Φωτογραφίζοντας το σεσημασμένο δέρας της ύπαρξης *

…Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας…

Ανδρέας Εμπειρίκος, (Τριαντάφυλλα στο παράθυρο), Υψικάμινος, 1935 (απόσπασμα)

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…

Τάσος Λειβαδίτης, Δραπετσώνα, 1961 (απόσπασμα) *

Είναι άραγε χωρίς λογικό ειρμό και αναπτύσσονται πράγματι «εκτός των συνειδητών ορίων» οι υπερρεαλιστικοί στίχοι του Εμπειρίκου; Είναι μήπως κλισέ οι στίχοι ενός από τα εμβληματικότερα λαϊκά τραγούδια του Μίκη ή εκτός τόπου και χρόνου η στερημένη από κάθε νεολογικό ρομαντισμό αναφορά στη γένεση μιας χειροποίητης τενεκεδένιας προσφυγικής γειτονιάς που θεμελιώθηκε και προσδιορίστηκε εκατό χρόνια πριν από το βιομηχανικό κέλυφος των «Λιπασμάτων»;

Με τη σπουδαία ενότητα φωτογραφιών του που τόσο εύστοχα τιτλοφορείται «Στο περιθ[Ο]ριο», ο Νίκος Λεοντόπουλος ανασυντάσσει τα ίχνη και χαράσσει τα όρια της μιας ιστορικής, κοινωνιολογικής και αισθητικής αναζήτησης του δυστοπικού τοπίου των Λιπασμάτων εξαρχής.

Σήμερα, και αφότου κάποια ακόμη σενάρια αξιοποίησης μοιάζουν επίσης να έχουν ξεχαστεί, τα «Λιπάσματα» παραμένουν ένα έρημο παραθαλάσσιο μέτωπο με συνταρακτικό σκηνικό πεδίο θέασης και ανάκλησης του παρελθόντος, με διακεκομμένο θερινό λειτουργικό παρόν εναλλακτικού πολυχώρου και με άγνωστο μέλλον.

Η συναρπαστική φωτογράφιση του Νίκου Λεοντόπουλου στα κατεστραμμένα κτίρια που όπως ο ίδιος λέει «σκοτώνουμε όταν γερνούν», πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια πριν, ενώ ολοκληρώθηκε λίγο προτού απαγορευτεί η είσοδος στις εγκαταστάσεις.

Στο απόκοσμο ετούτο τοπίο που αποτυπώνεται μοναδικά, ανάμεσα στα ξερά χόρτα και το χώμα, στέκουν ορθοί οι συνταρακτικοί ετούτοι ερειπιώνες που υπήρξαν κάποτε κυψέλες μόχθου και φθηνής ανθρώπινης ζωής. Όγκοι και πλέγματα μετάλλων, τοίχοι γυμνοί, δοκοί, καμίνια και αποτυπώματα μηχανημάτων που εξαφανίστηκαν διαδοχικά σε κατά συρροήν πλιάτσικα, λοφίσκοι πέτρας και αμήχανα γρανάζια ή εγκόλπια στάχτης και σκουριάς, διασώζονται από τη λήθη τους και αναδεικνύονται με ευγενή ενδελέχεια, μα χωρίς ποτέ να εξωραΐζονται από τον φακό.

Απόσπασμα του κειμένου της Ίριδος Κρητικού