Μία εξαιρετική κωμωδία και ένα φιλμ νουάρ της κλασικής χολιγουντιανής περιόδου θα προβάλει το Σχολείο του Σινεμά, το Σαββατοκύριακο 3 και 4 Δεκεμβρίου 2016, με ελεύθερη είσοδο.
Με μια από τις σημαντικότερες κωμωδίες όλων των εποχών, το ανεπανάληπτο φιλμ του Έρνστ Λιούμπιτς, «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» (To Be or Not to Be, 1942), συνεχίζει το Σχολείο του Σινεμά τις εκπαιδευτικές προβολές με ελεύθερη είσοδο, με ανάλυση και συζήτηση, το Σάββατο 3-12-2016, στις 20:00.
Ανελέητη αντιπολεμική σάτιρα του ναζισμού, πάντα επίκαιρη και ειδικά σήμερα, με μεγάλους ηθοποιούς της εποχής, όπως η Κάρολ Λόμπαρντ, ο Τζακ Μπένι, ο Ρόμπερτ Στακ, ο Λέονελ Άτγουιλ και πολλοί άλλοι.
Αύγουστος 1939, παραμονές της εισβολής των Γερμανών στην Πολωνία. H Mαρία και ο σύζυγός της Tζόζεφ κάνουν πρόβες με τον θίασό τους στη Bαρσοβία για μια σάτιρα με τίτλο «Γκεστάπο». Η κυβέρνηση αποφασίζει την απαγόρευση της παράστασης υπό τον φόβο να δυσαρεστηθεί ο Xίτλερ και ο θίασος ανεβάζει τελικά τον «Aμλετ» του Σαίξπηρ. H Mαρία όμως διατηρεί μια κρυφή ερωτική σχέση με τον εμφανίσιμο πιλότο Στανισλάβ, με τον οποίο βρίσκεται την ώρα που ο Tζόζεφ ερμηνεύει τον μονόλογο του Aμλετ. Όταν οι ναζί τελικά εισβάλλουν στην Πολωνία, το ερωτικό τρίγωνο μεταλλάσσεται σε κατασκοπικό, με την κοινή αποστολή να σταματήσουν έναν προδότη πριν αυτός καταδώσει ονόματα αντιστασιακών στην Γκεστάπο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το κορυφαίο αριστούργημα του μεγάλου σκηνοθέτη Έρνστ Λιούμπιτς, αυτή η πανέξυπνη σάτιρα κατά του ναζισμού, δεν αναγνωρίστηκε από κοινό και κριτικούς στην εποχή της, καθώς το 1942 η ανθρωπότητα υπέφερε από τη λέλαπα του ναζισμού, οπότε και το κοινό της εποχής δεν διέθετε το ανάλογο χιούμορ για να γελάσει και να διασκεδάσει με την ταινία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο πατέρας του πρωταγωνιστή Τζακ Μπένι, βγήκε σοκαρισμένος από το σινεμά όπου παίζονταν η ταινία, καθώς δεν άντεχε να βλέπει ο γιο του ντυμένο με τη στολή των Ναζί. Από τη άλλη λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων, η μόλις 33 ετών πρωταγωνίστρια Καρόλ Λόμπαρντ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστήχημα, πράγμα που επιβάρυνε τη διάθεση των θεατών. Ο ίδιος ο Λιούμπιτς αναγκάστηκε να αφαιρέσει τη φράση «What can happen in a plane?» από το φιλμ προς σεβασμό στη μνήμη της ηθοποιού. Η πρώτη επιλογή για το γυναικείο ρόλο ήταν η Μίριαμ Χόπκινς, η οποία όμως τον αρνήθηκε, καθώς δεν τα πήγαινε καλά με τον συμπρωταγωνιστή της Τζακ Μπένι και πίστευε ότι όλο σχεδόν το κωμικό μέρος της ταινίας το είχε εκείνος. Σε αντίθεση με τη Λόμπαρντ που κατάλαβε από την αρχή τη σημασία της ταινίας και ενδιαφέρθηκε για το ρόλο, παρά τις αντιρρήσεις του συζύγου της, Κλαρκ Γκέιμπλ. Η ίδια, λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων και λίγο πριν το θάνατο της, είδε δηλώσει ότι η ταινία ήταν η πιο ευχάριστη εμπειρία της καριέρας της. Ο γνωστός στην Αμερική από το ραδιόφωνο Τζακ Μπένι, ήταν η αρχική επιλογή για τον Λιούμπιτς. Ο Μπένι γνώριζε καλά ότι το φιλμ θα ήταν μια σοβαρή προσπάθεια για να αποδείξει ότι μπορεί να καταπιαστεί και με πιο ουσιαστικά πράγματα, πράγμα που του το μετέδωσε ο Λιούμπιτς. Αποτέλεσμα η πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της καριέρας του. Η κριτική της εποχής επαίνεσε μόνο την ερμηνεία της Λομπαρντ και ήταν αρνητική απέναντι στον Μπένι και τον Λιούμπιτς. Ο Λιούμπιτς τους αντέκρουσε με την ακόλουθη δήλωση: «Σε αυτή την ταινία σατίρισα τους Ναζί και την γελοία τους ιδεολογία. Επίσης σατίρισα την συμπεριφορά των ηθοποιών, οι οποίοι δεν αποβάλουν τη θεατρινίστικη νοοτροπία τους ακόμη και στις πιο επικίνδυνες καταστάσεις. Θεωρώ ότι πίσω από αυτή μου την παρατήρηση κρύβεται η αλήθεια».
Με το πέρασμα των χρόνων ωστόσο η ταινία επανεκτιμήθηκε και πήρε τη σημαντική θέση στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου που της άξιζε. Το 1983 θα γυριστεί ένα ριμέικ από τον Μελ Μπρους, σαφώς κατώτερο από το πρωτότυπο. Το 1996 ταινία επιλέχθηκε να φυλαχθεί στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική, ενώ το 2000 το Ινστιτούτο Αμερικανικού Κινηματογράφου την κατέταξε στη λίστα με τις 50 καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών.
Με το αρχετυπικό και καλύτερο ίσως φιλμ νουάρ της κλασικής χολιγουντιανής περιόδου «Διπλή Αποζημίωση» (Double Indemnity, 1944) του Μπίλι Γουάλντερ , συνεχίζει την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου το Σχολείο του Σινεμά τις εκπαιδευτικές προβολές με ελεύθερη είσοδο, ανάλυση και συζήτηση.
Φιλμ Νουάρ 1944 | Α/Μ | Διάρκεια: 107′
Aμερικανική ταινία, σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ με τους: Φρεντ ΜακΜάρεϊ, Μπάρμπαρα Στάνγουικ, Έντουαρντ Τζ.Ρόμπινσον
Ένας ασφαλιστής ερωτεύεται μια παντρεμένη γυναίκα και μπλέκει σε μια υπόθεση φόνου και ασφαλιστικής απάτης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Συνοπτική κριτική
Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν «Double indemnity» («Διπλή αποζημίωση») και στη σεναριακή διασκευή που υπογράφουν ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο ίδιος, ο Μπίλι Γουάιλντερ σκηνοθετεί ένα απόλυτα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό και απαισιόδοξο δραματικό θρίλερ – ίσως το καλύτερο φιλμ νουάρ της κλασικής χολιγουντιανής εποχής. Επτά οσκαρικές υποψηφιότητες, μια εκ των οποίων για την αξεπέραστη femme fatale Μπάρμπαρα Στάνγουικ, σε έναν από τους κορυφαίους γυναικείους ρόλους της κινηματογραφικής ιστορίας
Κριτική Από τον Χρήστο Μήτση
Ένας ασφαλιστής ερωτεύεται μια παντρεμένη γυναίκα και μπλέκει σε μια υπόθεση φόνου και ασφαλιστικής απάτης με απρόβλεπτες συνέπειες. Επτά οσκαρικές υποψηφιότητες για το πιο κυνικό, ατμοσφαιρικό και αγωνιώδες φιλμ νουάρ της κινηματογραφικής ιστορίας.
Το καλύτερο ίσως φιλμ νουάρ που γυρίστηκε ποτέ αφορά μια μοιραία γυναίκα, μια μεγάλη ασφάλεια ζωής, ένα φονικό σχέδιο και ένα τραγικό παιχνίδι της μοίρας. Όταν ο ασφαλιστής Γουόλτερ Νεφ γνωρίζει τη Φίλις Ντίτρικσον, σύζυγο ενός πελάτη του, ξεκινά μαζί της μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Όταν εκείνη του προτείνει να δολοφονήσουν τον άντρα της για να εισπράξουν την ασφάλεια ζωής του, ο Νεφ βάζει σε εφαρμογή ένα ακόμη πιο ριψοκίνδυνο και επικερδές σχέδιο.
Βασισμένος στο μυθιστόρημα του συγγραφέα τού «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» Τζέιμς Κέιν «Double indemnity» («Διπλή αποζημίωση» ) και στη σεναριακή διασκευή που υπογράφουν ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο ίδιος, ο Μπίλι Γουάιλντερ σκηνοθετεί ένα απόλυτα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό και απαισιόδοξο δραματικό θρίλερ. Φωτοσκιάσεις οι οποίες αντανακλούν έναν κόσμο απληστίας και μια κοινωνία απόλυτης διαφθοράς, ατμοσφαιρικά κάδρα που εγκλωβίζουν τους ήρωες και τις απέλπιδες προσπάθειες διαφυγής τους, μοντάζ που προσδίδει στα βλέμματα ένα διαρκώς απειλητικό τόνο…
Απόσπασμα από κριτική του Μανώλη Κρανάκη
Αν το «Double Indemnity» είναι κάτι περισσότερο από οποιαδήποτε ανάλυση μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε πάνω στη φόρμα, τη θέση του στην ιστορία των film noir και τη σημασία του για το ηχηρό του φεμινιστικό του μήνυμα, είναι ότι πρόκειται για μια από τις πιο απολαυστικές, χορταστικές και σοφιστικέ ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.
Τα εύσημα ανήκουν εξ ολοκλήρου στον Μπίλι Γουάιλντερ, ένα σκηνοθέτη φτιαγμένο από αυτό το σπάνιο είδος δημιουργών (όπως ήταν, για παράδειγμα, ο Χάουαρντ Χοκς) που ελίσσονταν μέσα στα κινηματογραφικά είδη πετυχαίνοντας να τα ορίσουν ξανά και ξανά από την αρχή, χωρίς να χάνουν ίχνος από την προσωπική τους σφραγίδα.
Στο «Double Indemnity», το για πολλούς πρώτο film noir της ιστορίας του σινεμά με τα χαρακτηριστικά που το ανα-γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα, ο Γουάιλντερ κάνει τα απίθανα πιθανά.
Προδίδει το φινάλε του φιλμ ήδη από την πρώτη σκηνή και με ένα μυθικό «voice-over» επιστρέφει στο χρόνο για να χτίσει το σασπένς πάνω στα προφανή και τα κλισέ, έτσι όπως αυτά αναδεικνύουν το μοιραίο και το αναπάντεχο πίσω από τις σκιές που βαραίνουν πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση.
Με οδηγό το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν (με ακριβή μετάφραση του τίτλου «Διπλή Αποζήμίωση») και το σενάριο που υπογράφει μαζί του ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Μπίλι Γουάιλντερ κινηματογραφεί μια μυστηριώδη ανταλλαγή υποσχέσεων ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που μοιράζονται μια ανεξέλεγκτη έλξη, φτιάχνοντας στην πραγματικότητα μια σπουδή πάνω στην απάτη, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την ενοχή ενός αθώου και εκείνη την τραγική στιγμή όπου οι άνθρωποι γίνονται τα πιόνια ενός παιχνιδιού που ξεκινάει από το ανώφελο μιας συνηθισμένης καθημερινότητας για να καταλήξει σε μια ασυνήθιστη αλλά προδιαγεγραμμένη τραγωδία.
Η μελαγχολία και ο πεσιμισμός του «Double Indemnity» βρίσκονται διάχυτα παντού: στη διαδρομή ενός άντρα που θα ενδώσει άνευ όρων στην ερωτική επιθυμία, στο σχέδιο μιας γυναίκας που θέλει οπωσδήποτε να αποδράσει από την ανιαρή ζωή ενός γάμου που την κρατάει δέσμια, στη σκοτεινή αντανάκλαση μιας χώρας που χάνει και τα τελευταία ψήγματα ηθικής, στο όνειρο που μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο όταν καμφθούν και οι ελάχιστες αναστολές μπροστά στο… έγκλημα.
Με έναν πρωτόγνωρο για την εποχή ρεαλισμό που, αντίθετα από αυτό που θα πίστευε κανείς, ενδυναμώνεται από την παράδοση του γερμανικού εξπρεσιονισμού (έτσι όπως έξι χρόνια αργότερα θα επαναλάμβανε ο Γουάιλντερ στο «Sunset Boulevard») και τις pulp αποχρώσεις μιας καθαρόαιμης αστυνομικής ιστορίας, ο Μπίλι Γουάιλντερ βρίσκει χαραμάδες μέσα στους αέναους κύκλους και τα συνεχώς «διπλά» ερωτήματα που ορίζουν την πλοκή, για να καθιερώσει έτσι απλά, εν έτει 1944, το είδος του film noir πολύ πριν αυτό ονομαστεί έτσι και πολύ πριν η Αμερική νιώσει έτοιμη να δει με ανοιχτά μάτια την παρακμή της.