Χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον Φερνάντο Πεσσόα ως «Αριστούργημα» και «αληθινό θαύμα οργάνωσης», το ποίημα αυτό που εκτείνεται σε 100 στροφές και 900 στίχους διακρίνεται για την άλλοτε μελαγχολική και νοσταλγική διάθεση και άλλοτε για τον ενθουσιασμό και τον έντονο ρυθμό που χαρακτηρίζουν τους στίχους του. Στην εξαιρετική εισαγωγή της παρούσας, αναθεωρημένης έκδοσης, την οποία υπογράφει η μεταφράστρια του έργου Μαρία Παπαδήμα, στην οποία θα έπρεπε να γίνει ιδιαίτερη μνεία για την αρτιότητα της γλωσσικής της αγωγής, αναφέρεται ότι σύμφωνα με τον Ρομπέρ Μπρεσσόν, τον Γάλλο μελετητή του Πεσσόα η «Θαλασσινή ωδή» θυμίζει «τα γιγαντιαία μέρη των μεταρομαντικών συμφωνιών του Μπρούκνερ ή του Μάλερ όπου ο όγκος της ορχήστρας μεταφέρει μια μελοδραματική έξαρση σε τόνους πότε εξπρεσσιονιστικούς και πότε βαθιά εξομολογητικούς». Το βέβαιο είναι ότι το ποίημα αυτό είναι ένα πολυδιάστατο έργο στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει την κυματοειδή ποιητική ενσυναίσθηση και αισθητική του δημιουργού του στον μέγιστο βαθμό και να αφεθεί έτσι στη μαγνητική σημαντική των λόγων του.

Εκκινώντας σε ήπιο, πιανίσιμο, τόνο από την αυγή των Νέων χρόνων με τον αφηγητή να βρίσκεται στην έρημη αποβάθρα στην είσοδο ενός λιμανιού, κάποιο καλοκαιρινό πρωινό και να αγναντεύει το «Ακαθόριστο», ο αναγνώστης αφουγκράζεται την αγωνία του δυτικού ανθρώπου να εξερευνήσει το άγνωστο, να αναμετρηθεί με τις συντεταγμένες του και να ανακαλύψει τις διαστάσεις της μεγάλης περιπέτειας της ζωής που ανοίγεται μπροστά του. Και στέκεται εκεί μόνος αφού μόνος είναι πάντα ο άνθρωπος μπροστά στην αυγή των πραγμάτων αλλά και στην υπαρκτική του πορεία:

«Μόνος, στην έρημη αποβάθρα, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό,
Κοιτάζω την είσοδο του λιμανιού, κοιτάζω το Ακαθόριστο,
Κοιτάζω και χαίρομαι να βλέπω,
Μικρό, μαύρο και καθαρό, ένα υπερωκεάνειο να μπαίνει στο λιμάνι.
Είναι ακόμα πολύ μακριά, ολοκάθαρο, κλασικό στο είδος του.
Αφήνει πίσω του στον μακρινό αέρα τη μάταιη γιρλάντα του καπνού του.
Μπαίνει και το πρωί μπάινει μαζί του, και στο ποτάμι,
Ξυπνάει παντού η ζωή της θάλασσας».

Ωστόσο, πολύ γρήγορα η αφήγηση θα αποκτήσει έναν εκρηκτικό ρυθμό, όταν ο ποιητής αρχίσει να μιλά για την πειρατική βία, τη βία των κατακτητών στους νέους κόσμους.

«Άντρες που για πρώτη φορά εμπορευτήκατε με μαύρους! […] Που πρώτοι πουλήσατε σκλάβους απ’ τις νέες ηπείρους! […] Που μεταδώσατε τον πρώτο ευρωπαϊκό σπασμό στις σαστισμένες νέγρες! […] Που εξολοθρεύσατε ήσυχα αφρικανικά χωριά, που με τον ήχο των κανονιών σας διώξατε τις φυλές αυτές, που σκοτώσατε, κλέψατε, βασανίσατε […] όλους εσάς αιμοσταγείς, βίαιους, μισητούς, τρομερούς, καθαγιασμένους, εγώ σας χαιρετώ, σας χαιρετώ, σας χαιρετώ!»

Κι ύστερα και πάλι ο ποιητικός τόνος επιστρέφει σε ήπιο ρυθμό για να αφηγηθεί την παιδική ηλικία και την τρυφερότητά της.

«[…]μια τύψη δυνατή μέχρι δακρύων,/ για όλα εκείνα -κυρίως τα παιδιά-/ που ονειρεύτηκα να θυσιάζω σαν αρχαίος πειρατής».

Η ύπαρξη της θαλασσινής περιπέτειας στη ζωή του ανθρώπου, το αρχέτυπο του ταξιδιού και η τόλμη που το χαρακτηρίζει όταν η ζωή ακροβατεί στο φτερό των ανέμων και «το μαστίγωμα του νερού με τις σάρκες της περιπέτειας», «στο ψύχος των ωκεανών» ενώ «τα νεύρα τεντώνονται σαν ξάρτια, λύρα στα χέρια των ανέμων». Αυτό είναι η ζωή και το μέγεθος της περιπέτειας αλλά και της τόλμης να ριχτείς σε αυτή γίνονται αθύρματα στα χέρια της μοίρας, αφού ο άνθρωπος πρέπει να γίνεται:

«πρώτα το πλοίο καταμεσής του ποταμού, ορατό και καθάριο,
Ύστερα το πλοίο που απομακρύνεται, μικρό και μαύρο,
Ύστερα σημείο ακαθόριστο στον ορίζοντα (ω, τι αγωνία!),
Σημείο ολοένα και πιο ακαθόριστο στον ορίζοντα…,
Μετά τίποτα […]».

Πέρα από το νοηματικό επίπεδο του ποιήματος αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η ποιητική αισθητική των εικόνων που δημιουργεί κατά την αναγνωστική διαδικασία. Η αδρή εικονοπλαστική δύναμη του δημιουργού διαφαίνεται σε κάθε στίχο αλλά και η ακουστική μορφή του κειμένου κάνει τη θαλασσινή ωδή έναν λυρικό άλλοτε έναν ρεαλιστικό ενίοτε νατουραλιστικό ύμνο στη ζωή και στην οδύνη της ύπαρξης.

Την καλαίσθητη αυτή έκδοση κοσμεί η εικονογράφηση του Γιάννη Τζερμιά.

Διαβάστε επίσης: 

Φερνάντο Πεσσόα – Θαλασσινή ωδή: Το ποίημα 900 στίχων του Πορτογάλου συγγραφέα