“Τον γνώρισα τυχαία. Ήταν μια νύχτα κάτι περισσότερο από ζεστή, ήταν μια νύχτα βασανιστική, που κολλούσε πάνω σου, μια νύχτα δίχως στιγμή ανάπαυσης. Απ’ αυτές τις νύχτες που δεν απαλύνουν τη ζέστη της ημέρας αλλά αντίθετα την αυξάνουν. Λες και η μέρα συσσώρευε τη θερμότητά της, ώρα με την ώρα, για να την εξαπολύσει όλη μαζεμένη στο σβήσιμο του δειλινού και να την παραδώσει, σαν μια νύφη μελανή και κηλιδωμένη, στην ατέρμονη νύχτα”.

Αυτή η απρόσμενη συνάντηση έλαβε χώρα στο μπαλκόνι του πρωταγωνιστή και σίγουρα δεν είχε μόνο το άρωμα της μοίρας ͘   έτσι την επινόησε και την κατασκεύασε ο Κάρλος Φουέντες στο τελευταίο του μυθιστόρημα, σαν να ήθελε ενδόμυχα να κλείσει τον λογοτεχνικό κύκλο της ζωής του με αυτό το αφιέρωμα στον μεγάλο φιλόσοφο. Ο αφηγητής ξεδιπλώνει το κουβάρι της επανάστασης που είναι έτοιμη να πραγματοποιηθεί στο Μεξικό, τόπο αγαπημένο του συγγραφέα. Ένας φιλόσοφος, ο Φρειδερίκος Νίτσε – Φρειδερίκο τον αποκαλεί ο πρωταγωνιστής και συνομιλεί μαζί του – έρχεται για ένα 24ωρο στη γη για να ακούσει τον αφηγητή/συγγραφέα, να δώσει τα φώτα του, να αφουγκραστεί τα όσα συμβαίνουν στο Μεξικό που πάλλεται από διάθεση για επανάσταση. Και βέβαια για να μιλήσει στον κόσμο μέσω των βιβλίων του, όπως το “Πέρα από το καλό και το κακό” ή “Ο Υπεράνθρωπος” σε μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί κάτι από το καράβι.

Η ανάγκη για αλλαγή και ο ρόλος της εξουσίας

Σε ένα Μεξικό που κλονίζεται από ένα έντονο αίσθημα για αλλαγή και επανάσταση και όλα βρίσκονται εν μέσω τρικυμίας πολιτικής και κοινωνικής, ο αφηγητής ανταμώνει με έναν άνδρα, παράξενο και εκκεντρικό που αποκαλύπτεται πως είναι ο φιλόσοφος του 19ου αιώνα, Νίτσε. Με τη βοήθειά του και με συντροφιά τις απόψεις του, ο αφηγητής καταθέτει όσα συμβαίνουν στο Μεξικό που σιγοβράζει από τις εξελίξεις ενώ στη πορεία φλέγεται από δολοφονίες, ανατροπές προσώπων, εξαφανίσεις και πολιτική αστάθεια. Η παρουσία του Φρειδερίκου είναι λυτρωτική και ανακουφιστική, είναι ο άνθρωπος που τον καθησυχάζει, τον προβληματίζει, τον ακούει προσεκτικά αλλά είναι και ο ίδιος που τον συμβουλεύει, τον συντρέχει, είναι αυτός που αντικρούει τα επιχειρήματά του όταν ο αφηγητής μοιάζει χαμένος στις  σκέψεις του και οδεύει στον παραλογισμό. Ο ίδιος προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα, να κατανοήσει τι κρύβεται πίσω από τη λαχτάρα για επανάσταση. Η θέληση για εξουσία είναι πολύ ισχυρή, η επιθυμία για ανατροπή μιας κατάστασης ακόμα μεγαλύτερη και ξεκινά ένας έντιμος αγώνας για ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον μέσω της εγκατάστασης ενός πιο δίκαιου συστήματος που η επανάσταση φιλοδοξεί να κομίσει. Ο Φουέντες, όπως στα περισσότερα έργα του, επισημαίνει την ανάγκη για δικαιοσύνη, για πάταξη της διαφθοράς και για αυτό συγκρούστηκε ουκ ολίγες φορές με το καθεστώς στο Μεξικό που αδυνατούσε να αντιμετωπίσει για παράδειγμα το ανεξέλεγκτο εμπόριο ναρκωτικών.

“Και τι είναι δικαιοσύνη; Είναι η εναρμόνιση με τον κανόνα. Είναι ιδεώδες, θα έλεγα εγώ. Ναι, ένα ιδεώδες ισότητας μέσα στο πλαίσιο του κανόνα. Και ο κανόνας λέει: στον καθένα ό,τι του αναλογεί. Κι εδώ αρχίζουν ήδη οι δυσκολίες. Ο κανόνας είναι γενικός, η επιβολή δικαιοσύνης. Μολονότι ο κανόνας είναι ιδιαίτερος. Η απόδοση στον καθένα όσων του αναλογούν. Πώς συνταιριάζεις την απόδοση στον καθένα όσων του αναλογούν με την απαίτηση του κανόνα για δικαιοσύνη;”

Μια επανάσταση χαμένη στη μετάφραση

Η εξουσία όμως είναι ένα δηλητήριο από το οποίο κανείς δεν ξεφεύγει. Οι υπηρέτες της επανάστασης, αυτή που πίστεψαν σθεναρά σε αυτήν και μόχθησαν για αυτή αρχίζουν πλέον να παραμερίζονται και στη πορεία να εξολοθρεύονται διότι η παρουσία τους είναι επικίνδυνη διότι είναι καταλυτική, είναι καίρια και είναι απόλυτη. Στον δρόμο της επανάστασης όλα μαλακώνουν και δεν χρειάζονται τόσο δραματικές εξελίξεις όσο στον σχεδιασμό της. Δεν απαιτούνται όμως ούτε κάθετες λύσεις, ο λαός χειραγωγείται, ο λαός ακούει εκείνον που θα ωραιοποιήσει καταστάσεις, θα του μεταδώσει και θα του σερβίρει ένα νέο αφήγημα, εκείνον που θα τον μαγέψει με κούφια λόγια. Όλοι αυτοί που αποκλείστηκαν από την επανάσταση ήταν αυτοί που πίστεψαν σε αυτήν όσο κανείς άλλος, ο Σαούλ, ο Δάντε. Αυτοί που την προετοίμασαν και αγωνίστηκαν τώρα χαρακτηρίζονται προδότες και εξολοθρεύονται. “Η επανάσταση όμως δεν ισχυροποιείται αποκλείοντας αλλά συμπεριλαμβάνοντας”.

Και όμως η επανάσταση έχει χίλια δυο πρόσωπα, είναι ερμαφρόδιτη και μπορεί να αλλάζει απόψεις για αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο για τη χώρα ανάλογα με αυτό που είναι συμφέρον για αυτούς που εσφαλμένα την καθοδηγούν. Αυτό που καθίσταται σαφές πλέον είναι πως η επανάσταση είναι μια αφηρημένη ιδέα, δεν είναι αμόλυντη, δεν είναι εκτός παιχνιδιών των ανθρώπων. Είναι τελικά μία στρατηγική που δεν βρίσκει πρακτική εφαρμογή, όσο οι άνθρωποι που διψούν για εξουσία με κάθε τρόπο και την αποκτούν, τόσο η επανάσταση θα βιώνει αφαίμαξη αληθινών επαναστατών, θα αποδυναμώνεται για να παρουσιαστεί πιο όμορφη και στρογγυλή στα μάτια αυτών που την υποστηρίζουν. Ο φιλόσοφος θα διαπιστώσει: “Το ερώτημα είναι τούτο: Το πεπρωμένο έρχεται δίχως τη θέλησή μας; Ή είμαστε εμείς που το προκαλούμε;”

Τελικά, μήπως η πολλή δημοκρατία βλάπτει και όσο πιο αρεστός είσαι τόσο πιο ισχυρός καθίστασαι; Σε επικίνδυνες ατραπούς θα μπει ο αφηγητής/συγγραφέας για να τονίσει με στόμφο και με ένταση πως η κοινωνία είναι ανέτοιμη, είναι η ίδια σε βαθιά κρίση και αδυνατεί να σταθεροποιήσει τα θέλω της αλλά σαν ακυβέρνητο καράβι ρέπει προς τον λαϊκισμό και τις μεγαλοστομίες. “Κυβέρνα σύμφωνα με τις προσδοκίες. Πολέμα πετυχαίνοντας το απροσδόκητο. Όσο πιο αποτελεσματικός, τόσο λιγότερη η ανάγκη για δημοκρατία. Αν είσαι αναποτελεσματικός, θα αντικατασταθείς από άλλον. Όσο εξαρτάσαι από πολλούς ειδικούς, θα είσαι λιγότερο αποτελεσματικός”. Ο Φουέντες με αυτό το τελευταίο του σύγγραμμα θίγει επίκαιρα ζητήματα αξιών και πεποιθήσεων, πολιτικών αρχών και νοοτροπιών που δύσκολα αλλάζουν όσες επαναστάσεις και αν έρθουν. Και μάλλον αυτές που έρχονται και περιγράφει είναι επαναστάσεις κατ’ όνομα και όχι κατ’ ουσία, για αυτό και δεν έχουν επιτυχία.


Αποσπάσματα

“Ο κόσμος αλλάζει και εμείς αλλάζουμε μαζί του. Το καλό και το κακό συγχωνεύονται”.

“Η πτώση επιτρέπει στα άτομα να ενωθούν για να εμποδίσουν την πτώση. Η ηθική και πνευματική πτώση”.


Διαβάστε επίσης:

Ο Νίτσε στο μπαλκόνι – Carlos Fuentes