Το να εξαρτάσαι από το ίδιο το ταλέντο σου, κι όχι το αντίστροφο, είναι καμιά φορά η χειρότερη και η πιο οδυνηρή εξάρτηση», του είπε ένα βράδυ ο Χέμινγουεϊ ανάβοντας ράθυμα την πίπα του. Προηγουμένως, είχε τσαλακώσει μια κόλλα χαρτί και με μια περιφρονητική βολή την είχε στείλει απέναντι στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του. Ο εγκέφαλος του Φιτζέραλντ, από την άλλη, που την περίοδο εκείνη θύμιζε εγκαταλελειμένο εργοτάξιο ιδεών και ηρώων, πώς να αφήσει ασχολίαστο τέτοιο πράγμα; «Μα τι ανάγκη έχεις εσύ, Έρνεστ, που στην καθισιά σου βάζεις στοίχημα πως μπορείς να γράψεις διήγημα μονάχα με έξι λέξεις, και το κερδίζεις κι από πάνω;», απόρησε με τα πράσινα μάτια του καρφωμένα στο λογοτεχνικό πολυβόλο του Χέμινγουεϊ, μια γραφομηχανή Underwood του 1926, που είχε πάρει πάλι φωτιά. «Ξέρεις, ώρες ώρες μου τη δίνει στα νεύρα η ηττοπάθειά σου, φίλε. Μιλάς λες και δε διαθέτεις ούτε ελάχιστο χάρισμα, ενώ το μόνο που στερείσαι, και πρέπει σοβαρά να κάνεις κάτι γι’ αυτό, είναι η ζωτική ανάγκη του συγγραφέα για λίγη φιγούρα σε εκδότες και διψασμένους αναγνώστες, ειδικά στις μέρες της ξηρασίας του», του αποκρίθηκε τυλίγοντάς τον σε μια πελώρια τολύπα καπνού.

Εύστοχος όπως πάντα, ο Χέμινγουεϊ. Μπερδεμένος ως συνήθως, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Παρόλο που είχε όλα τα προσόντα κι ακόμα πιο πολλά, ποτέ του δεν υπήρξε περήφανος για το σύνολο του έργου του. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ακροβασία του ανάμεσα στον αυτοπροσδιορισμό και τον προσδιορισμό από τους άλλους, ενώ με καθυστέρηση και μετά από μια σειρά σπασμωδικών συγγραφικών του κινήσεων, έμελλε να αντιληφθεί πως η σπαρακτική στιγμή που συμβιβάζεσαι με λιγότερα από όσα αξίζεις, σηματοδοτεί την πιο σπαρακτική στιγμή που παίρνεις λιγότερα κι από όσα συμβιβάστηκες. Γεννημένος στις 24 Σεπτεμβρίου 1896, ο δημιουργός των «Η άλλη όψη του παραδείσου» (1920), «Όμορφοι & Καταραμένοι» (1922), αλλά κι «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι» (1925) και «Τρυφερή είναι η νύχτα» (1934), επικέντρωσε τις ιστορίες του σε εκείνους τους άνδρες, οι οποίοι δεν ελέγχουν τη μοίρα τους, μια και το κάνουν για λογαριασμό τους οι χαριτωμένες γυναίκες της ζωής τους, σε όσα δε θέλουμε να γνωρίζουμε για τον εαυτό μας και κάποτε έρχονται και μας χτυπούν την πόρτα ως πεπρωμένο, και σε όλους αυτούς που ξεκινούν δίνοντας απλόχερα το καπέλο τους, μετά το σακάκι, αργότερα το πουκάμισο, έπειτα το πετσί και μοιραία, την ψυχή τους εκεί που δεν πρέπει.

Παντρεμένος με την επιπόλαιη και διαγνωσμένη στα μετέπειτα χρόνια, σχιζοφρενή, Ζέλντα Σάιρ, που τού έκανε το βίο αβίωτο, ο κυριότερος εκπρόσωπος της «Χαμένης γενιάς» των Αμερικανών λογοτεχνών κι ένας εκ των σπουδαιότερων συγγραφέων του 20ού αιώνα, έγραφε προκειμένου να ξεφύγει – κυριολεκτικά – από την προσωπική του κόλαση. Οι συχνές όμως απορρίψεις πότε από εκδότες, πότε από περιοδικά στα οποία αρθρογραφούσε, αλλά κι από το λαμπερό Χόλυγουντ, στο οποίο δοκίμασε τις δυνάμεις του ως σεναριογράφου, τον ανάγκαζαν να διερωτάται τι μπορεί να ήθελε ο ίδιος από τη λογοτεχνία, κι όχι τι χρειαζόταν η λογοτεχνία από εκείνον.

Όταν δε, το αλκόολ άρχισε να διαφεντεύει την ύπαρξή του, πίστεψε πως είχε έρθει το τέλος του. Πως ό,τι είχε γράψει έπρεπε είτε να καεί, είτε να κλειδωθεί σε συρτάρια, των οποίων τα κλειδιά θα σκούριαζαν στο βυθό της θάλασσας. Πίστεψε ότι τα έργα του έμοιαζαν με καρπούς δέντρου, μόνο που εκείνον τον πίεζαν οι περιστάσεις, να κάνει πρόχειρα κι ως επί το πλείστον, βιαστικά τη συγκομιδή. Πίστεψε πως το να τα παρατάς δε σημαίνει πως είσαι αδύναμος, αλλά αρκετά δυνατός για να μην επιμένεις πια. Εδώ που τα λέμε, ποιό είναι το σωστό από τα δύο; Τα διηγήματά του δεν διαβάστηκαν στην ώρα τους από το κοινό, και ο Φιτζέραλντ πέθανε με το μαράζι στις 21 Δεκεμβρίου 1940. Παντελώς μόνος, προδομένος από την καρδιά του, και με τη βεβαιότητα πως ό,τι ισχύει με τις γυναίκες, ισχύει και με τη λογοτεχνία: δεν υπάρχει παρά ένας τρόπος να την εγκαταλείψεις, και αυτός είναι να σε εγκαταλείψει εκείνη πρώτη.

Το νέο βιβλίο «Θα πέθαινα για σένα & Άλλα διηγήματα» * που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, περιέχει τους στοχασμούς που δε χώρεσαν σε ιστορίες για πλούσια αγόρια και όμορφα κορίτσια που στα τζαζ πάρτυ, ξεφάντωναν δίχως αύριο. Ωριμότερος αλλά και ταυτόχρονα απίστευτα κουρασμένος, ο Φιτζέραλντ θα θίξει το νόημα της ύπαρξης, που κρύβεται σε ό,τι πετάμε κι όχι σε ό,τι κρατάμε. Θα μιλήσει για την Αμερική όχι όμως όπως συνήθιζε. Τη μελετά βαθύτερα, και μέσα από τα διηγήματά του καταλαβαίνει κανείς ότι έχει πλέον πάψει να τη θεωρεί μια τεράστια συνωμοσία για να σε κάνει ευτυχισμένο. Η ανάγνωση των διηγημάτων που η εποχή του απέρριψε, συγκινεί τη δική μας. Ο Φιτζέραλντ είχε ανέκαθεν ταλέντο, αλλά όπως στις περιπτώσεις πολλών, δεν εκτιμήθηκε. Εδώ το ταλέντο του προσανατολίζεται στο ότι όλη η ζωή είναι ένα πείραμα, και πως όσα περισσότερα πειράματα κάνεις, τόσο το καλύτερο, στις γυναίκες που όταν μιλούν δε λένε τίποτα, κι όταν δε μιλούν, τα λένε όλα, και στο γεγονός ότι οι χαμένες μάχες είναι πάντα εκείνες που το μυαλό και μόνο αυτό, επιμένει πως έχουμε χάσει. Ο Φιτζέραλντ είχε ανέκαθεν ταλέντο αλλά όπως στις περιπτώσεις πολλών, κάπως αργά θα γινόταν αντιληπτό πως ήταν από τους ανθρώπους που κατάφεραν να ανυψωθούν αρκετά ψηλότερα από τις ιδέες του καιρού τους.


* «Θα πέθαινα για σένα & Άλλα διηγήματα», Εκδόσεις Κλειδάριθμος | Επιμέλεια αγγλικής έκδοσης: Anne Margaret Daniel | Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη