Η τριετής συνεργασία μεταξύ του Οργανισμού ΝΕΟΝ και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία έχει σκοπό να εξερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες και την όπερα, άνοιξε για το κοινό με μια εντυπωσιακή, ανατρεπτική εγκατάσταση, δομικά μέρη της οποίας αποτέλεσαν τα έργα των Μάλερ και Κούρταγκ, τα δεκάδες κοστούμια από το βεστιάριο της ΕΛΣ, το ηχητικό περιβάλλον, η Ορχήστρα της ΕΛΣ, οι ερμηνευτές, οι χώροι της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος και η σύμπραξη του κοινού ως ενεργού συμμετέχοντα.

Ο Νίκος Ναυρίδης στοχάστηκε πάνω στην ιδέα της σκηνής ως μέσου εκτέλεσης, του σώματος ως διάμεσου ανάμεσα στον ήχο και τη μουσική, αλλά και στον ρόλο του κοστουμιού της όπερας ως άδειου σώματος, που χρησιμοποιείται επί σειρά ετών σε διάφορες παραγωγές.

Στο πρώτο μέρος της παρουσίασης, το κοινό οδηγήθηκε, ανά ομάδες, από τα παρασκήνια πάνω στη σκηνή όπου είχε στηθεί και η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Ζιάβρα. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά του Μάλερ, το κοινό παρακολούθησε από τη σκηνή, μια ανατρεπτική χορογραφημένη περφόρμανς που έλαβε χώρα στην πλατεία του θεάτρου, κατά την οποία 40 περφόρμερς τοποθέτησαν δεκάδες κοστούμια στις θέσεις των θεατών. Μετά το τέλος του έργου, το κοινό οδηγήθηκε στην πλατεία και έλαβε τις θέσεις του ανάμεσα στα άδεια κοστούμια, τα οποία ο Ναυρίδης χειρίστηκε ως άπνοες οντότητες προσδίδοντας τους έναν τρισδιάστατο και πνευματικό χαρακτήρα. Από τις θέσεις αυτές το κοινό παρακολούθησε την ερμηνεία του έργου Quasi una fantasia του Τζαιρτζ Κούρταγκ.

Σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα απόλυτης ησυχίας, όπου η αμηχανία εναλλασσόταν με την ενεργή συμμετοχή, μοιάζει να βρήκε το στόχο της η επιθυμία του Ναυρίδη, όπως την κατέγραψε στο σημείωμα του: «Θα ήθελα όσο διαρκεί το Noli me Tangere, το θέατρο να γίνεται αντιληπτό σαν μοναδικός τόπος αντιπαράθεσης του κοινού με το σώμα του. Το θέατρο σαν συλλογική παράθεση εαυτών».

Για την Εθνική Λυρική Σκηνή και τον ΝΕΟΝ, η πρώτη ανάθεση του προγράμματος The Artist on the Composer πέτυχε τον στόχο της και κατάφερε να δημιουργήσει μια νέα παραστατική γλώσσα, ανοίγοντας έναν δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στη μουσική και τα εικαστικά και παρουσιάζοντας μια πρωτόγνωρη χρήση μιας αίθουσας όπερας.

Οι επόμενες παρουσιάσεις του The Artist on the Composer είναι στις 3 και 10 Φεβρουαρίου. Επιμέλεια: Ελίνα Κουντούρη, Διευθύντρια του ΝΕΟΝ και Γιώργος Κουμεντάκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Το πρόγραμμα The Artist on The Composer είναι μια συνεργασία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του ΝΕΟΝ, και επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ εικαστικών τεχνών και όπερας, διασυνδέοντας πρωτοπόρους σύγχρονους καλλιτέχνες με τη ζωντανή εκτέλεση ορχηστρικής μουσικής.

Η πρώτη δράση του προγράμματος για το 2019 είναι η ανάθεση στον καλλιτέχνη Νίκο Ναυρίδη. Ο Ναυρίδης δημιουργεί ένα έργο όπου συνεργάζονται μουσικοί, χορογράφοι και περφόρμερ, και αποδομεί τις οπερατικές αρχές ενός κλασικού μουσικού θεάματος.

Ο Ναυρίδης στοχάζεται πάνω στην ιδέα της σκηνής ως μέσου εκτέλεσης, του σώματος ως διάμεσου ανάμεσα στον ήχο και τον χώρο και τη μουσική των κλασικών συνθετών Γκούσταφ Μάλερ και Ζαιρζ Κούρταγκ. Αποτίνει φόρο τιμής στους συντελεστές της όπερας, τους παραγωγούς της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, τους κλασικούς συνθέτες και τους σχεδιαστές κοστουμιών, προσφέροντας ένα νέο αφήγημα πάνω στο ρόλο του κοστουμιού ως άδειου σώματος που φοριέται πολλαπλά επί σειρά ετών σε διαφορετικές παραγωγές.

Ο τίτλος του έργου Noli me Tangere (μη μου άπτου), λατινική απόδοση της φράσης που είπε ο Ιησούς στη Μαρία Μαγδαληνή μετά την Ανάσταση (σύμφωνα με το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, 20:17) και κοινό θέμα στη θρησκευτική εικονογραφία, αντανακλά την ενασχόληση του Ναυρίδη με την πίστη και το δυναμικό της ως πράξη ακρόασης, ενθύμησης και ίασης. Ο Ναυρίδης ενσωματώνει τη δική του προσωπική πίστη στην ανθρώπινη τροχιά.

Όπως σημειώνει ο ίδιος, «Πάντα έβρισκα ενδιαφέρον στις κατασκευές, να κατασκευάζω ενδιάμεσους χώρους και να παρατηρώ από εκεί τον κόσμο. Χώρους εσωτερικούς, και το Noli me Tangere είναι μια εγκατάσταση που αναπτύσσεται σε όλο το θέατρο της Λυρικής Σκηνής. Θα ήθελα όσο διαρκεί το Noli me Tangere, το θέατρο να γίνεται αντιληπτό σαν μοναδικός τόπος αντιπαράθεσης του κοινού με το σώμα του. Το θέατρο σαν συλλογική παράθεση εαυτών».

Το έργο του Ναυρίδη “συνομιλεί” με την ζωντανή εκτέλεση δύο έργων των Μάλερ και Κούρταγκ, η γραφή και η μουσική αντίληψη των οποίων μοιάζει συγγενική, παρά το γεγονός ότι γράφτηκαν με διαφορά σχεδόν ενός αιώνα. Πρόκειται για τα έργα:

Τζαιρζ Κούρταγκ, …Quasi una fantasia… (1988)

για πιάνο και ομάδες οργάνων διασκορπισμένες στον χώρο

Τα μέρη: Introduzione / Presto minaccioso e lamentoso (wie ein Traumeswirren) / Recitativo: grave disperato / Aria – Adagio molto

Γκούσταφ Μάλερ, Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά (1904)

  1. Τώρα θέλει ο ήλιος να ανατείλει τόσο λαμπερός
  2. Τώρα βλέπω καθαρά, γιατί τόσο σκοτεινές φλόγες
  3. Όταν η μανούλα σου
  4. Σκέφτομαι συχνά, πως βγήκαν μονάχα έξω
  5. Με αυτό τον καιρό

Στο Quasi una fantasia, ο εύθραυστος χαρακτήρας της σύντομης εισαγωγής προσδιορίζεται από την απλή καθοδική γραμμή του πιάνου και την διακριτική συμβολή των άλλων οργάνων. Ο στροβιλισμός που δημιουργούν οι ταχείες κατακερματισμένες δηλώσεις του δεύτερου μέρους διακόπτονται βίαια από τις ιδιαίτερα ηχηρές τελετουργικές διατυπώσεις χάλκινων κρουστών στο τρίτο μέρος.

Τα Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά, γραμμένα για χαμηλή φωνή, μεσόφωνο ή βαρύτονο, είναι χαρακτηριστικά του ύστερου ρομαντικού ύφους του Μάλερ και αποδίδουν με συναισθηματική αμεσότητα τον ανθρώπινο πόνο, όπως πηγάζει από την ζοφερή και τραγική ατμόσφαιρα των στίχων του Ρύκερτ.


Διαβάστε επίσης:

The artist on the composer: Ο εικαστικός Νίκος Ναυρίδης στην Εθνική Λυρική Σκηνή