Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 29 Σεπτεμβρίου 2016 την ταινία Μη Σβήσεις το Φως (LIGHTS OUT), του Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ.

ΣΥΝΟΨΗ

Από τον παραγωγό του «The Conjuring» Τζέιμς Γουάν μια ιστορία τρόμου που ελλοχεύει στο σκοτάδι. Όταν η Ρεμπέκα έφυγε από το πατρικό της, πίστεψε ότι άφησε πίσω της τους φόβους που στοίχειωναν τα παιδικά της χρόνια. Μεγαλώνοντας, δεν ήταν ποτέ σίγουρη τι ήταν αληθινό και τι όχι, αφότου έσβηναν τα φώτα… Τώρα, ο μικρός της αδερφός, ο Μάρτιν, βιώνει τα ίδια ανεξήγητα και τρομακτικά γεγονότα που κάποτε δοκίμασαν την πνευματική της υγεία και απείλησαν την ασφάλειά της. Μια τρομακτική οντότητα, που συνδέεται μυστηριωδώς με τη μητέρα τους, Σόφι, επανέρχεται στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά όμως, η Ρεμπέκα θα πλησιάσει την αλήθεια, καθώς η ζωή όλων τους κινδυνεύει… όταν σβήνουν τα φώτα. (Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στην ταινία μικρού μήκους του Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ).

Πρωταγωνιστούν:

Τερέζα Πάλμερ, Γκάμπριελ Μπέιτμαν, Αλεξάντερ ΝτιΠέρσια,

Μπίλι Μπερκ, Μαρία Μπέλο

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ

Σενάριο:  Έρικ Χέισερερ

Βασισμένο στην ταινία μικρού μήκους του Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ

Παραγωγή: Τζέιμς Γουάν, Λόρενς Γκρέι, Έρικ Χέισερερ

Φωτογραφία: Μαρκ Σπάισερ

Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Τζένιφερ Σπενς

Μοντάζ: Κερκ Μόρι, Μισέλ Άλερ

Μουσική: Μπένζαμιν Γουόλφις

Κοστούμια: Κριστίν Μ. Μπερκ

Διάρκεια: 96’

Διανομή: Tanweer

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

Δάδες, κεριά, LED, λάμπες δρόμου, προβολείς, νέον, φωτοβολίδες. Από τις απαρχές του κόσμου, οι άνθρωποι αναζητούν τρόπους για να φωτίσουν το σκοτάδι και ν’ αποφύγουν τις σκιές και τα τρομακτικά πράγματα που κρύβονται σ΄αυτές. Όπως αναφέρει και ο παραγωγός της ταινίας Μη Σβήσεις το Φως, Τζέιμς Γουάν -με μακρά πορεία στις ταινίες τρόμου και στα θρίλερ- το σκοτάδι τρομοκρατεί. «Όταν ήμασταν παιδιά μας είχαν πείσει ότι κάτι κρύβεται στην ντουλάπα ή κάτω από το κρεβάτι και αυτός ο φόβος δεν λέει να μας εγκαταλείψει, ακόμα και όταν μεγαλώνουμε. Η ταινία παίζει ακριβώς με αυτήν την ιδέα.»

Όμως, φανταστείτε να υπήρχε πραγματικά κάτι κακό που ζούσε στο σκοτάδι και ν’ αντλούσε τη δύναμή του από τον τρόμο μας; Η μόνη άμυνά μας θα ήταν τότε μία πηγή φωτός. Η ζωή μας θα εξαρτιόταν από την ύπαρξη ενός διακόπτη ή από τις μπαταρίες ενός φακού.

Στην ταινία Μη Σβήσεις το Φως, που πρόκειται  για το κινηματογραφικό ντεμπούτο του  Ντέιβιντ Σάντμπεργκ, αυτό το κακό έχει όνομα: Νταϊάνα. Ο Σάντμπεργκ  έχει γράψει και σκηνοθετήσει μια σειρά ταινιών μικρού μήκους (Closet Space, Attic Panic), κερδίζοντας πολλούς διαδικτυακούς φίλους. Η ταινία Μη Σβήσεις το Φως βασίζεται στην ομότιτλη ταινία μικρού μήκους, ένα μικρό διαμάντι τρόμου που ανέβασε στα social media αποκτώντας περίπου 100.000.000 views, γεγονός που έκανε το Χόλιγουντ να στρέψει το βλέμμα του στον νεαρό Σουηδό σκηνοθέτη.

Ο παραγωγός Λόρενς Γκρέι επικοινώνησε μαζί του για να εξετάσουν το ενδεχόμενο να συνεργαστούν σε μία ταινία μεγάλου μήκους, ενώ ταυτόχρονα στη λίστα του ήταν και ο εξαιρετικός σεναριογράφος Έρικ Χέισερερ και ο παραγωγός Τζέιμς Γουάν. Θα βασίζονταν στην αρχική ταινία μικρού μήκους του Σάντμπεργκ, αλλά θα προσέθεταν σ’ αυτήν έναν πραγματικό δαίμονα, με λογική και σχέδιο… Οι Σάντμπεργκ, Γουάν, Χέισερερ και Γκρέι φαντάστηκαν μία οντότητα που να εμφανίζεται μόνο στο σκοτάδι, προσπαθώντας να βρει τρόπους να καταστρέψει όποιον βρίσκεται στο δρόμο της.

Στην αρχή της ταινίας,  βλέπουμε τον κεντρικό χαρακτήρα, την Ρεμπέκα (Τερέσα Πάλμερ), να ζει μόνη της σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Σε νεαρή ηλικία, εξαιτίας της ολοένα και πιο δύσκολης και συγκρουσιακής σχέσης της με τη μητέρα της, Σόφι – με την οποία δεν διατηρεί πλέον καμία επαφή – αλλά  και μετά την απότομη αποχώρηση του πατέρα της, η Ρεμπέκα εγκαταλείπει την πατρική εστία. Όμως, όταν μαθαίνει ότι ο 10χρονος ετεροθαλής αδελφός της, ο Μάρτιν υποφέρει από αϋπνίες και αισθάνεται ότι κάποιος απειλεί τη ζωή του, η Ρεμπέκα επιστρέφει στο πατρικό της, παρόλο που εξακολουθεί να μη νιώθει εντελώς ευπρόσδεκτη εκεί.

Η Σόφι (Μαρία Μπέλο) δεν έχει αλλάξει. Η κατάστασή της, μάλλον έχει χειροτερέψει. Εξακολουθεί να παλεύει με την κατάθλιψη, που στο παρελθόν την είχε στείλει στο ψυχιατρείο.  Παραμένει η βίαιη, καταπιεστική δύναμη από την οποία η Ρεμπέκα προσπάθησε να ξεφύγει. Ταυτόχρονα, δείχνει να είναι σε επαφή με μία παλιά της φίλη, που αποκαλεί Νταϊάνα, της οποίας το φάντασμα στοιχειώνει το σπίτι και κρύβεται στις σκιές.

«Το κοινό θα αποφασίσει ποιά ή τι είναι η Νταϊάνα, τι είναι διατεθειμένη να κάνει,» λέει η Μπέλο. «Το κοινό θα αναπηδά στις θέσεις του, όπως έκανα και εγώ όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο. Δεν ξέρεις με τι μοιάζει ή που θα εμφανιστεί. Σε αρπάζει εκεί που δεν το περιμένεις!»

Υπάρχει μία γυναίκα, που κρύβεται στη σκιά…

Η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει κανείς για την Ρεμπέκα είναι ότι πρόκειται για μία ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα, έξυπνη, συναισθηματική, αλλά κατά βάθος σκληρή, συνεχώς σε επιφυλακή. Αντιμετωπίζει προβλήματα δέσμευσης, καθώς δεν ξεπέρασε κάποιες καταστάσεις που της συνέβησαν όταν ήταν παιδί. Το να επιστρέψει στο πατρικό της σίγουρα δεν είναι στα σχέδιά της. Αλλά όταν δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Υπηρεσία Ανηλίκων που συνεργάζεται με το σχολείο του αδελφού της και την ενημερώνουν ότι ο 10χρονος Μάρτιν (Γκάμπριελ Μπέιτμαν)  αποκοιμιέται συχνά στην τάξη, η Ρεμπέκα καταλαβαίνει τι είναι αυτό που τον κρατά ξάγρυπνο. Αυτό που είχε «διώξει» και την ίδια από το σπίτι όταν ήταν 16 χρονών. Αυτό που κάποτε είχε προσπαθήσει να εξορθολογήσει θεωρώντας ότι πρόκειται για εφιάλτη ή ότι είναι στη φαντασία της.

Μέχρι πρόσφατα, ο δεύτερος σύζυγός της Σόφι και πατέρας του Μάρτιν, ο Πολ (Μπίλι Μπερκ) ήταν ο «σύμμαχός» του στο σπίτι, αλλά η Νταϊάνα τον έδιωξε και αυτόν. Οπότε τώρα ο 10χρονος είναι ολομόναχος και αναζητά βοήθεια από την ετεροθαλή αδερφή του. Και η Ρεμπέκα, με τη σειρά της, αναζητά βοήθεια στον φίλο της τον Μπρετ (Αλεξάντερ ντι Πέρσια), ο οποίος καθώς δεν έχει βιώσει κάτι παρόμοιο, δεν πιστεύει στην ύπαρξη κακών πνευμάτων και γενικά σε πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά.

Πριν από πολύ καιρό είχα μία φίλη που την έλεγαν Νταϊάνα.

Της συνέβη, κάτι πολύ άσχημο…

Έχει κανείς την αίσθηση ότι όλα τα κακά πηγάζουν από την Σόφι. Ότι βρίσκεται στο μάτι της καταιγίδας, οπότε το κακό δεν μπορεί να την αγγίξει, αλλά ότι εκείνη ευθύνεται για όλα όσα συμβαίνουν στην οικογένειά της. Η ίδια αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα όπως κατάθλιψη, ίσως και σχιζοφρένεια. Υπάρχουν περιπτώσεις που χάνει το μυαλό της, που μπερδεύει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτού που είναι πραγματικό και αυτού που δεν είναι. Η κατάσταση της είναι συχνά ανεξέλεγκτη. Το βασικό ερώτημα είναι, αν η Σόφι επικοινωνεί με την αινιγματική και επικίνδυνη Νταϊάνα ή είναι και εκείνη θύμα της; Αν εκείνη ελέγχει την Νταϊάνα ή το αντίστροφο;

Εν τω μεταξύ, η Νταϊάνα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη, τουλάχιστον σε σχέση με αυτό που θυμόταν η Ρεμπέκα. Θυμώνει όλο και πιο πολύ και είναι εντελώς απρόβλεπτη. Έχει εξελιχτεί σε μία υπερβολικά ευκίνητη, σκοτεινή σιλουέτα που καραδοκεί πίσω από κάθε σκιά, καθώς δεν επιθυμεί πλέον να μένει στο σκοτάδι. Αντ ‘αυτού, θέλει να φέρει στο σκοτάδι όλα της τα θύματα…

Αντί να χρησιμοποιήσουν CGI, οι δημιουργοί της ταινίας επέλεξαν την πρακτική επιλογή – να δημιουργήσουν την Νταϊάνα με το κατάλληλο μακιγιάζ, προσθετικές, φωτισμό, κίνηση και να βασιστούν στις ικανότητες της ηθοποιού Αλίσια Βέλα Μπέιλι, που κατόρθωσε να κάνει την Νταϊάνα, να φαίνεται πολύ τρομακτική.  Θεώρησαν ότι αυτή η προσέγγιση, σε σχέση με  οποιαδήποτε ψηφιακή παρέμβαση, δημιουργεί ένα απείρως πιο τρομακτικό αποτέλεσμα.

Το ύφος και η αισθητική της ταινίας

Μετά την επιθυμία των σκηνοθετών η ταινία να δείχνει όσο πιο φυσική και ρεαλιστική γίνεται, αποφασίστηκε τα γυρίσματα να γίνουν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην τοποθεσία Highland Park στα βορειοανατολικά του Λος Άντζελες, ενώ κάποια συμπληρωματικά – για πρακτικούς λόγους – στο  κέντρο της πόλης. Στα γυρίσματα, συνεργάστηκαν με τον παραγωγό Τζέιμς Γουάν -για άλλη μία φορά – ο διευθυντής φωτογραφίας Μάρκ Σπαίσερ, η υπεύθυνη σχεδιασμού παραγωγής Τζένιφερ Σπενς, η ενδυματολόγος Κρίστιν Μ. Μπερκ και η επικεφαλής του τμήματος μακιγιάζ Ελέανορ Σαμπαντούκια.

Για το διαμέρισμα της Ρεβέκκας, η ομάδα χρησιμοποίησε ένα κτίριο στη Βόρεια Figueroa, στη λεωφόρο 56, που παλιότερα στεγαζόταν κάποια τράπεζα και που τώρα είναι γνωστό στους ντόπιους ως Lower Fig.  Χρησιμοποίησαν ολόκληρο το δεύτερο όροφο, ενώ τρία από τα δωμάτια – εξοπλισμένα με ξύλινα πατώματα που έτριζαν – χρησιμοποιήθηκαν ως σετ. Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι η φωτεινή επιγραφή Τattoo από κόκκινο νέον, τοποθετημένη ακριβώς έξω από το παράθυρό της Ρεμπεκα, που όταν αναβοσβήνει σηματοδοτεί την επίσκεψη της Νταϊάνα.

Αλλά, ως σετ, είναι το σπίτι της Σόφι που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο επίκεντρό του βρίσκεται  -όπως είναι φυσικό – το υπόγειο. Πρόκειται για ένα μεγάλο παλιό αρχοντικό σε πολύ μικρή απόσταση από το διαμέρισμα της Ρεμπέκα, που μάλιστα είχε πρόσφατα εμφανιστεί στην ταινία “Ouija”. Η Σπενς επέλεξε ένα συνδυασμό χρωμάτων που βασιζόταν στο βαθύ κόκκινο. Όμως το δωμάτιο του Μάρτιν είναι βαμμένο πράσινο. Είναι ο μοναδικός χώρος στο σπίτι που δεν είναι σκοτεινός, διότι εκεί κυριαρχεί η ζωή, Είναι γεμάτο παιχνίδια, αυτοκίνητα, κόμικς. Η Σόφι, παρόλο που παλεύει με την ασθένειά της, τον αγαπά και νοιάζεται για αυτόν, οπότε έχει φροντίσει ώστε το δωμάτιό του να αποπνέει αυτή τη ζεστασιά και την οικειότητα.

Δυστυχώς για τον Μάρτιν, εκατό χαρούμενα δωμάτια δεν θα μπορούσαν να νικήσουν τον τρόμο που αισθάνεται όταν πλησιάζει το υπόγειο του σπιτιού, το οποίο είναι γεμάτο από παλιά μανεκέν από τη βιοτεχνία υφασμάτων του Πόλ. Επιπλέον, στους τοίχους του υπογείου υπάρχουν σημάδια κρυπτικής γραφής. Αυτό είναι ένα στοιχείο που εμφανίζεται συχνά σε ταινίες τρόμου, όμως ο σκηνοθέτης ήθελε να το αποδώσει μ’ένα διαφορετικό τρόπο, οπότε άφησε σημάδια σε διάφορα αντικείμενα, όπως σκάλες και παράθυρα, επιτείνοντας την αίσθηση χάους.

Φυσικά, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της Νταϊάνα, αλλά και τον τίτλο της ταινίας, ήταν ο φωτισμός. Εξίσου σημαντική ήταν και η απουσία του, καθώς  ο σκηνοθέτης ήταν αποφασισμένος να μη χρησιμοποιήσει τις τυποποιημένες μπλε αποχρώσεις που χρησιμοποιούνται συνήθως για τις νυχτερινές λήψεις στον κινηματογράφο, και στην οποία τα αντικείμενα παραμένουν σαφώς ορατά. Προτίμησε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «πραγματικό» σκοτάδι, απόλυτο, στο οποίο θα μπορούσε να κρύβεται ο,τιδήποτε. Στις κλασικές ταινίες με φαντάσματα, τα πνεύματα φωτίζονται με λευκό ψυχρό φως, όμως η Νταϊάνα καθόλη τη διάρκεια της ταινίας είναι μια σιλουέτα. Οποιοδήποτε φως, την κάνει να εξαφανίζεται. Οπότε το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πως να φωτίσεις μία οντότητα που δεν μπορεί να υπάρξει στο φως.

Το μακιγιάζ ήταν αυτό που έκανε την Νταϊάνα να ξεχωρίζει στο σκοτάδι και εξελίχτηκε σε τρία στάδια: στην αρχή είναι μία φευγαλέα μαύρη σιλουέτα, μετά διαφαίνονται κάποιες παραπάνω λεπτομέρειες και στο τέλος παρουσιάζεται ολόκληρη. Σε όλες τις σκηνές, η Αλίσια Βέλα Μπέιλι φορά ένα μαύρο ολόσωμο κορμάκι που δημιούργησε ο σχεδιαστής Μάθιου Μανγκλ, μαύρη περούκα, μακιγιάζ που να καλύπτει τα χέρια και το πρόσωπό της. Όσο προχωρά η ταινία, παραμορφώνεται όλο και περισσότερο. Στις τελευταίες σκηνές απαιτούνταν περίπου επτά ώρες προετοιμασίας της από μια ομάδα που αποτελούνταν από τέσσερις καλλιτέχνες FX μακιγιάζ. Σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες το δέρμα της έπρεπε να φαίνεται ημιδιαφανές σε ορισμένα σημεία, εκθέτοντας τους μυς και το σκελετό της. Έχει μακριά δάκτυλα, ενώ προκειμένου να δείχνει σκελετωμένη έπρεπε να τονιστούν οι αγκώνες της και τα οστά της λεκάνης της.

Η Ρεμπέκα και ο Μπρετ φορούν ρούχα που θυμίζουν πανοπλία, θέλοντας να βγάλουν προς τα έξω μία σκληρή εικόνα. Φορούν μαύρες αποχρώσεις και εκκεντρικά κοσμήματα, καθώς έπρεπε να δείχνουν σκοτεινοί, νευρικοί, απρόσιτοι. Υπάρχει ωστόσο μία απόσταση μεταξύ του πως δείχνουν και πως συμπεριφέρονται. Ο Μπρετ δεν μοιάζει με το είδος του άντρα που θα πέθαινε για την κοπέλα του ή θα ετοίμαζε σάντουιτς για τον μικρό αδελφό της. Αλλά το κάνει. Επειδή ντύνεται στα μαύρα και ακούει death metal δεν σημαίνει ότι είναι διατεθειμένος να ανεχτεί την παρουσία της Νταϊάνα. Θέλει να ξεφύγει από αυτήν, όσο και οι άλλοι.

Έρχομαι να σ΄αρπάξω!

Υπήρχαν περισσότερες επικίνδυνες σκηνές στην ταινία από ό, τι αρχικά αναμενόταν, επειδή όσο προχωρούσε η παραγωγή προέκυπταν όλο και περισσότερες ευκαιρίες για πλάνα στα οποία άνθρωποι εκσφενδονίζονται στον αέρα και πετιούνταν σε τοίχους. Μιας που η Νταϊάνα μπορεί να υπάρχει μόνο στο σκοτάδι, ο,τιδήποτε κρατά πέφτει στο έδαφος με το που τα φώτα ανάβουν.

Μία από τις κατευθυντήριες γραμμές ήταν να υπάρχουν ελάχιστα οπτικά εφέ και σχεδόν όλες οι σκηνές να καταγραφούν on camera. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά από τα μέλη του συνεργείου της ταινίας παραδέχτηκαν ότι όταν γυρνούσαν σπίτι τους το βράδυ, κοίταζαν πίσω τους όταν έσβηναν τα φώτα ή είχαν εφιάλτες!

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σάντμπεργκ, είναι σίγουρο ότι το κοινό θα τρομάξει και θα ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές, επειδή η ταινία εστιάζει σ΄ ένα κοινό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: το φόβο για το σκοτάδι, το φόβο για το άγνωστο. Ίσως και ν’ αντιδράσει όπως στην περίπτωση της ταινίας «Jaws», μόνο που τώρα αντί να φοβάται να μπει στη θάλασσα, να φοβάται να σβήσει το φως!