Η New Star παρουσιάζει το κλασικό αριστούργημα του Μπάστερ Κίτον με τίτλο «Ο κινηματογραφιστής», που εντάσσεται στην κατηγορία του βωβού κινηματογράφου

… και θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες την Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012.

Η τελευταία μεγάλη κωμωδία του Μπάστερ Κίτον

Με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες των Έντουαρτ Σέντγουϊκ και Μπάστερ Κίτον

Μια απ’ τις πιο συγκινητικές ερμηνείες του αξεπέραστου κωμικού
 

Κλασικός Μπάστερ Κίτον, με άφθονα γκαγκς, επινοητικές συλλήψεις στην πλοκή και μια ευγενική ερωτική ιστορία στο επίκεντρο.

Είναι ένα από τα τελευταία φιλμ της κλασσικής περιόδου του Μπάστερ Κίτον πριν την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο «αγέλαστος κωμικός» είναι εδώ ο Λιούκ Σάνον, ένας φωτογράφος που είναι ερωτευμένος με την Σάλι, μια όμορφη γραμματέα των κινηματογραφικών στούντιο MGM. Για να την κάνει να τον προσέξει, αποφασίζει να γίνει cameraman στην εταιρεία ώστε να είναι πιο κοντά της. Όμως με την κινηματογραφική κάμερα στα χέρια είναι εντελώς αδέξιος και κάνει συνεχώς λάθη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα. Ό,τι προσπαθεί να κάνει καταλήγει σε φιάσκο, έτσι σκέφτεται άλλους τρόπους για να πλησιάσει την Σάλι…  Η χρυσή εποχή του βωβού κινηματογράφου έμελλε να κρατήσει λίγο, όμως το κοινό μπόρεσε να απολαύσει κάποιους σπουδαίους καλλιτέχνες. Ο Μπάστερ Κίτον υπήρξε μια από τις κορυφαίες μορφές του βωβού, προσφέροντας άφθονο γέλιο αν και κανείς θεατής δεν είδε τον ίδιο να γελά.

“Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ”, του Βασίλη Ραφαηλίδη
 

Ο Μπάστερ Κίτον μπροστά από την κάμερα του συν-σκηνοθέτη Έντουαρντ Σέντγουϊκ δίνει μια από τις ξεκαρδιστικότερες παραστάσεις του. Όταν ήρθε η εποχή που ο κινηματογράφος απέκτησε φωνή, ο Μπάστερ Κίτον άρχισε να σιωπά… Αυτός που πρόσφερε τόσα στο σινεμά πέθανε φτωχός και ξεχασμένος.

Ο Μπάστερ Κίτον δεν είναι ούτε ιδιαίτερα γνωστός ούτε ιδιαίτερα αγαπητός στο πλατύ κοινό, παρά την έξω από κάθε αμφισβήτηση αξία του ως του πιο πηγαίου και του πιο κινηματογραφικού κωμικού του κινηματογράφου: η σύγκριση με τον ομότεχνό του Τσάρλι Τσάπλιν απέβαινε σχεδόν σχεδόν πάντα εισ βάρος του, μέχρι το 1960 περίπου, όταν άρχισε μια προσεκτικότερη και συστηματικότερη μελέτη του πρωτότυπου στιλ του και της σύνθετης προβληματικής του – μελέτη που αντέστρεψε την αξιολόγηση: σήμερα σχεδόν κανείς μελετητής του κινηματογράφου δεν αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία του Μπάστερ Κίτον .

Τα βασικά χαρακτηριστικά του κωμικού του Κίτον είναι μια απίστευτης ακρίβειας σύνθετη και πολύπλοκη κίνησή του μέσα σ\’ ένα χώρο αδρανών γεωμετρικών σχημάτων, γεμάτο ετεροκλήσεις, άμορφες και, κυρίως, τυχαίες κινήσεις. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ο Κίτον είναι είδος μανιακού γεωμέτρη που προσπαθεί να επθιβάλει τους νόμους της δικής του πολυδιάστατης γεωμετρίας μέσα στο απειροδιάστατο χάος ππου τον περιβάλλει .

Αμετάθετος στόχος της κίνησης του Κίτον μέσα στο χώρο είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, η κατάργηση των φυσικών νόμων – αλλά οι νόμοι αυτοί τελικά επιβάλλονται, χωρίς ωστόσο να εξουδετερώνουν τον μόνιμα εξεγερμένο κοντό ανθρωπάκο που βγαίνει θριαμβευτής μέσα από κάθε σύγκρουση.

Σε τελική ανάλυση, οι κινήσεις τπθ Κίτον είναι κινήσεις εκκρεμούς που περνάει μόνιμα από μια σταθερή κατάσταση ισορροπίας σε μια πρόσκαιρη κατάσταη ανισορροπίας. Τούτο ακριβώς το συνεχές πέρασμα από την ισορροπία στην ανισορροπία – και αντίστροφα – δημιουργεί στον θεατή μια κατάσταση ευφορίας που καταλήγει σε τρανταχτό γέλιο.

Ένα τέτοιο στιλ μαθηματικού, θα λέγαμε, κωμικού είναι πάρα πολύ απομακρυσμένο τόσο από τον παραδοσιακό ουμανισμό που επικαλείται συνεχώς την συμπάθεια του θεατή για τον “πάσχοντα” κωμικό όσο και από την κοινωνιολογία, την ψυχολογία και, βέβαια, τη μεταφυσική που, που εντούτοις, δεν το εμοδίζει να βάζει σε λειτουργία όλα τα παραπάνω, λειτουργώντας ως καταλύτης.

Όντας πολυεπίπεδο και αρμονικό, το κωμικό του Κίτον είναι, πριν από κάθε τι, όμορφο. Και όπως είναι γνωστό, η ομορφιά, η χάρις και η κομψότητα δύσκολα συμβιβάζονται με το γκροτέσκο και το χιουμοριστικό. Εντούτοις, ο μεγάλος Κίτον παραμένει ξεκαρδιστικά κωμικός παρά την υπέρτατη κομψότητα της κάθε του κίνηση. Κάτι ανάλογο, κανείς κωμικός δεν το πέτυχε ποτέ.

Για να αποφύγει ο Κίτον το γκροτέσκο ή φαρσικό κωμικό που γίνεται φανερό κυρίως με την έκφραση του προσώπου, κρατάει το δικό του πρόσωπο απολύτως ασύσπαστο, αχρηστεύοντας έτσι το βασικότερο “εργαλείο” έκφρασης κάθε ηθοποιού. Τούτη η μαρμάρηνη παγερότητα του προσώπου του ήταν η αιτία να του κολλήσουν εντελώς άστοχα το παρατσούκλι “ο αγέλαστος κωμικός”.

Γιατί αυτός αυτό που θέλει να αποφύγει ο Κίτον, δεν είναι το γέλιο ή το χαμόγελο, αλλά η έκφραση συναισθημάτων – μια έκφραση που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στον ψυχολογισμό, ο οποίος του είναι εντελώς ξένος και άχρηστος.

Ωστόσο, σ\’ αυτό το απόλυτα ασύσπαστο πρόσωπο κινούνται δαιμονικά δύο πελώρια μάτια που, ως περισκόπιο, ερευνούν ακατάπαυστα τον γύρω κόσμο, ο οποίος δεν είναι ούτε εχθρικός ούτε φιλικός. Ή, καλύτερα που είναι και τα δύο, είτε ταυτόχρονα είτε σε μια γρήγορη αλληλοδιαδοχή.

Εδώ ακριβώς έχει την ρίζα του και το περιβόητο “διπλό γκαγκ” του Κίτον, που δεν το πέτυχε τόσο σωστά κανείς άλλος κωμικός και που μοιάζει με τη διπλή του ακροβάτη: το οπτικό κωμικό εύρημα – στην κινηματογραφική ορολογία το λέμε γκαγκ – πριν καν εξαντληθεί, ακολουθείται αλυσιδωτά από έναν δεύτερο, ριζικά διαφορετικής έννοιας από το πρώτο. Έτσι, \’οτι καταστρέφεται στο πρώτο, αποκαθίσταται στο δε\’υτερο – και το αντίστροφο. Έιναι εκπληκτικό να διαπιστώνει κανείς στον Κίτον μια εμπειρική μεν, αλλά τόσο σωστή γνώση βασικών εννοιών της διαλεκτικής

Ο ΚΑΜΕΡΑΜΑΝ ( ελληνικός τίτλος Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ ), ταινία γυρισμένη το 1928, παραμένει μια απάτητη κορυφή του κινηματογραφικού κωμικού. Στη βάση ενός στοιχειώδους θέματος – ένας κοινός φωτογράφος που γίνεται καμεραμάν κατά λάθος, χάρις στον \’ερωτά του για μια γραμματέα κινηματογραφικής εταιρείας -, ο Κίτον στήνει έναν πύργο ιδιοφυών ευρημάτων που διαδέχεατι το ένα τ\’ άλλο με καλπαστικό ρυθμό, και κρατάει το θεατή σε μια κατάσταση συνεχούς ευφορίας: μέχρι που να προλάβει να γελάσει, ένα δεύτερο εύρημα έρχεται να εξουδετερλωσει το πρώτο, ένα τρίτο το δεύτερο και έτσι μέχρι το τέλος. Κι όλα αυτά χωρίς την επικουρία του λόγου και χωρίς την ευκολία της επίκλησης των συναισθημάτων του θεατή, \’οπως στον Τσάπλιν.

Βασίλης Ραφαηλίδης, «Το Βήμα» 23/12/1975

Μπάστερ Κίτον (1895 – 1966)     
Ο Τζόζεφ Φρανκ “Μπάστερ” Κίτον VI (γεννημένος στις 4 Οκτωβρίου 1895) ήταν ένας σπουδαίος κωμικός, γνωστός κυρίως για τις “βωβές” του ταινίες, με το “σήμα κατατεθέν” του να είναι η κωμωδία με κινήσεις του σώματος, διατηρώντας, όμως, μια στωική αγέλαστη έκφραση, κερδίζοντας, έτσι το παρατσούκλι “Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο”. Ο Κίτον γεννήθηκε σε μια “βαριετέ” οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Joseph Hallie Keaton , γέννημα-θρέμμα της επαρχίας Vigo County στην Ιντιάνα. Ο Τζο Κίτον είχε ένα περιπλανώμενο θίασο μαζί με το Χάρρυ Χουντίνι, το Mohawk Indian Medicine Company, που ενώ δινόταν μια παράσταση, πίσω από τη σκηνή πωλούνταν φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. Ο Μπάστερ Κίτον γεννήθηκε στην Πικούα του Κάνσας, τη μικρή πόλη όπου έτυχε να βρίσκεται η μητέρα του, Myra Edith Cutler, την ώρα του τοκετού. Σε ηλικία τριών ετών ο Κίτον μπήκε στο χώρο του θεάματος, παίζοντας με τους γονείς του στους “Τρεις Κίτον” (The Three Keatons). Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1899 στη πόλη Wilmington της πολιτείας Delaware.  

Το Φεβρουάριο του 1917, ο Κίτον συνάντησε το Ρόσκο “Φάττυ” Άρμπακλ στα στούντιο Talmadge στη Νέα Υόρκη, όπου ο Άρμπακλ είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον παραγωγό Τζόζεφ Μ. Σενκ. Ο Τζο Κίτον αποδοκίμαζε τις ταινίες και ο Μπάστερ είχε τις επιφυλάξεις του για το μέσο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης του με τον Άρμπακλ, ζήτησε να δανειστεί μια κάμερα για να μάθει πώς λειτουργεί. Πήρε την κάμερα στην δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενε, την αποσυναρμολόγησε και την επανασυναρμολόγησε. Έχοντας κατανοήσει τη μηχανική του κινηματογράφου, επέστρεψε την επόμενη μέρα, με την κάμερα στο χέρι, ζητώντας δουλειά. Προσελήφθη ως συμπρωταγωνιστής και συντάκτης κωμικών ατακών, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση στην ταινία The Butcher Boy. Ο Κίτον ισχυρίστηκε πως έγινε σύντομα βοηθός σκηνοθέτη του Άρμπακλ και ολόκληρου του τμήματος συγγραφής κωμικών διαλόγων. Ο Κίτον και ο Άρμπακλ έγιναν στενοί φίλοι. Μετά την επιτυχημένη συνεργασία του Κίτον με τον Άρμπακλ, ο Σενκ τού έδωσε μια δική του μονάδα παραγωγής, την Buster Keaton Comedies.  Έκανε μια σειρά από κωμωδίες μικρού μήκους, όπως το
“Μια Εβδομάδα” (One Week,1920),
“Το Θέατρο” (The Playhouse,1921),
“Μπάτσοι” (Cops,1922) και
“The Electric House” (1922).

Βασιζόμενος στην επιτυχία αυτών των ταινιών μικρού μήκους, ο Κίτον μεταπήδησε στις ταινίες μεγάλου μήκους.

Έντουαρντ Σέντγουϊκ  (1889 – 1953) 
Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1889 στο Γκάλβεστον του Τέξας. Και οι δύο του γονείς ήσαν ηθοποιοί. Κατά την παιδική του ηλικία εμφανιζόταν στις παραστάσεις που έδιναν οι γονείς του, παίζοντας ρόλους παιδιών, όπως ήταν φυσικό. Η «καριέρα» του μικρού Έντουαρντ ως ηθοποιού σταμάτησε περίπου στην ηλικία των 7 ετών, όταν οι γονείς του τον έστειλαν στο σχολείο. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο St. Mary του Γκάλβεστον και αργότερα στην Στρατιωτική Ακαδημία του Σαν Αντόνιο. Στην αρχή σκεφτόταν να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα αλλά αργότερα συνειδητοποίησε ότι η στρατιωτική ζωή δεν του πήγαινε καθόλου, έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην υποκριτική, στο θίασο του πατέρα του. Όταν αργότερα ο πατέρας του αρρώστησε, ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο του οικογενειακού θιάσου με μεγάλη επιτυχία. Εκείνα τα χρόνια ο κινηματογράφος άρχισε να αναπτύσσεται, έτσι ο Έντουαρντ άρχισε να εμφανίζεται σε βωβές κωμωδίες μαζί με τις δύο αδελφές του. Από το 1921 άρχισε να σκηνοθετεί: υπήρξε ο σκηνοθέτης πολλών ταινιών με ήρωα τον καουμπόι Τόμ Μίξ, που ήσαν πολύ δημοφιλής περσόνα εκείνη την εποχή. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’20 προσελήφθη από την MGM. Εκεί γνωρίστηκε με τον σπουδαίο κωμικό Μπάστερ Κίτον (έγιναν στενοί φίλοι, κυρίως λόγω της αγάπης αμφοτέρων για το μπέιζμπολ), τον οποίο σκηνοθέτησε σε ταινίες όπως The Cameraman, Spite Marriage, Free and Easy, Dough Boys, Parlor, Bedroom & Bath, Speak Easily, Sidewalks of New York, και What! No Beer?. Από το 1936 ο Σέντγουικ έγινε και παραγωγός των ταινιών του. Την δεκαετία του ’40 δεν είχε πολλές ευκαιρίες να σκηνοθετήσει, αφού τα στούντιο άρχισαν να τον παροπλίζουν. Η πιο ενδιαφέρουσα σκηνοθετική δουλειά του εκείνη την περίοδο ήταν το Air Raid Wardens, με πρωταγωνιστές το κωμικό δίδυμο Λόρελ & Χάρντι (Χονδρός – Λιγνός). Τα επόμενα χρόνια ήταν στο μισθολόγιο των στούντιο χωρίς να σκηνοθετεί, ενώ κάποιες προσπάθειες να ξανασκηνοθετήσει τον – παρηκμασμένο πια – Μπάστερ Κίτον απέβη άκαρπη.   Πέθανε στις 7 Μαρτίου 1953 στο Χόλιγουντ από έμφραγμα.
 

Μαρσελίν Ντέι  (1908 – 2000)
Γεννήθηκε στο Κολοράντο Σπρίνγκς της ομώνυμης πολιτείας των Η.Π.Α. Αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα της μεγαλύτερης αδελφής της Αλίς, η οποία έπαιζε σε βουβές ταινίες. Το 1924 προσελήφθη από τα Keystone Studios και έπαιξε για πρώτη φορά στην ταινία Picking Peaches, σε σκηνοθεσία του Μαξ Σένετ. Στη συνέχεια έπαιξε σε πολλές ταινίες βωβού γουέστερν, δημοφιλές είδος την δεκαετία του ’20, παίζοντας στο πλάι σημαντικών ηθοποιών, όπως ο Lionel Barrymore, John Barrymore, Buster Keaton και Lon Chaney.   Το 1926 έγινε μια από τις 13 WAMPAS Baby Stars (επίλεκτες νέες ηθοποιούς για τα στούντιο), μαζί με ονόματα όπως οι Joan Crawford, Mary Astor, Janet Gaynor και Dolores del Río. Έχοντας ήδη επισκιάσει την αδελφή της, η διετία 1927-28 ήταν η πιο λαμπρή για την καριέρα της, αφού έπαιξε σε δημοφιλείς ταινίες (το 1927 ήταν στο πλάι του Τζον Μπάριμορ στη πομαντική περιπέτεια The Beloved Rogue και μαζί με τον σπουδαίο Λόν Τζάνεϊ στο θρίλερ London After Midnight σε σκηνοθεσία του Τόντ Μπράουνινγκ, ενώ το 1928 έπαιξε με τον Μπάστερ Κίτον στον Κινηματογραφιστή. Όταν ο κινηματογράφος έγινε ομιλών, η καριέρα της Ντέι έσβησε, κυρίως λόγω ενός προβλήματος που είχε στην ομιλία, το οποίο δεν φαινόταν στις βουβές ταινίες. Μετά από κάποιες εμφανίσεις σε δευτεροκλασάτα γουέστερν στη δεκαετία του’30 η καριέρα της σταμάτησε οριστικά. Αν και έκανε δύο γάμους, δεν απέκτησε παιδιά. Πέθανε το 2000 από φυσικά αίτια στην Καλιφόρνια.

«Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ» –  Η.Π.Α .- 1928 – 69\’- Ασπρόμαυρη (Βωβός κινηματογράφος)
Σκηνοθεσία: Έντουαρτ Σέντγουϊκ & Μπάστερ Κίτον                                                                                  

Σενάριο: Κλάιντ Μπρούκμαν & Λιού Λίπτον                                                                                                        Πρωταγωνιστούν: Μπάστερ Κίτον, Μαρσελίν Ντέι, Χάρολντ Γκούντγουϊν.