Το να μη μπορείς να πιστέψεις λέξη από όσα σου λέει το ταίρι σου – μη σου τύχει, αν και σε όλους έχει συμβεί – είναι μαρτύριο, ενώ η διαρκής καχυποψία τελικά κατασκευάζει τις απιστίες που καιρό υποπτεύεσαι. Άλλωστε, οι πιο επίμονες και τυραννικές μας σκέψεις είναι εκείνες που συχνά γίνονται αντίληψη, και η αντίληψη πραγματικότητα. Ειδικά μάλιστα, όταν έχεις να κάνεις με ένα πλάσμα που μοιάζει να κατέβηκε στη γη μονάχα για να αποδείξει πως κι η αμαρτία έχει τη γλύκα της, και πως η γυναίκα είναι πιο ξύπνια ακόμα κι από τον διάβολο στις πονηριές, τότε τα πράγματα σκουραίνουν.

Και πρώτα χαραμίζεται η ψυχραιμία με λόγια  κι έργα που κάποτε μετανιώνεις, και στο φινάλε θρυμματίζεται το «μαζί» στερώντας σου μια αχνή έστω, ελπίδα να ξανακολλήσεις τα κομμάτια του. Σε ραγισμένο γυαλί μετατράπηκε κι ο γάμος της Μέριλιν Μονρόε με τον Τζο Ντι Μάτζιο, κι αυτό γιατί κατά τη γνώμη του αθλητή οι αλήθειες που έβγαιναν απ’ το στόμα της γυναίκας του, έχρηζαν εξακρίβωσης, κι ως γνωστόν οι αλήθειες που έχουν ανάγκη κολαούζο είναι μισές, επιδερμικές κι ωραιοποιημένες αλήθειες ή κοντολογίς, ψέματα. Οι δυο τους χώρισαν, ωστόσο η φιλία τους κράτησε για πάντα. Άραγε είναι δυνατό δυο άνθρωποι που ένα φεγγάρι υπήρξαν εραστές, να γίνουν καρδιακοί φίλοι ως το τέλος της ζωής τους;

Αυτή γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1926 ως Νόρμα Τζιν Μόρτενσον σε ένα Λος Άντζελες που ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Μεγάλωσε πλάι στη μητέρα της, Γκλάντις, που άλλαζε εραστές σαν τα πουκάμισα κι απέκτησε από νωρίς τη ρετσινιά του «αγνώστου πατρός» παιδιού. Στα εννιά της μπήκε σε ορφανοτροφείο, μια και η μητέρα της εισήχθη στο ψυχιατρείο, και στα δεκαέξι της έκανε τον πρώτο της γάμο. Στα είκοσι τον είχε ήδη τερματίσει έχοντας φτάσει τον άνδρα της σε υστερικό σημείο λόγω των εξωσυζυγικών της παραστρατημάτων, ενώ λίγο αργότερα κι εντελώς τυχαία, θα τής άνοιγαν οι πρώτες πόρτες για μια ζωή γεμάτη φήμη, αστρονομικές απολαβές και θυριώδη σκάνδαλα.

Η ξανθιά που λάτρευαν οι Ζαν Πωλ Σαρτρ, μα και Τρούμαν Καπότε, που είχε για ήρωά της τον Αβραάμ Λίνκολν, που μαγείρευε εκπληκτικά και έγλειφαν όλοι τα δάχτυλά τους στη μπουγιαμπέσα της, και που περισσότερο από τα ακριβά ρούχα, τής άρεσε να κυκλοφορεί ολόγυμνη, συνδέθηκε με πολλούς άνδρες. Όμως χάρη σε έναν γνώρισε τι εστί πραγματική φιλία.

Το όνομα αυτού Τζο Ντι Μάτζιο. Με τον διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ παντρεύτηκαν στις 14 Ιανουαρίου 1954, ωστόσο τα συζυγικά δεσμά τους έσπασαν μετά από εννέα μήνες. Με το αστέρι του πιο διαδεδομένου αθλήματος των ΗΠΑ, βγήκε για πρώτη φορά ραντεβού όταν εκείνο είχε αποσυρθεί από τα φώτα του αθλητισμού με μια λαμπρή καριέρα στις πλάτες του. Αρχικά, η Μονρόε δίστασε να αποδεχθεί την πρόταση του Ντι Μάτζιο να γευματίσουν παρέα επειδή θεωρούσε ότι δεν είχαν τίποτα κοινό.

Τον έστησε μάλιστα, δύο ολόκληρες ώρες μέχρι να εμφανιστεί μπροστά του σαν οπτασία, μα στο τέλος γοητεύτηκε από την αυτοπεποίθησή του, και από το γεγονός ότι ήταν ένας άνδρας μέτριας εμφάνισης, με ειλικρινή όμως πρόθεση να κατεβάσει για ‘κείνη τον ουρανό με τ’ άστρα. Ο αθλητής με τη σικελική καταγωγή, και που λάτρευαν μικροί και μεγάλοι, την ερωτεύτηκε προτού καν σερβιριστεί το κρασί στα ποτήρια τους. Όταν τής ζήτησε όμως μετά από λίγο καιρό να γίνει γυναίκα του, δεν υπολόγισε πως τα πουλιά δε γεννιούνται για να πεθάνουν στο κλουβί. Κακά τα ψέματα, αυτό δοκίμασε να κάνει με την Μονρόε. Να την περιορίσει. Να την αλλάξει. Ή πιο σωστά, να ανταλλάξει τους ρόλους που τής δίνονταν απλόχερα στον κινηματογράφο, με εκείνους της μάνας και της νοικοκυράς. Που δεν τής ταίριαζαν καθόλου.

Εκείνη, άλλωστε, που είχε μεγαλουργήσει σε ταινίες όπως «Η ζούγκλα της ασφάλτου», «Όλα για την Εύα» κι είχε ποζάρει γυμνή για τις ανάγκες του περιοδικού Playboy σαρώνοντας τις αντιδράσεις, κι αναδείχθηκε πλήρως στις ταινίες «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές», «Επτά χρόνια φαγούρα», «Στάση του Λεωφορείου», «Μερικοί το προτιμούν καυτό», και προτάθηκε και για Χρυσή Σφαίρα, δεν ήθελε να μένει σπίτι και να νταντεύει έναν άνδρα. Ή ένα μωρό εάν αυτό ερχόταν. Αντ’ αυτού πάντως, ήρθαν οι ομηρικοί καβγάδες με τον Ντι Μάτζιο, μια σειρά από δικές του χειροδικίες σε βάρος της, κι έπειτα ο χωρισμός. Και όλα αυτά, επειδή η Μονρόε τον είχε πείσει πως όσο η γη θα γύριζε, τόσο η ίδια θα ζαλιζόταν και θα έπεφτε σε λάθη. Από την άλλη, ο «Yankee Clipper», όπως ήταν το παρατσούκλι του αθλητή, που είχε πάρει γραμμή τις πρώτες απιστίες της με τον θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ας συμφωνήσουμε απλά ότι κοντά της είχε χάσει τα λογικά του.

Ήταν ένας απατημένος, όπως όλοι οι άλλοι αυτού του κόσμου. Διάσημοι και μη. Ήταν κάποιος που είδε τη μεγάλη του αγάπη να μετατρέπεται στο μπερδεμένο όνειρο μιας σκιάς κι αντιλήφθηκε με πόνο πως η αμαρτία μόνο αρχή έχει. Τέλος ποτέ. Και πως είναι ακατόρθωτο να πιστέψεις πως ο συνομιλητής, ή ακόμα χειρότερα ο σύντροφός σου, δεν σου λέει ψέματα, όταν ξέρεις πως εσύ στη θέση του θα το έκανες. Και όταν η Μέριλιν τον αγνοούσε παντελώς, ο Ντι Μάτζιο κατάλαβε πως δεν υπήρχε γυρισμός στις ευτυχισμένες τους μέρες, και πως ένας άνθρωπος που σε θέλει, βρίσκει για σένα καιρό. Αυτός όμως που δε σε θέλει, βρίσκει μονάχα την πρόφαση. Δεν έπαψε όμως να αγαπάει τη Μονρόε για κανένα λόγο, κι ακόμα κι όταν τον οδήγησε στα δικαστήρια κι υπέγραψε με βαριά καρδιά το διαζύγιό τους, εκείνος συνέχισε να υπάρχει στη ζωή της με έναν μοναδικό τρόπο. Ίσως γιατί μόνο παίρνοντας τις απαραίτητες κι αυστηρώς κατάλληλες αποστάσεις από την γυναίκα αυτή, είδε καθαρά την κατάθλιψή της να πλησιάζει.

H ηθοποιός Μέριλιν Μονρόε μετά την ανακοίνωση του διαζυγίου της με τον Ντι Μάτζιο .

Κι όταν τής χτύπησε για τα καλά την πόρτα, ο Ντι Μάτζιο ήταν εκεί. Πλάι στον ξανθό του άγγελο. Κρατώντας της συντροφιά μέσα από πολύωρα τηλεφωνήματα, γράμματα κι ό,τι άλλο μπορεί να ανακουφίσει έναν άνθρωπο, ο αλλοτινός της σύζυγος προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να την κρατήσει σε μια ισορροπία. Η Μέριλιν όμως δεν άκουγε, λες και είχε βγει από το κορμί η ψυχή της. Είχε κιόλας πάρει την κάτω βόλτα, και αυτό γιατί ήταν μια γυναίκα που αρνείτο τον εαυτό της, που δεν κυβερνούσε τις περιστάσεις, μα άφηνε εκείνες να κάνουν κουμάντο, και που την ιδέα της για το ποια στ’ αλήθεια ήταν, τήν είχε δανειστεί από όσους έμπαιναν στη ζωή της.

Η Μέριλιν που έκλεισε τα μάτια της στις 4 Αυγούστου 1962, και που ως και σήμερα κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το αν ήταν από τη δική της θέληση ή από τη θέληση κάποιων άλλων, έμαθε άτσαλα πως επιτυχία δεν είναι αυτά που έχεις αλλά εκείνα που είσαι, και μάλλον «τυφλώθηκε» επειδή έβλεπε όλες τις μέρες της ίδιες. Ωστόσο δίπλα της ευτύχισε να έχει κάποιον που τού έδωσε για λίγο το κορμί της, αλλά για πάντα την ψυχή της. Κι αυτός την διαφύλαξε στο ακέραιο.

Ο Τζο Ντι Μάτζιο που έστελνε μέχρι το τέλος της δικής του ζωής λουλούδια στον τάφο της, ήταν ο καλύτερός της φίλος. Το στήριγμά της. Ο άνθρωπος που καθένας μας θέλει να ‘χει πλάι του σε κάθε ψυχολογική κατρακύλα. Ο άνθρωπος που, όταν το ξεχνούμε, μπορεί δίχως να βαρυγκομά, να μας θυμίζει πως το να αγαπήσουμε πρώτον από όλους τον εαυτό μας είναι η αρχή ενός έρωτα που θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή. Αυτός ήταν ο Τζο για τη Μέριλιν: ένας άνδρας, ο μοναδικός, που με χίλιους τρόπους προσπάθησε να την κάνει να καταλάβει ότι δεν έχει σημασία ποιος είσαι, πόσο ωραίος είσαι και πόσο καλά στα μυαλά σου στέκεις, αν κάπου στον κόσμο υπάρχει κάποιος που σ’ αγαπάει.