Από τον Εκδοτικό Οίκο Α. Α. Λιβάνη κυκλοφορεί το βιβλίο,  Μια ανάσα μακριά της Μαρίας  Κωνσταντούρου.

 

Η εντεκάχρονη Πιερίνα μεγαλώνει σε μια φτωχογειτονιά της Κέρκυρας. Εγκαταλειμμένη και μόνη. Κανείς δεν της έδειξε πώς να ξεγελάει τη μοίρα της, κανείς δεν της έμαθε πώς να μετράει την απουσία όσων αγαπούσε. Έκλεινε τα μάτια, έπαιρνε βαθιά ανάσα και άφηνε το όνειρο να μικραίνει τις αποστάσεις. Ώσπου μια μέρα τα βήματά της τη φέρνουν μέχρι το Κανόνι, έξω από μια επιβλητική έπαυλη.

Ο γιος των ιδιοκτητών, ένα νεαρό και όμορφο αγόρι, την παίρνει υπό την προστασία του και τότε η Πιερίνα καταλαβαίνει ότι το πεπρωμένο τής ορίζει να ζήσει εκεί, μαζί του… Για πάντα…

Αρκετά χρόνια αργότερα, σε ένα όμορφο θέρετρο της Σύρου, η Μαρία, χήρα και άκληρη, διευθύνει με αγάπη και μεράκι τον ξενώνα της. Η ζωή της κυλάει ήρεμα, χωρίς εκπλήξεις, με μοναδική συντροφιά τις αναμνήσεις και τη μοναξιά.

Μέχρι που… εκείνο το καλοκαίρι, ανάμεσα στους πελάτες της εμφανίζονται πρόσωπα καινούρια από διαφορετικά σημεία της γης. Όλοι ξένοι μεταξύ τους, άγνωστοι, όμως όλοι άρρηκτα συνδεδεμένοι με ένα κοινό μυστικό…

Κέρκυρα και Σύρος.

Δυο πανέμορφα ελληνικά νησιά, τόσο μακριά το ένα από το άλλο, όπου διαδραματίζεται μια συγκλονιστική όσο και αινιγματική ιστορία αγάπης.

Δυο νησιά, μια ανάσα μακριά, που τα ενώνουν η λύτρωση και η συγγνώμη…

Μαρία Κωνσταντούρου: Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως πάντα νιώθω νησιώτισσα και διατυμπανίζω πως είμαι από τη Χίο, το νησί της μητέρας μου. Οι γονείς μου ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι… το καλύτερο πρότυπο που θα μπορούσα να έχω.

Τα παιδικά μου χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, με εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Η περίοδος της εφηβείας μου, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, με πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας.

Τα μάτια μου παρέμειναν ίδια, όμως άλλαξε σημαντικά ο τρόπος που κοιτάζουν. Η φωνή μου υπερασπίζεται πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, ωστόσο απέκτησε άλλο πάθος και διαφορετική χροιά. Τ’ αφτιά μου, πάντα τεντωμένα, κέρδισαν την ικανότητα να ακούν και όσα αποφεύγουμε -ή και φοβόμαστε- να ομολογήσουμε. Τα χέρια μου αγγίζουν την επιφάνεια, όμως έχουν πια τη δύναμη να αισθάνονται το βάθος των πραγμάτων. Και η γεύση μου έμαθε να ξεχωρίζει την αληθινή νοστιμιά της αλήθειας από την παραπλανητική απόλαυση του ψεύδους.

Τώρα πια μπορεί να ακούγονται ωραία όλ’ αυτά, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι πλήρωσα ακριβά τα μαθήματα που με βοήθησαν να περάσω στην τάξη των “μυαλωμένων ενηλίκων”, των αξιοσέβαστων “μεγάλων”. Κι είναι πολλές οι φορές που με πιάνει η ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσω το χρόνο πίσω, να ξαναβρεθώ στην αθώα εποχή της ευπιστίας και του ονειροπολήματος…

Μοιραία, κάποια στιγμή άρχισα να γράφω. Στην αρχή ημερολόγιο, έπειτα σκέψεις, αργότερα αναλύσεις συναισθημάτων και συμπεριφορών. Η Έκθεση ήταν το αγαπημένο μου μάθημα κι εγώ η αγαπημένη των φιλολόγων μου. Έκανα όνειρα για μένα κι οι καθηγητές μου στοιχημάτιζαν πάνω μου. Τους έβγαλα ασπροπρόσωπους όταν πέρασα στη Φιλοσοφική, αλλά τους απογοήτευσα οικτρά όταν παράτησα τις σπουδές μου για να παντρευτώ. Ωστόσο, κράτησα πάντα σαν εραστή μου τη λογοτεχνία.

Συνέχισα να γράφω και εργάστηκα ως μεταφράστρια βιβλίων για πάνω από δώδεκα χρόνια. Κι όταν ο γάμος μου τελείωσε, έκανα την κίνηση να αποτυπώσω τις εμπειρίες μου στο χαρτί. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, “Όταν οι Γυναίκες Τολμούν”, κι έτσι βρήκα το δρόμο που πάντα γύρευα. Μέχρι τότε, δεν πίστευα ότι θα διεκδικούσα ποτέ τον τίτλο του “συγγραφέα”, όμως η αγάπη μου για το γράψιμο και τα απίθανα σενάρια που συνθέτει καθημερινά η ίδια η ζωή με παροτρύνουν να μπερδεύομαι κάθε τόσο με τις νεράιδες και τους δράκους, τους όμορφους πρίγκιπες και τις καλοσυνάτες δεσποσύνες των παραμυθιών που συντροφεύουν αέναα και πεισματικά την ενηλικίωσή μας.