Η Rosebud.21 παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 11 Αυγούστου 2016 την ταινία Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ (La Vie Tres Privee De Monsieur Sim) του ΜΙΣΕΛ ΛΕΚΛΕΡ. Μια αιχμηρή πανέξυπνη και απολαυστική κωμωδία, βασισμένη στο παγκόσμιο best seller του ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ.

Ο Μάξουελ Σιμ έχει πιάσει πάτο! Ο πατέρας του τον έχει αποκληρώσει, η γυναίκα του τον χώρισε, με την κόρη του δεν μπορεί να συνεννοηθεί, ενώ συνειδητοποιεί ότι παρόλο που έχει 47 φίλους στο Facebook, δεν έχει κανέναν με τον οποίο μπορεί να μοιραστεί το πρόβλημα του.

Κάπου εκεί, δέχεται μια επαγγελματική πρόταση, να γίνει πωλητής και να πρέπει να οδηγήσει κατά μήκος όλη τη νότια Γαλλία.

Με καλή πρόθεση, ανοικτό μυαλό και μια φιλική φωνή στο GPS του αυτοκινήτου, το ταξίδι του Μάξουελ σύντομα θα πάρει μια λάθος στροφή, όχι μόνο αυτή του δρόμου, αλλά και της δικής του προσωπικής «οδύσσειας».

Σκηνοθεσία:  ΜΙΣΕΛ ΛΕΚΛΕΡ

Ηθοποιοί: ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΜΠΑΚΡΙ, ΒΑΛΕΡΙΑ ΓΚΟΛΙΝΟ, ΜΑΤΙΕ ΑΜΑΛΡΙΚ

Διάρκεια: 102 λεπτά

Συνάντηση με τον ΜΙΣΕΛ ΛΕΚΛΕΡ

Πώς ανακαλύψατε το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία;

Η σύντροφός μου Baya Kasmi, με την οποία γράψαμε μαζί το σενάριο, είχε διαβάσει το βιβλίο και μου είπε ότι εντόπισε πολλά στοιχεία του χαρακτήρα μου και εμμονές μου σ’ αυτό. Μου πρότεινε να το διαβάσω, αλλά περνούσα μία δύσκολη φάση κατάθλιψης και επαναπροσδιορισμού. Τελικά, το διάβασα στη Φλορεντία όπου γράφτηκε και το σενάριο. Ταυτίστηκα με τον ήρωα που είχε χάσει τα πάντα και έθετε τα πάντα υπό αμφισβήτηση. Κατάφερα να συναντήσω τον Jonathan Coe και να τον πείσω να δεχθεί τη μεταφορά του μυθιστορήματος στον κινηματογράφο.

Γιατί θέλατε να μεταφέρετε το μυθιστόρημα στον κινηματογράφο;

Με συγκλόνισε ο ήρωας του μυθιστορήματος. Έχει κατάθλιψη, αλλά δεν κλείνεται στον εαυτό του, στρέφεται προς τους άλλους. Επιθυμεί πραγματικά να ζήσει. Είναι ένας “χαρούμενος καταθλιπτικός”, κάτι πολύ σπάνιο. Και το λέει με χαμόγελο, σε όποιον είναι πρόθυμος να το ακούσει. Η ειλικρίνειά του είναι συγκλονιστική. Άλλωστε, το μυθιστόρημα, ξεκινάει σαν κοινωνική κωμωδία και στην πορεία παίρνει σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα για την επιθυμία φυγής. Όλοι θέλουμε να ξεφύγουμε, να αφήσουμε πίσω μας τον πολιτισμό, να έρθουμε αντιμέτωποι με το κενό, τη φύση, το πεπρωμένο μας. Όλοι έχουμε ανάγκη κάτι μεταφυσικό.

Πώς προσεγγίσατε την προσαρμογή;

Προσέγγισα κάποιες σκηνές με χιούμορ, το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει στο μυθιστόρημα. Στην ταινία, ο πρωταγωνιστής είναι λιγότερο μόνος σε σχέση με το βιβλίο όπου, για παράδειγμα, ο διάλογος με το GPS του είναι πιο ανεπτυγμένος. Προτίμησα να αναπτύξω περισσότερο τις σχέσεις του Σιμ με την πρώην γυναίκα του και την κόρη του. Ήθελα, όμως, να διατηρήσω την ευαισθησία του βιβλίου, το κωμικοτραγικό στοιχείο, τον γρίφο. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκει τον εαυτό του, χάνοντας τον δρόμο του.

Είναι ασυνήθιστη πορεία για έναν άνθρωπο τέτοιας ηλικίας. Είναι ένα road movie στον χωροχρόνο.

Είναι ένα μυθιστόρημα δεύτερης ή και τρίτης ευκαιρίας. Έχουμε την εντύπωση ότι η ταινία επικεντρώνεται σε ένα πρόσωπο που νιώθει καλύτερα, ενώ έχει περάσει από διάφορες δύσκολες καταστάσεις. Ποτέ δεν είναι αργά να απαλλαγεί κανείς από τις οικογενειακές νευρώσεις. Ο Σιμ έχει μεγάλη δυσκολία να επικοινωνήσει με τον πατέρα του. Οι λόγοι μάς φανερώνονται σιγά σιγά. Αυτό είναι και το κλειδί της ιστορίας, που μιλάει για μυστικά, για οικογενειακά λάθη, τα οποία ο Σιμ καταφέρνει να μην αναπαράγει. Επομένως, σε κάθε ηλικία μπορούμε να απελευθερωθούμε από το ανεξήγητο βάρος που κουβαλάμε στην πλάτη μας. Ο Σιμ επιλέγει να μην ακολουθήσει το GPS  της ζωής του, και με αυτή του την απόφαση, βρίσκει τον δρόμο του.

Χρησιμοποιείτε πολλά εργαλεία επικοινωνίας της σύγχρονης κοινωνίας.

Η ταινία μιλάει και για τη σύγχρονη μοναξιά, κι αυτό έχει πολιτικές διαστάσεις. Ο Σιμ χρησιμοποιεί τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Μιλάει στο Facebook, στο Skype, είναι συνέχεια συνδεδεμένος. Ζούμε σε μια εποχή με άπειρα μέσα επικοινωνίας, και παραδόξως, φαίνεται ότι αυτό ευνοεί την απομόνωση των ανθρώπων. Ο πρωταγωνιστής είναι απέραντα μόνος, σαν τον θαλασσοπόρο στη μέση του ωκεανού, ο οποίος δεν είχε κανένα μέσο επικοινωνίας. Ζούμε όλοι σε έναν ωκεανό επικοινωνίας, αλλά βρισκόμαστε μόνοι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μας.

Έπειτα, είναι και η εμμονή με τις μάρκες. Ο Σιμ νιώθει ασφάλεια να βρίσκει τις ίδιες μάρκες όπου κι αν πάει, το ίδιο μενού στις αλυσίδες εστιατορίων, το ίδιο δωμάτιο στις αλυσίδες ξενοδοχείων. Αυτή η ομοιομορφία, όμως, προκαλεί άγχος, νιώθουμε ότι ζούμε σε μια ανοιχτή φυλακή, ότι βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος, όσα χιλιόμετρα κι αν διανύσουμε. Ο κόσμος μοιάζει με ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο.

Πώς επιλέξατε τον Jean-Pierre Bacri για τον πρωταγωνιστικό ρόλο;

Όταν γράφω ένα σενάριο, δεν έχω κάποιον ηθοποιό στο μυαλό μου, γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος αυτός ο ηθοποιός να αρνηθεί, και είναι δύσκολο εκ των υστέρων να βρεις άλλον.

Λατρεύω τον Jean-Pierre. Έχει μία λεπτότητα, μία ευαισθησία. Όσο γερνάει, τόσο περισσότερο διακρίνουμε το παραμικρό συναίσθημα στο πρόσωπό του. Η ταινία ξεκινάει με τον Bacri όπως τον έχουμε συνηθίσει και καταλήγει σε έναν ευαίσθητο, ευάλωτο χαρακτήρα. Ο Σιμ είναι στην κόψη του ξυραφιού, στα όρια της λογικής, και νομίζω πως ο Jean-Pierre το έψαξε πολύ για να παίξει κάποιες σκηνές. Για μένα, η ταινία είναι ένα ντοκιμαντέρ για το πρόσωπο του Jean-Pierre Bacri και χάρηκα πολύ που το γύρισα.

Ο Jean-Pierre Bacri δίνει μεγάλη σημασία στο κείμενο. Και μόλις νιώθει ασφάλεια, είναι ικανός να φτάσει στα άκρα. Δεν ήταν εύκολο να παίξει με ένα GPS, να συνομιλεί με ένα μηχάνημα και να έχουμε την εντύπωση ότι μιλάει με άνθρωπο.

Συνάντηση με τον ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΜΠΑΚΡΙ

Γιατί επιλέξατε να συμμετάσχετε στην ταινία;

Ως σεναριογράφος και ηθοποιός, δίνω μεγάλη σημασία στο σενάριο. Όσοι σπουδαίοι ηθοποιοί κι αν συμμετέχουν, αν δεν με πείθει το σενάριο, δεν συμμετέχω. Η φήμη του σκηνοθέτη δεν επηρεάζει σε καμία περίπτωση την απόφασή μου. Μένω κολλημένος στο κείμενο και τους διαλόγους. Στην ταινία “Ο Ιδιωτικός Βίος του Μάξουελ Σιμ”, με συγκίνησε που μου εμπιστεύτηκαν αυτόν τον υπέροχο ρόλο. Η ιστορία αυτού του ανθρώπου με συγκίνησε, γιατί αντηχεί την μοναξιά του καθενός. Κάνει τα πάντα για να βρει ενδιαφέρον στην ύπαρξή του και κίνητρο για να ζήσει. Προσπαθεί να δημιουργήσει δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους με ειλικρίνεια και ελπίδα. Η ζωή του τον έχει προσπεράσει, αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει.

Έχετε διαβάσει το βιβλίο;

Επειδή είμαι και σεναριογράφος, δεν ήθελα να διαβάσω το βιβλίο, μόνο το σενάριο. Αλλιώς θα είχα χίλια ερωτήματα, “Γιατί δεν κράτησε αυτό;” κλπ. Αλλά ορκίστηκα ότι θα το διαβάσω τώρα! Ήθελα να ανακαλύψω τον συγγραφέα Jonathan Coe. Το “Σαν τη βροχή πριν πέσει” μου άρεσε πολύ!

Έχετε υποδυθεί κι άλλες φορές τον καταθλιπτικό. Τι διαφοροποιεί τον Σιμ από τους άλλους;

Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνειά του, ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζει τους ανθρώπους. Δεν έχει καμία σχέση με τους καταθλιπτικούς που μένουν κλεισμένοι στο σπίτι τους. Ο Σιμ είναι άλλου είδους καταθλιπτικός. Ένας χαρούμενος καταθλιπτικός.

Γιατί, όμως, είναι σκληρός με τον εαυτό του;

Όταν περνάς κατάθλιψη, συχνά υποτιμάς τον εαυτό σου. Είναι ανθρώπινο να νιώθεις ένα τίποτα και βαρετός. Άλλωστε, μας συγκινούν περισσότεροι οι άνθρωποι που είναι σκληροί με τον εαυτό τους, παρά οι υπερόπτες. Νομίζω πως έχουμε ανάγκη το βλέμμα του άλλου για να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας. Χωρίς το καλοπροαίρετο βλέμμα των άλλων, δεν είμαστε παρά ένα μεταφυσικό ερώτημα, χωρίς ελπίδα. Ευτυχώς που δεν είμαστε μόνοι!

Ο Σιμ εξελίσσεται και αμφισβητεί τον εαυτό του σε μία ηλικία όπου συνήθως είμαστε κατασταλαγμένοι.

Αυτό με συγκλόνισε. Ο Μάξουελ Σιμ είναι σε μια ηλικία όπου μπορεί ακόμα να ξαναρχίσει τη ζωή του. Σκέφτηκα ότι μπορεί να συμβεί και σε μένα!

Πώς ήταν η εμπειρία να παίζεις με ένα GPS;

Συνήθως, μου έδινε την ατάκα ο Michel. Η σκηνή με την ερωτική εξομολόγηση στο GPS ήταν πολύ δύσκολη. Έπρεπε να ξεχάσω ότι είναι GPS. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι μιλούσα σε μια γυναίκα.

Συνάντηση με τον ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ

Πώς εμπνευστήκατε αυτό το βιβλίο;

Το 2007, αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο με GPS. Tην ίδια χρονιά, επισκέφθηκα την Αυστραλία και είδα μια Κινέζα να παίζει χαρτιά με την κόρη της σε ένα εστιατόριο. Αυτά τα δύο γεγονότα, άσχετα μεταξύ τους, με έκαναν να θέλω να γράψω για τη μοναξιά και την οικειότητα στην εποχή μας που καθορίζεται από τις νέες τεχνολογίες.

Γιατί ο Σιμ έχει τόση ανάγκη να έρθει σε επαφή με τους άλλους;

Επειδή νιώθει μόνος. Στην αρχή του βιβλίου και της ταινίας, βγαίνει από μία κατάθλιψη εξαιτίας ενός αποτυχημένου γάμου. Θέλει πάση θυσία να δημιουργήσει σχέσεις με ανθρώπους, αλλά δεν ξέρει πώς να φερθεί. Ποτέ δεν ήξερε.

Σκεφτήκατε να συμμετάσχετε στη συγγραφή του σεναρίου με τον Michel και την Baya;

Όχι, γιατί ήμουν πολύ απασχολημένος να τελειώσω το βιβλίο μου “Expo 58” και να αρχίσω το επόμενο, το “Αριθμός 11”. Ωστόσο, συναντηθήκαμε στη Φλορεντία, μιλήσαμε για το σενάριο και κατάλαβα πως πρόθεσή τους ήταν να μείνουν πιστοί στο βιβλίο. Έτσι δέχτηκα.

Πώς σας φάνηκε η ταινία;

Νομίζω πως ο Michel δεν απομακρύνθηκε από το πνεύμα του βιβλίο. Και η προσαρμογή του σεναρίου ήταν αρκετά πιστή. Η μόνη μεγάλη ελευθερία που πήρε ήταν το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, όπου ανακαλύπτουμε ότι ο Μάξουελ Σιμ είναι προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα. Αλλά μου είχε πει ότι δεν μπορεί να το μεταφέρει στον κινηματογράφο και συμφώνησα.

Πιστεύω ότι η ταινία αποκτάει μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς εξελίσσεται, με τα flash-back που είναι πολύ σημαντικά. Οι σκηνές με τους εφήβους στις διακοπές και με το Παρίσι τη δεκαετία του ’50 είναι οι αγαπημένες μου.