Θα μιλήσω με τη δική μου εμπειρία από τον κινηματογράφο. Εννοώ πως δεν είμαι ο ειδικός να μιλήσει γι’ αυτό, δεν είμαι κινηματογραφιστής, αλλά ηθοποιός. Που παρατηρεί.

Δεν ξέρω αν τελικά συνέπεσε αυτό το ξύπνημα του κινηματογράφου με το ότι απλά βρέθηκαν ξαφνικά πολλοί μαζί νέοι, ταλαντούχοι άνθρωποι και έτυχε να κάνουν κάποιες δουλειές, με το αν η σημερινή κατάσταση οδηγεί τους ανθρώπους να κάνουν κάτι πιο δημιουργικό από πριν. Ή ακόμη αν υπήρξε τελικά ένα κινηματογραφικό ή ένα σεναριακό αδιέξοδο από τα προηγούμενα χρόνια, που οδήγησε τους δημιουργούς σε νέους δρόμους ψαξίματος. Είναι σαν μια καμπάνα που χτυπά εκκωφαντικά και κάτι που θα έπρεπε να ταρακουνήσει το εγχώριο σύστημα, ότι αναγνωρίζονται τόσες πολλές δουλειές από Φεστιβάλ του εξωτερικού. Βέβαια από ότι ξέρω είναι και ένα κοινό μυστικό ότι όταν μια χώρα βρίσκεται σε ύφεση, δίνεται πιο εύκολα βήμα από φεστιβάλ του εξωτερικού, ώστε να αναδειχθεί αν μη τι άλλο η δουλειά του κινηματογράφου, το οποίο είναι πολύ καλό. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί με τον ιρανικό κινηματογράφο. Αυτό βέβαια συνάδει με το ότι υπάρχουν δείγματα καλής δουλειάς τελευταία, τα οποία ευτυχώς δεν πάνε μόνο προς μια κατεύθυνση, αφού υπάρχει μια πολυχρωμία και για μένα αυτή είναι μια κινηματογραφική άνοιξη.

Ερωτώμαι συχνά αν στο νέο κύμα ελληνικού κινηματογράφου, υπάρχει κάτι που θα λέγαμε ‘παράξενο’ ή αυτιστικό. Έτσι όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ, νομίζω ότι ισχύει αυτό. Ο «Κυνόδοντας» ήταν κάτι παράξενο. Με την έννοια ότι απείχε απ’ αυτό που λέμε ρεαλισμό. Αλλά παράξενη δεν είναι και η ρεαλιστική καθημερινότητά μας; Αυτό που δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα ήταν γιατί έπρεπε να συνεχίσει να υφίσταται το ίδιο στυλ ‘παράξενου’ και σε άλλες ταινίες, που όμως δεν ήταν ο “Κυνόδοντας”. Αυτό που δικαιολογήθηκε εκεί υποκριτικά δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να υπάρχει ακριβώς ίδιο και σε ένα άλλο έργο με εντελώς διαφορετικό σενάριο. Δεν είναι ότι δε μου άρεσε, απλά έθεσα ένα ερώτημα στον εαυτό μου. Φοβούμενος μη τελικά γίνει μόδα το παράξενο, και η αφαίρεση μην ταυτιστεί με τον αυτισμό. Παρόλα αυτά μου είναι πολύ ελκυστικό αυτό το είδος, γιατί δημιουργεί μια αίσθηση κανονικότητας μέσα στη μη κανονικότητά του. Ξέρεις μεν πολύ καλά για τι μιλάει, αλλά στο αφηγείται με έναν τρόπο αφαιρετικό και στρεβλό. Και έτσι μπορεί να σου γυρίσει τον καθρέφτη ανάποδα και να δεις κάτι που νομίζεις ότι ξέρεις, αλλά από την ανάποδη μεριά, το οποίο με ιντριγκάρει πάρα πολύ και θα με ενδιέφερε να το κάνω κιόλας. Είπαμε όμως. Αγαπάμε την κίνηση του κινηματογράφου προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, και όχι μόνο προς μία. Πάντα πχ. θα με ελκύει και μια γραμμική, καλογυρισμένη ταινία, που μπορεί να μη φέρει και τον χαρακτήρα του παράξενου.

Ο κινηματογράφος έχει γίνει παιχνίδι τύπου “Φτιάξ’ το μόνος σου!”, και γεννάει πολλές χειροποίητες και χαμηλού κόστους ταινίες. Δεν είναι μόνο παιδί της Κρίσης η δημιουργία πολλών ταινιών «do it yourself», απλά η ανάγκη το πάει προς τα εκεί. Για μένα, όχι ότι είναι κάτι καλό αυτό, με την έννοια ότι σίγουρα θα έπρεπε να υπάρχει πιο πολλή στήριξη, αλλά είναι προς μια σωστή κατεύθυνση. Πάντα κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις: όπως δεν μπορούν να γυριστούν πια μεγαλόπνοες ταινίες με πολύ υψηλό budget (αυτό βέβαια ίσχυε και προ Κρίσης), άλλο τόσο μπορούν πιο εύκολα να γυριστούν πολύ περισσότερες ταινίες “no budget” – απλά επειδή κάποιοι το κάνανε. Η ανάγκη τους ώθησε και το τολμήσανε, και φτιάξανε όμορφα πράγματα και ήταν σαν να φωνάξανε, “Δείτε, γίνεται!”.

Πάντα υπάρχει μια χρυσή τομή, από το κατά πόσο θα βασιστείς σε μια οικονομική ενίσχυση και θα κρέμεσαι από αυτή ή από το κατά πόσο θα πεις ότι «βαρέθηκα να περιμένω τόσα χρόνια, θέλω να κάνω εδώ και τώρα αυτό που θέλω, θα το κάνω καλά, και θα βρω και τρόπο». Ίσως αυτός ο τρόπος οδηγεί το μυαλό του καθενός σε μια πιο δημιουργική λειτουργία. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση κρίσης και ή θα παραδοθούμε, ή θα βρεθούν οι τρόποι να πάρουμε τις κάμερες και τα τριπόδια και να πάμε να το κάνουμε. Εγώ τελευταία ότι έχω κάνει, είναι έτσι, εντελώς χειροποίητο. Το οποίο είναι και κάτι πάρα πολύ ζωντανό. Γενικά ο κινηματογράφος τείνει να γίνει μεράκι, το κάνει μόνο όποιος έχει μεράκι, τον βλέπει μόνο όποιος έχει μεράκι. Ο ηθοποιός, ξέρει σχεδόν εκ προοιμίου πώς σε μια ανεξάρτητη παραγωγή πάει σχεδόν εθελοντικά, άρα το κάνει μόνο και μόνο επειδή γουστάρει. Έτσι, το κάνει πιο δημιουργικά από ότι θα το έκανε σε μια τεράστια παραγωγή. Με βασικό του κίνητρο του, ότι γουστάρει. Έτσι όπως γίνονται πλέον τα πράγματα, δεν πρόκειται απλά για ένα κινηματογραφικό κύμα. Είναι κάτι πέρα από τον κινηματογράφο, πέρα από την τέχνη, είναι πια το πώς αρχίζει και αντιλαμβάνεται ο νέος κόσμος τον τρόπο που πρέπει να λειτουργεί στο σήμερα. Επειδή αυτός ο απομονωτισμός που πάει να μας επιβληθεί από το σύστημα, από τα ΜΜΕ, το ότι μια ολόκληρη χώρα είναι πεταμένη στα σκουπίδια, δημιουργεί την τάση να συνδεθούμε μεταξύ μας, να ανταλλάξουμε απόψεις, να δημιουργηθούν παρέες με κοινά χνώτα, το οποίο είναι και νομίζω η πρώτη σπίθα που συνήθως μπαίνει για να δημιουργηθεί μια ταινία. Ότι θα γίνει μια συνάντηση 5-6 ανθρώπων που γουστάρουν πολύ ένα συγκεκριμένο θέμα και θα πούνε πως ότι και αν γίνει θα το κάνουν, και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, έτσι, για την ψυχή τους. Νομίζω πως μόνο έτσι θα βγαίνουν πια ταινίες. Και αυτό θα δημιουργήσει ένα ρεύμα που, αν ξεφύγουμε από την Κρίση, να μπορεί να υποστηριχθεί ίσως κάποια στιγμή και από μια καλή παραγωγή.

Άρα πια μιλάμε για κάτι γενικό, μια τάση, μια αλλαγή τρόπου σκέψης. Ναι, μια αλλαγή εποχής, μια εφευρετική Άνοιξη. Φτάνει να πατάμε στο τώρα, να θυμόμαστε προς τα εμπρός και να έχουμε τη γνώση ότι είμαστε σε μια εποχή που αυτό που υπήρχε δεν υπάρχει πια, και αυτό που είναι να έρθει δεν είναι εδώ ακόμα. Δηλαδή είμαστε σε ένα μεταίχμιο, σε μια κόψη, άρα στην κατάλληλη στιγμή να πάρουμε δυνατές αποφάσεις, ώστε ο καθένας να τολμήσει. Δε θα μας δώσει κανένας τίποτα. Μόνοι μας, με τα δικά μας όπλα πρέπει να ανοιχτούμε έξω.
Κουράγιο, θα την πάρουμε κι αυτή την Άνοιξη!

INFO
O Μιχάλης Οικονόμου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε αρχικά Πληροφορική, Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Deree, ενώ έπειτα φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από όπου αποφοίτησε το 2007. Το 2010 κέρδισε το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στο θεατρικό έργο «Σφαγείο», ενώ επίσης έχει συμμετάσχει στις θεατρικές παραστάσεις «Κατσαρίδα», «Τρωάδες», «Ορφανά». Κινηματογραφικά, έχει πρωταγωνιστήσει στην ταινία μεγάλου μήκους «Ξεναγός» και στις ταινίες μικρού μήκους «Ο Κύριος Π.», “Μακαρισμοί” και “Μaxwell & Judy”.
Twitter: @JamaisLeDimance

Photo: Βιργίλιος Τσιούλλι