και τις ψυχικές διαθέσεις με τις πλέον διαβαθμισμένες αποχρώσεις.

Στη σκηνοθεσία του Βασίλη Ανδρέου η ανάγκη κατάδειξης των πολλαπλών βαθμίδων που ενυπάρχουν στο έργο εκτροχιάστηκε προς την κατεύθυνση ενός σκηνικού νευρωτισμού και μιας ομιχλώδους διαγραφής των χαρακτήρων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο διαποτισμένος με ποιητικότητα συμβολικός λόγος του Ουίλιαμς περιχαρακώθηκε στις ακρώρειες της σπασμωδικότητας και της ασυνέχειας και, ταυτόχρονα, το εσώτερο δράμα -που παραμένει το ζητούμενο- κατέληξε ένα μόρφωμα οριζόντιας κλινικής ψυχοπαθολογίας. Η Λέηντι (Πριγκιπέσα)-Δήμητρα Χατούπη στην προσπάθειά της να μεταπηδήσει στα πολλαπλά υποκείμενα αποδείχθηκε αποπροσανατολισμένη κατά τη διαχείρισή τους, παγιώνοντας εντέλει μια εγκεφαλική κατασκευή. Πιο στέρεος υποκριτικά ο Δημήτρης Δρόσος απέδωσε μια εν πολλοίς άρτια λαξευμένη εικόνα του περιπλανώμενου καλλιτέχνη Βαλ που διεκδικεί την ελευθερία του από τη διαφθορά του κόσμου, μέχρι του σημείου που επέρχεται η τραγική πτώση του. Με ένα σκηνικό «παρών» αρκούντως εκφραστικό και σημασιοδοτημένο αποδόθηκε η μονολιθικότητα του κατεστημένου, που εκπροσωπεί ο Αστυνόμος Τάλμποτ, από τον Γιάννη Κουρμπάνη και με ένα συμπαθή, ανάγλυφο ρεαλισμό υπογραμμίστηκε η παρουσία της Φαίδρας Παπανικολάου στο ρόλο της Μπιούλα Μπίνινγκς. Αντίστοιχες ανάγλυφες ψηφίδες του ζοφώδους μικρόκοσμου ζωντάνεψαν η Στέλλα Παπακωνσταντίνου (Ντόλυ Χάμμα) και η Νεκταρία Ελευθερία Κουτσαβλάκη (Εύα Τεμπλ). Στον αντίποδα, η παρουσία της Δανάης Ντέμου, ως Κάρολ Κατρήρ, έδωσε με λιπόσαρκο τρόπο τη λοξοδρόμηση από τους ευγενείς σκοπούς προς την παρακμή, ενώ η Βικτωρία Μπιτούνη απεικόνισε την Βη Τάλμποτ ως ένα ασαφές σχήμα ανθρώπου που αντιμάχεται την πραγματικότητα με μεταφυσικά παραληρήματα. Τέλος, με μια τρομώδη δυναμική που επέτρεψε να διέπει τη σκηνική δράση χαρακτηρίστηκε η ερμηνεία του Τζέημπ Τόρανς-Άδη από τον Γιάννη Δρακόπουλο. Στα υπόλοιπα ατοπήματα περιλαμβάνονται η φολκλόρ οικειότητα που εμπεριείχε η αντικατάσταση της κιθάρας με ένα… λαούτο και η αφομοίωση του ρόλου του Εξορκιστή που εκπροσωπεί το μυστικιστικό σύμπαν από την ίδια την πρωταγωνίστρια.

Photo credit: Karol Jarek

Διαβάστε επίσης:

Ο Ορφέας στον Άδη, του Τενεσί Ουίλιαμς στο Θέατρο Ροές