Φως και γεύσεις από Κυκλάδες φέρνει στην καρδιά της Αθήνας το νέο Cycladic Café του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Ένα μοναδικό σημείο συνάντησης πολιτισμού μέσα στους καθημερινούς ρυθμούς της πόλης, που συνδυάζει τις λιτές κυκλαδικές γραμμές με αυθεντικές κυκλαδικές γεύσεις.

Ο  σύγχρονος σχεδιασμός του νέου Cycladic Café έγινε από το βραβευμένο αρχιτεκτονικό γραφείο Kois Associated Architects με πηγή έμπνευσης τη συλλογή της Κυκλαδικής Τέχνης του Μουσείου.

Κατά την είσοδο στο Café, φως και βλάστηση ξαφνιάζουν απρόσμενα το βλέμμα, προσφέροντας την αίσθηση ενός κήπου μέσα στην πόλη. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η λιτότητα, η αφαίρεση, το μέτρο και η αρμονία. Το υποβλητικό αέρινο στέγαστρο-γλυπτό του Στέλιου Κόη, σήμα κατατεθέν του νέου Cycladic Café,  δημιουργεί διακριτικές φωτοσκιάσεις ενώ το φυσικό φως που διαχέεται στον χώρο συμπληρώνει ο φωτισμός με την υπογραφή της Ελευθερίας Ντεκώ.  Το νέο περιβάλλον συμπληρώνουν  φυτά που φτάνουν μέχρι την οροφή του Αιθρίου -υπό τη μελέτη και επίβλεψη της doxiadis+ (Αγγελική Μαθιουδάκη, Αρχιτέκτων, Αρχιτέκτων Τοπίου).

Το menu επιμελείται η Begnis Catering:  Γεύσεις και αρώματα κυκλαδικής γης με αγνές πρώτες ύλες και φρέσκα υλικά, για πρωινό, brunch, café ή μεσημεριανό.

AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΝΕΟΥ CYCLADIC CAFÉ

Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης αλλάζει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των χώρων του κτηρίου της Νεοφύτου Δούκα.  Σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο Kois Associated Architects  οι χώροι επανασχεδιάζονται βάσει μιας σύγχρονης αισθητικής και ενός σχεδίου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σημερινού επισκέπτη. Βασικός  γνώμονας είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού και η ευκολότερη πρόσβαση ατόμων με δυσκολία κίνησης.

Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε αρχικά η ανακαίνιση του νέου  Cycladic Café  που είχε ως στόχο να αναδειχθεί σε ένα σύγχρονο σημείο συνάντησης με ατμόσφαιρα «κρυμμένης όασης» στο κέντρο της πόλης.

Σύμφωνα με τον Στέλιο Κόη (kois associated architects): «Η παλέτα των χρωμάτων είναι τέτοια που πηγάζει από τα  φυσικά υλικά και τόνους του κυκλαδικού τοπίου. Οι πρώτες ύλες χρησιμοποιήθηκαν για τις υφές και το φυσικό χρώμα. Πέτρα, ξύλο, μέταλλο, γυαλί, στην πρωτόλειά τους μορφή αντικατοπτρίζουν την υλικότητα του κυκλαδικού τοπίου. Το λευκό στέγαστρο, με τη διαθλαστική του ικανότητα, έρχεται να συμπληρώσει, με το φως που αποδίδει στο χώρο, την αφηρημένη εικόνα που είχαμε στο μυαλό μας για την κυκλαδική ατμόσφαιρα. Χωρίς να καταφύγουμε στη χρήση γραφικών σημειωτικών στοιχείων, σκοπεύσαμε να αποδώσουμε τα χαρακτηριστικά εκείνα του τόπου που δίνουν την υπόσταση που θαυμάζουμε και τον κάνει ξεχωριστό. Για το σχεδιασμό μας ενέπνευσε ιδιαίτερα η συλλογή της Κυκλαδικής Τέχνης του Μουσείου που φιλοξενεί τα επαναπατρισμένα ευρήματα του θησαυρού της Κέρου, καθώς και μερικά από τα μεγαλύτερα μαρμάρινα σκεύη και ειδώλια. Οι γραμμές και η δυναμική που έχουν μερικά από αυτά τα ευρήματα είναι ασύλληπτη. Η αφαιρετικότητα, η κλίμακα, η αρμονία και η λιτότητα της σύνθεσης πολλών εκθεμάτων, μας καθοδηγούσε σε όλα τα στάδια της σύλληψης και του σχεδιασμού.»


Η σχεδιάστρια φωτισμού Ελευθερία Ντεκώ ενδεικτικά αναφέρει:  «Η αίσθηση που θέλαμε να δώσουμε με τον τεχνητό φωτισμό στο Café του Μουσείου  είναι  αυτή του άχρονου και του άυλου.  Δίχως πρόθεση να μιμηθούμε το φυσικό φως, επιλέξαμε λευκό φωτισμό που διαπερνά την αέρινη οροφή-γλυπτό του Στέλιου Κόη δημιουργώντας  διακριτικές φωτοσκιάσεις στο  χώρο, ενώ φωτεινές πινελιές-τονισμοί υπογραμμίζουν την αρχιτεκτονική ισορροπώντας τη λειτουργικότητα με την αισθητική του χώρου.»

 

Σχετικά με τη φύτευση, ο Θωμάς Δοξιάδης από την doxiadis+ (Αγγελική Μαθιουδάκη, Αρχιτέκτων, Αρχιτέκτων Τοπίου) αναφέρει: «Ενθουσιαστήκαμε με την ευκαιρία να μεταμορφώσουμε ένα μυστικό χώρο της Αθήνας σε μια φιλόξενη όαση.  Παρόλο που είσαι σε εσωτερικό χώρο, αισθάνεσαι την φύση να σε αγκαλιάζει. Μια ποικιλία από τροπικά και σκιανθεκτικά, χαμηλά, μεσαία και ψηλά φυτά, όπως οφιοπόγονες, φτέρες, σπαράγγια, ράπις, κέντιες, κισσοί κ.α. χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ένα παχύ σκούρο πράσινο φόντο κάτω από την ομπρέλα των πελώριων φίκων που προϋπάρχουν. Το  πράσινο που πλαισιώνει το χώρο μαλακώνει τα όριά του και δίνει την αίσθηση ενός τρυφερού καταφυγίου στην καρδιά της Αθήνας.»