Ο Ντέηβιντ Φόστερ Γουάλας γεννήθηκε το 1962. Ύστερα από τρείς νουβέλες, τρείς συλλογές διηγημάτων και κάμποσες συλλογές δοκιμίων …

Του Γιάννη Γαλιάτσου

και άρθρων, κρεμάστηκε, σπίτι του, το 2008.

Ο Γουάλας θεωρείται άξιο μέλος της οικογένειας των Μεγάλων Αμερικανών Μεταμοντέρνων, συνεχίζοντας την (αντι)παράδοση των Gaddis, DeLillo και Pynchon και εξερευνώντας τις πιο σύγχρονες (αλλά και καθημερινές) εκδοχές του αμερικάνικου νευρωτικού ψυχισμού.

Η συλλογή “Αμερικάνικη Λήθη” είναι το τελευταίο δείγμα πεζογραφίας του που εκδόθηκε όσο ακόμα ζούσε. Αποτελείται από οχτώ ιστορίες. Όλες, ανεξαρτήτως αφηγητή, είναι γραμμένες με το ιδιαίτερο στυλ του Γουάλας: τον λαβυρινθώδη λόγο με τις τεράστιες περιόδους, την σπάνια χρήση της τελείας, τις άπειρες δευτερεύουσες προτάσεις και το εξεζητημένο λεξιλόγιο.

Τα θέματα των ιστοριών, όσο διαφορετικά κι αν είναι κατ\\’επίφαση, έχουν έναν κοινό τόπο: τη συνειδητότητα, το πόσο μπορεί να υποφέρει ένας ψυχισμός απ\\’την ίδια τη συνείδηση του εαυτού του, καθώς και το βάθος στο οποίο μπορεί να φτάσει η αυτο-παρατήρηση, σε σημείο τρέλας, ή πλήρους διάλυσης του εγώ.

Ξεχωρίζω τις ιστορίες “Η Ψυχή δεν είναι Σιδεράδικο” και “Μετεμψυχώσεις Καμένων Παιδιών”.

Στην πρώτη, η αφήγηση κινείται σε δύο παράλληλα επίπεδα: το ένα μέσα στην τάξη ενός σχολείου, όπου ο καθηγητής σταδιακά χάνει τα λογικά του, και το άλλο στις ονειροπωλήσεις ενός παιδιού με διαταραχή ελλειματικής προσοχής. Το παιδί φαντάζεται γεγονότα να εκτυλίσσονται έξω απ\\’το παράθυρο του σχολείου, τα οποία παρεμβάλει συνεχώς στην ροή της αφήγησης του “τι όντως συνέβη”. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα κωμικοτραγικό.

Στη δεύτερη (και συντομότερη) ιστορία της συλλογής, ένας πατέρας προσπαθεί να σώσει το παιδί του από τα εγκαύματα. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια και σχεδόν αφασία που προκαλεί ένα γεγονός τέτοιας παράλογης βιαιότητας αποδίδεται με τον χειμαρρώδη λόγο του Γουάλας ο οποίος εδώ (σε αντίθεση, πιστεύω, με τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής) εξυπηρετεί τέλεια το περιεχόμενο της ιστορίας.

Συγχαρητήρια, τέλος, πρέπει να δοθούν στον μεταφραστή Γιάννο Πολυκανδριώτη – διαβάζοντας παράλληλα και το πρωτότυπο, εντυπωσιαζόμουν διαρκώς από την ακρίβεια και την πιστότητα που πέτυχε σε μια τόσο δύστροπη γλώσσα.