Χαρακτηριστικό δείγμα του πρωτότυπου –και πρωτοποριακού για την εποχή του– τρόπου με τον οποίο ο Ουναμούνο έκανε λογοτεχνία, η νουβέλα Δύο μάνες είναι ένα από τα γοητευτικότερα και πιο ανοιχτά σε αναγνώσεις αφηγήματά του. Η κεντρική ηρωίδα της, η Ρακέλ, αποτελεί έναν από τους πιο δυνατούς χαρακτήρες που βγήκαν ποτέ από την πένα του μεγάλου Ισπανού κλασικού. «Μοιραία γυναίκα» και πανούργα μέγαιρα, «μαύρη χήρα» και ιδιότυπη φεμινίστρια, η Ρακέλ, γήινη όσο και απόκοσμη, είναι τόσο μυστηριώδης που ώρες ώρες φαντάζει σαν μορφή βγαλμένη από τη λογοτεχνία του φανταστικού, και ειδικότερα της Παρακμής του fin de siècle. Και όμως, ο αινιγματικός αυτός χαρακτήρας, που ασκεί στον αναγνώστη την ίδια σαγήνη με την οποία ρουφά, σαν θηλυκό βαμπίρ, τη βούληση του συντρόφου της, ενός πάλαι ποτέ δον Ζουάν, μας κάνει να προβληματιζόμαστε τόσο για διαχρονικά ερωτήματα, όπως το πώς μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος τη φθαρτή του φύση, όσο και για θέματα που ανήκουν στη ζέουσα ανοιχτή συζήτηση σχετικά με τους επιβεβλημένους ρόλους των φύλων και την ίδια την έμφυλη ταυτότητα. Και όλα αυτά, διά χειρός ενός συγγραφέα των αρχών μόλις του 20ού αιώνα.

Ο φτωχός Χουάν, χωρίς το «δον» πλέον, έτρεμε ανάμεσα στις δύο γυναίκες, ανάμεσα στον άγγελο λυτρωτή και τον δαίμονά του. Πίσω του είχε τη Ρακέλ, και μπροστά του, την Μπέρτα, και τον έσπρωχναν και οι δύο. Προς τα πού; Εκείνος διαισθανόταν ότι τον έσπρωχναν στον χαμό του. Θα χανόταν μέσα τους και εξαιτίας τους. Τραβώντας τον καθεμία προς το μέρος της, τον έσκιζαν σιγά σιγά στα δύο. Ένιωθε σαν εκείνο το παιδί που διεκδικούσαν οι δύο μάνες ενώπιον του Σολομώντα, μόνο που δεν ήξερε ποια απ’ τις δύο, η Ρακέλ ή η Μπέρτα, τον ήθελε ακέραιο προς χάριν της άλλης και ποια ήθελε να τον μοιράσουν κι ας πέθαινε.

Μιγέλ δε Ουναμούνο – Πληροφορίες για τον συγγραφέα

Ο Μιγέλ δε Ουναμούνο (Μπιλμπάο, 1864 – Σαλαμάνκα, 1936), συγγραφέας κλασικός αλλά και τόσο επίκαιρος σήμερα, υπήρξε μια από τις πιο ξεχωριστές πνευματικές μορφές στην Ισπανία του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Βασικός εκπρόσωπος της περίφημης «Γενιάς του ’98», που ανανέωσε τη σκέψη, τη λογοτεχνία και την πολιτιστική ζωή εν γένει στην (ηττημένη στον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο και παρακμάζουσα) Ισπανία, ο Ουναμούνο ήταν εξίσου φιλόσοφος και δημιουργός, ιδιότητες τις οποίες συνδύαζε στο σύνολο σχεδόν του έργου του. Τα δοκίμιά του έχουν συχνά (και) λογοτεχνικό-αφηγηματικό χαρακτήρα, ενώ τα πεζογραφήματά του είναι κατ’ εξοχήν έργα στοχασμού. Έτσι, εκτός από τις μείζονες, καθαυτό φιλοσοφικές του πραγματείες (Περί του τραγικού αισθήματος της ζωής στους ανθρώπους και τους λαούς και Η αγωνία του χριστιανισμού), τους προβληματισμούς του γύρω από το νόημα της ύπαρξης, τα ανθρώπινα πάθη και τη φθαρτή φύση του ανθρώπου εκφράζουν πεζογραφήματα όπως η Θεία Τούλα, η Καταχνιά, ο Άβελ Σάντσεθ, καθώς και οι Τρεις παραδειγματικές νουβέλες, το βιβλίο από το οποίο προέρχεται και το ανά χείρας αφήγημα. Διόλου τυχαία, παρά την πλούσια και σημαίνουσα λογοτεχνική παραγωγή του, που περιλαμβάνει μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, θέατρο και ποίηση, ο Ουναμούνο θεωρείται πρωτίστως φιλόσοφος. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως πανεπιστημιακός καθηγητής, πρώτα Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας και κατόπιν Καστιλλιάνικης Γλώσσας και Λογοτεχνίας, αν και η εναντίωσή του σε πολιτικές εξουσίες τού κόστισε, κατά περιόδους, την παύση από τα διδακτικά του καθήκοντα και από το αξίωμα του πρύτανη, το οποίο υπηρετούσε. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πρίμο δε Ριβέρα βίωσε την επώδυνη εμπειρία της εξορίας. Πέθανε σε συνθήκες αυστηρού κατ’ οίκον περιορισμού από το στρατιωτικό καθεστώς του Φράνκο, τον χειμώνα του 1936.

Επίμετρο: Δήμητρα Παπαβασιλείου