Σε μια καθοριστική επετειακή καμπή, οι επαναδιατυπώσεις καλοσμιλεμένων αφηγημάτων, το στρογγύλεμα γεγονότων, η μεθοδική εξιδανίκευση των προσώπων και η ηρωοποίηση τους θα φάνταζαν ως παραστάσεις νεκροφάνειας της Ιστορίας και ως κοινότοπες και προβλέψιμες τακτικές που θωπεύουν τη συλλογική μνήμη, κλείνοντας κακήν κακώς λογαριασμούς με τις σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος.

Στο ερώτημα αν η ιστορική μνήμη λειτουργεί αποκαλυπτικά μόνο μέσω μιας κατά γράμμα αποστήθισης αρχείων και αποθησαύρισης πληροφοριών η απάντηση ενέχει μια μετριοπάθεια, ειδικά όταν καλείται να τη διαχειριστεί ένα παραστατικό γεγονός. Εξάλλου και το κατεξοχήν θέατρο που προμαχεί υπέρ της ιστορικής αλήθειας, το θέατρο-ντοκουμέντο, είναι επιδεκτικό σε κριτικές τόσο για το βαθμό της καλλιτεχνικότητάς του όσο και για το κατά πόσο το στοιχείο της σύμβασης λειτουργεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, παραποιητικά. Σε κάθε περίπτωση, οι πολλαπλές οπτικές γωνίες του θεάτρου, ακόμα και η παραμορφωτική δυναμική του, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να κομίσουν μεγαλύτερες δόσεις αλήθειας σε σχέση με μια ανεπεξέργαστη και οριζόντια παράθεση καταγραφών και τεκμηρίων. Η αναδιάταξη των ισορροπιών, η ταλάντευση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στο αυθεντικό και το κατασκευασμένο, η πύκνωση ή η πολυδιάσπαση των υποκειμένων, ειδικά  για περιπτώσεις ιστορικών έργων, συμβάλλουν σε μια αποδέσμευση από τα οποιαδήποτε κατασκευασμένα προστατευτικά κελύφη, αφήνοντας έκθετες πολλές πλευρές που εκφεύγουν μιας αυστηρά πραγματιστικής ανάγνωσης.

Η παρουσίαση της ζωής του Μίχαλου Ρούση από τον Δημήτρη Τάρλοου, με τη μορφή δραματοποιημένου έπους και με στοιχεία ροκ όπερας, δεν προσβλέπει να καταστεί μια πειθήνια στις πηγές σκηνική βιογραφία ή, πολύ περισσότερο, ένα ευανάγνωστο θεατρικό ρομάντζο. Απεναντίας, στρέφεται με παρρησία κόντρα στο πραγματικό, παρενοχλεί την αρτιμέλεια του αδιάσειστου και αδιαμφισβήτητου, μετεωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις μεταξύ του μύθου, του θρύλου και της Ιστορίας. Το αμφιλεγόμενο της προσωπικότητας του Ρούση συσφαιρώνεται γύρω από το αίσθημα φόβου που υπερκεράζει μια ενσυνείδητη τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στις μεγάλες προκλήσεις των καιρών. Είναι, ωστόσο, δηλωτικό και της μεγάλης διάστασης που χωρίζει το στενά προσωπικό πεδίο από το συλλογικό ή το οικουμενικό, της αγεφύρωτης σχέσης του εαυτού με τον κόσμο. Εντός αυτών των συντεταγμένων οι μεγάλες εποποιίες μεταβάλλονται ως προς την κλίμακά τους, ενώ την ίδια στιγμή οι ατομικότητες διογκώνονται. Ο ιστορικός χωροχρόνος, καθώς συμπλέκεται με την προσωπική σφαίρα, εισέρχεται στην επικράτεια του μύθου και, αντιστρόφως, ο βίος του κοινού ανθρώπου, μοιάζει, εντέλει, να στερεοποιείται ως κομμάτι της ίδιας της Ιστορίας.

Η σκηνική σύνθεση, η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες

Ο Θανάσης Τριαρίδης επένδυσε συστηματικά στην αλληλοδιείσδυση αφηγηματικότητας και δραματοποίησης, δύο επίπεδα όπου το ένα συνιστά ερμηνεία του άλλου. Τα γεγονότα αποδόθηκαν με τις σωστές δόσεις αλήθειας και μυθοπλαστικής φαντασίας, ενώ η θεατρικότητα συνέδραμε αποφασιστικά στο να φωτίσει αντί να συσκοτίσει το ιστορικό πλαίσιο. Αλλά και αυτό ακόμα, χάρη στη σκηνοθετική γραμμή του Δημήτρη Τάρλοου, δεν συνετρίβη υπό το βάρος μιας αποθέωσης του φολκλόρ ή μιας αβασάνιστης αναρρίπισης της κοινής εμπειρίας, αλλά παγίωσε τη φυσιογνωμία του μέσα από αντικρουόμενες εικόνες, μορφές και διηγήσεις. Η δε ανθρωπογεωγραφία σκιαγραφήθηκε με ανάγλυφα, διακριτά χαρακτηριστικά, ψύχραιμη διάθεση, και εγκαταλείποντας τη λογική του στρατοπέδου, αφήνοντας μια συνολική αίσθηση ότι η Ιστορία, με την καταιγιστική ορμητικότητά της, είναι ικανή να μετατρέψει όλους και όλα σε αθύρματά της. Ενδιαφέρουσα αποδείχθηκε και η ενσωμάτωση τεχνικών του θεάτρου σκιών, ως μια έκφανση θεάτρου εν θεάτρω ή μια σκηνική mise en abyme, βαθαίνοντας την παραστατική προοπτική.

Το όλο εγχείρημα έδωσε υψηλά ερμηνευτικά δείγματα γραφής. Ο Γιώργος Χριστοδούλου, ερμηνεύοντας τον Μίχαλο Ρούση, κινήθηκε με δυναμισμό, αλλά χωρίς υπερβολές και περισπασμούς, δίνοντας, με αίσθημα οικονομίας, όγκο σε όλες τις αντιφατικές διαστάσεις του χαρακτήρα. Με μια υπερχειλίζουσα αυθεντικότητα και με μια δαψιλή εκφραστική ο Θανάσης Δόβρης, στο ρόλο του Παπαφλέσσα, έδωσε το «παρών» ως ένα εκρηκτικό ιντερλούδιο. Ο  Αλέξανδρος Μαυρόπουλος ενσάρκωσε τον Γάλλο αξιωματικό με βαθιά επίγνωση μιας αναλλοίωτης πολιτισμικής ταυτότητας. Ο Δημήτρης Ήμελλος σύστησε ένα νηφάλιο και σφαιρικό προφίλ του Κολοκοτρώνη μαζί με αρκετές από τις ευδιάκριτες αποχρώσεις του. Εξίσου ψύχραιμη και ανθρώπινη η απεικόνιση του Μουσταφάμπεη από τον Χρήστο Μαλάκη και με μια αύρα σαρκασμού και γραφικής ελαφρότητας το ζεύγος Όθων-Αμαλία από τον Κώστα Βασαρδάνη και  την Ξανθή Γεωργίου. Με γήινη αισθαντικότητα η Βαγγελιώ της Λεωνής Ξεροβάσιλα, με δυναμική θηλυκότητα η Ευαγγελία Ρούση της Βίκυς Κατσίκα και με περίτεχνη μεταμορφωτική δεινότητα η παρουσία του Δημήτρη Μπίτου στους διαδοχικούς ρόλους του. Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου διαπότισε τη σκηνή με μια ροκ ατμόσφαιρα, σε μια αντιστικτική σχέση με το καλαίσθητο, γραφικό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσας και τα «εύγλωττα» κοστούμια του Αλέξανδρου Γαρνάβου και της Τζίνας Ηλιοπούλου.

Διαβάστε επίσης:

Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία