Όταν ο Μαιγκρέ, ξεφυσώντας κουρασμένος, έσπρωξε την καρέκλα προς τα πίσω, απομακρύνοντάς την απ’ το γραφείο όπου καθόταν με τους αγκώνες ακουμπισμένους πάνω, είχαν περάσει ακριβώς δεκαεπτά ώρες απ’τή στιγμή που άρχισε την ανάκριση του Καρλ Άντερσεν. […] Δεκαεπτά ώρες εξαντλητικής ανάκρισης! Πριν ξεκινήσει, είχαν βγάλει απ’τά παπούτσια τού άνδρα τα κορδόνια, το ψεύτικο κολάρο του πουκαμίσου, τη γραβάτα του, και του είχαν αδειάσει τις τσέπες. […]

Και τώρα ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν! Ο Μαιγκρέ, ανασηκώνοντας τους ώμους, έψαξε να βρει μια κρύα πίπα στο συρτάρι του, σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Ίσως αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο να μην ήταν η σωματική και πνευματική αντίσταση του άνδρα, αλλά η απίστευτη κομψότητα, η αρχοντική στάση που διατήρησε μέχρι τέλους. […]

Ένα σταυροδρόμι σε μια ερημική περιοχή, μια-δυό ώρες από το Παρίσι. Δύο επαύλεις, ένα βενζινάδικο, ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Αυτοκίνητα και φορτηγά περνούν απ’ το σταυροδρόμι νύχτα-μέρα, συχνά μεταφέροντας ύποπτα προϊόντα. Και οι φόνοι, αλλόκοτα σκηνοθετημένοι, αρχίζουν. Ο μεσόκοπος επιθεωρητής Μαιγκρέ παρουσιάζεται σε μια από τις πρώτες σπουδαίες υποθέσεις του.

Βιβλίο γραμμένο τον Απρίλιο του 1931, χρονιά ορόσημο για το συγγραφικό ξεκίνημα του Σιμενόν με απανωτά αριστουργήματα, από τα καλύτερα της καριέρας του. Το βιβλίο γυρίστηκε σε ταινία από τον περίφημο Jean Renoir του Κανόνα του παιχνιδιού και κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά.

Για τον Σιμενόν, ο ηθοποιός Pierre Renoir ήταν και θα παρέμενε ο καλύτερος επιθεωρητής Μαιγκρέ στον κινηματογράφο.

Μετά από πληθώρα λαϊκών, ερωτικών και περιπετειωδών μυθιστορημάτων, που ο Σιμενόν τα υπέγραφε με δεκαπέντε διαφορετικά ψευδώνυμα, ο συγγραφέας σχολιάζει για την περίοδο που άρχισε να υπογράφει πλέον με το επίσημο όνομά του τα βιβλία του: «Δεν το έκανα ακριβώς από διάθεση και επιλογή. […] Ταξίδεψα για τρία χρόνια με το ιστιοφόρο μου και όταν επέστρεψα έδωσα μορφή στη δομή των αστυνομικών μυθιστορημάτων που λανσάρισα έκτοτε».

Είχε μαζευτεί μια μικρή ομάδα στον κήπο:

Ο Μαιγκρέ, ο Λυκάς, δυό αστυνόμοι, που κοιτούσαν τον ασφαλιστή με το γρονθοκοπημένο πρόσωπο και την Έλσε που, όσο μιλούσε, προσπαθούσε να σουλουπώσει την εξωτερική της εμφάνιση. Ήταν δύσκολο να εξηγήσεις γιατί η όλη σκηνή δεν έδειχνε τραγική. Ίσως αυτό το ακαθόριστο χάραμα να έπαιζε κάποιο ρόλο; Μπορεί και η κούραση του καθενός, ή ακόμη και η πείνα;

Ζωρζ Σιμενόν

Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το 1921: Au pont des Arches, petite histoire liégeoise. Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη ζωγράφο σύζυγό του στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε συνέχειες, κάθε λογοτεχνικού είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933 δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήματά του, πάνω από χίλιες ιστορίες και απειράριθμα άρθρα του. Το 1929 ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο Μαιγκρέ: Πιέτρ ο Λετονός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το 1931 και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής.

Ο Σιμενόν έγραψε συνολικά εβδομήντα δύο περιπέτειες με τον Μαιγκρέ (καθώς και πολλές συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον τελευταίο Μαιγκρέ το 1972, Ο Μαιγκρέ και ο κύριος Σαρλ). Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να γράφει αυτά που ονόμαζε «μυθιστορήματα-μυθιστορήματα» ή «σκληρά μυθιστορήματα»: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από το Ξενοδοχείο της Αλσατίας (1931) μέχρι τους Αθώους (1972), με πιο γνωστά τα έργα Το σπίτι στο κανάλι (1933), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938 – Άγρα, 2004), Ο δήμαρχος της Φυρν (1939), Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940 – Άγρα, 2011), Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946 – Άγρα, 2007), Γράμμα στον δικαστή μου (1947 – Άγρα, 2021), Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948 – Άγρα, 2011), Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ (1956 – Άγρα, 2009), Η φυγή του κυρίου Μοντ (1945 – Άγρα, 2012), Ο θάνατος της Μπελλ (1952 – Άγρα, 2012), Ο Γάτος (1967 – Άγρα, 2010), Σεληνιασμός (1933 – Άγρα, 2013), Στριπτήζ (1958 – Άγρα, 2015), Ο άνθρωπος από το Λονδίνο (1933 – Άγρα, 2014), Μπέττυ (1961 – Άγρα, 2016), Οι δαίμονες του πιλοποιού (1949 – Άγρα, 2019) κ.ά. Παράλληλα με αυτή την εντατική λογοτεχνική δραστηριότητα, ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαντέ.

Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία. Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο. Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου αφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσι δύο Υπαγορεύσεις του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματά του Mémoires intimes (1981). Πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.