Δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία οι εκδόσεις Κίχλη εξέδωσαν εκ νέου το βιβλίο του Γιώργου Αριστηνού «Ο δολοφόνος» σε μια καλαίσθητη έκδοση. Η ιδιαιτερότητα στον δολοφόνο του Αριστηνού έγκειται στο γεγονός ότι τα κίνητρα των κατά συρροή φόνων που διαπράττει δεν είναι σαφή. Για τον ίδιο η δολοφονία είναι «η ύψιστη αρετή», μια αποκατάσταση των κακώς κειμένων που ο ίδιος οφείλει πρωτίστως στον εαυτό του. Ως εκ τούτου είναι τοποθετημένη πολύ ψηλά στον ηθικό κώδικα των αξιών του και για τον λόγο αυτό απόλυτα δικαιολογημένη.

Ο δολοφόνος του Αριστηνού είναι ένας άνθρωπος, διανοούμενος, ευπατρίδης, αλκοολικός όμως. Σκοτώνει τέσσερις γυναίκες επειδή είτε προσβάλλουν την αισθητική του είτε τον ναρκισσισμό του και αυτό το γεγονός από μόνο του δηλώνει τη δική του θέση απέναντι στον άνθρωπο. Βαθιά μοναχικός και υπαρξιακά αυτοκαταστροφικός με τη συνείδησή του να μην αποδέχεται κάθε παρέκκλιση των δικών του πιστεύω. Έμπλεος αρνητικών συναισθημάτων με τεράστιες ψυχολογικές διακυμάνσεις που περνούν από τον πόνο και τη θλίψη ως το μίσος και την καταστροφή, σε όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας πυροδοτείται εντός του μια διάττορη υπαρξιακή ανησυχία από την οποία δε θα μπορέσει να ξεφύγει.

Ο Μάρκος είναι ένας ναρκισσιστής. Η ομορφιά ολόγυρά του βρίσκεται εκεί όπου ο ίδιος μπορεί να κοιτάξει. Στην επιφάνεια και όχι στο βάθος των πραγμάτων γι’ αυτό τον λόγο και αδιαφορεί για τα πραγματικά προβλήματα. Η παραμικρή λοξοδρόμηση από ό,τι ο ίδιος πιστεύει είναι αρκετή για να προκαλέσει τη μήνι του. Γράφει χαρακτηριστικά:  «Όλα υπόκεινται σε μία τάξη, όχι την τάξη του Θεού, αλλά μιας αυθεντίας που σε σπρώχνει στην εκστατική εμπειρία του θανάτου, στον παραληρηματικό ίλιγγο, τη μυστική αποκάλυψη του κακού». Είναι συγκλονιστική η στιγμή που βλέπει στο σώμα μιας γυναίκας μια ελιά που για εκείνον η ύπαρξή της διασαλεύει την αρμονία και την τάξη, γι’ αυτό και: «ένα λάθος της φύσης, αυτή η ελιά πρέπει να αφανιστεί στο όνομα της προκατεστημένης αρμονίας».

Ο συγγραφέας δημιουργεί έναν ντοστογιεφσκικού τύπου αντιήρωα, ο οποίος, αν και είναι ένας μηδενιστής, επί της ουσίας αυτό που θέλει να πατάξει είναι κάθε τι που αντιβαίνει στην προσωπική του αισθητική. Και τίποτα δεν είναι αρκετό να κάμψει την άποψή του αυτή και τη θέση του για το κακό. «Να μην τσαλακώνεις την αξιοπρέπειά σου, όποιες τέλος πάντων αξίες σού επέβαλλε μια ορισμένη ηθική αβελτηρία», λέει ο ίδιος.

Οι αναφορές του στη λογοτεχνία και η χρήση του μυθιστορήματος αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις ψυχολογικές ταλαντεύσεις του ήρωα και την προσπάθεια του συγγραφέα να αναδείξει στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο σε πλήρη σύγχυση, οχυρωμένο πίσω από το οχυρό του αλκοολισμού, με ταραχώδεις πλευρές στον χαρακτήρα του και μια εντελώς εστέτ στάση στη ζωή που κυμαίνεται από τη βαθιά θλίψη στην ευφορία και το αντίστροφο σε μια πορεία συνεχούς προσωπικής αποδόμησης.

Σημαντικός είναι και ο φιλοσοφικός στοχασμός του συγγραφέα που ξεδιπλώνεται και διέπει όλο το μυθιστόρημα, όπως επίσης και η οικονομία του λόγου του. Τόσο το σημείωμά του στο τέλος του έργου όσο και τα εξαιρετικά επίμετρα των Ηλία Γιούρη, Άρη Μαραγκόπουλου και Αριστοτέλη Σαΐνη δηλώνουν την ουσιαστική ερμηνεία ενός νεωτερικού μυθιστορήματος, το οποίο σκιαγραφεί τη μορφή ενός κλασικού δολοφόνου.


Διαβάστε επίσης:

Ο δολοφόνος – Γιώργος Αριστηνός