Πολυδιάστατη καλλιτέχνιδα, με μεγάλες και δημιουργικές ανησυχίες, η Μάρθα Φριντζήλα εξερευνά ακούραστα το ελληνικό θέατρο, αλλά και τις ιδιαίτερες εκφάνσεις της ελληνικής μουσικής.

Παράλληλα με τις ποικίλες καλλιτεχνικές της δραστηριότητες, έχει ιδρύσει το Αττικό Σχολείο Αρχαίου Δράματος, με στόχο “τη δημιουργία ενός ισχυρού θεσμού με διεθνή προσανατολισμό για τη μελέτη του αρχαίου δράματος σε όλα τα στάδια εκπόνησης μιας παράστασης”.

Με αφορμή το 5ο Αττικό Σχολείο Αρχαίου Δράματος που πραγματοποιείται αυτό το καλοκαίρι, κάνει λόγο για τις προεκτάσεις και την ουσία της όλης σύλληψης, τη σημασία των αρχαίων κειμένων σε ένα αναστοχαστικό πλαίσιο και ταυτόχρονα φαίνεται ιδιαίτερα περήφανη για την σημαντική πολιτιστική προσπάθεια που γίνεται στην πόλη της, την Ελευσίνα!

– Το 5ο Αττικό Σχολείο Αρχαίου Δράματος βρίσκεται προ των πυλών! Μιλήστε μας για τη φετινή διοργάνωση και για τις πιθανές αλλαγές που υπάρχουν, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Από φέτος το σχολείο μας συμμετέχει στο νεοσύστατο Διεθνές Δίκτυο Αρχαίου Δράματος του Υπουργείου Πολιτισμού. Η συμμετοχή μας στο Δίκτυο έρχεται ως ανταμοιβή στις  προσπάθειες πολλών χρόνων, και σηματοδοτεί το άνοιγμα ενός καινούργιου κύκλου εργασιών για την μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων καθώς και για την θεατρική τους απόδοση. Το Αττικό Σχολείο εντάσσεται από φέτος στο πλαίσιο των δράσεων Ελευσίνα-Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης 2021. Από αυτή τη χρονιά ξεκινά και η συνεργασία μας με το διεθνές φεστιβάλ παραστατικών τεχνών Between the Seas.

Το καλοκαίρι θα συνεργαστούμε με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος του Λυκείου που ξεκινάει φέτος, όπου θα παρουσιάσουμε τις Βάκχες, την πρώτη παράσταση του Αττικού σχολείου του 2013.

Όσο για τις αλλαγές στα μαθήματα, εκτός από τους σταθερούς μας καθηγητές τον Camilo Bentancor, τον Ακύλλα Καραζήση και τον Σίμο Κακάλα, φέτος έχουμε την χαρά να έχουμε μαζί μας τον Δημήτρη Καταλειφό που αγαπώ και θαυμάζω πολύ ως ηθοποιό και δάσκαλο, την Γεωργία Τσαγκαράκη σε ένα εργαστήριο για το chorus training, τον Άντη Σκορδή που θα μας μυήσει στην ινδονησιακή μουσική Gamelan και την Μαρίνα Σάττι η οποία θα μας εισάγει στο Circle Singing την μέθοδο που διδάχτηκε από τον σπουδαίο Bobby Mc Ferrin.

– Τι έχει δείξει η μέχρι τώρα εμπειρία του Σχολείου Αρχαίου Δράματος; Κατά τη γνώμη σας τι μπορούμε να μάθουμε από την «επανεστίαση» στο πνεύμα αυτών των αρχαίων δημιουργιών;

Ζητούμενο είναι η ενασχόληση με την ποίηση, και η τραγική ποίηση είναι συνταρακτικά κοντά στην ανθρώπινη ψυχή και διάνοια. Αυτό που βλέπω τόσα χρόνια που ασχολούμαι με την διδασκαλία του αρχαίου δράματος, είναι η συγκίνηση που μπορεί να προσφέρει ακόμα και στα πολύ νέα παιδιά που θα περιμέναμε να αδιαφορούν για την παλιά τέχνη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά  όταν κάναμε ακρόαση των Περσών του Γιάννη Χρήστου, ξαπλωμένοι στο χώμα και στο απόλυτο σκοτάδι, άκουγες τις ανάσες να βαραίνουν, άκουγες τα αναφιλητά να σμίγουν με τις ηχογραφημένες κραυγές. Κάθε χρόνος που περνάει στο Αττικό σχολείο είναι γεμάτος από τέτοιες στιγμές συμπυκνωμένης συγκίνησης. Αλλά και ανεμελιάς όπως την θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό: το μπουγέλο της τελευταίας μέρας, τα μεσημεριανά μας γεύματα,  τα διαλείμματα με πινγκ πονγκ ή μπασκετάκι. Θα έλεγα πως αν μοιάζει με κάτι το Αττικό σχολείο αυτό είναι ένα χωριό σαν του Αστερίξ, που επιμένει και αντιστέκεται.

– Δεδομένου ότι φέτος υπάρχει επικέντρωση στην γραφή του Σοφοκλή, τι θα λέγατε πως ξεχωρίζετε στα κείμενά του;

Ένα απίθανο μέτρο.

– Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε ειδικά τον Φιλοκτήτη; Τι σκέψεις σας γεννά το συγκεκριμένο έργο;

Θα σας απαντήσω με ένα κείμενο που γράψαμε με την αδερφή μου Νικολέττα, την μεταφράστρια του έργου, και μιλά γι’ αυτό που για μένα είναι η ουσία του έργου:

“Ο Φιλοκτήτης, που αγαπά ό,τι αποκτά

όταν του απόμεινε μόνη η αρρώστια

γαντζώνεται από αυτή σαν από αγαπημένο πρόσωπο,

αγαπά την πληγή που δεν τον σκοτώνει και δεν γιατρεύεται

την πληγή που του κάνανε οι αγαπημένοι του εχθροί

και εκεί κάτω από τον έρημο ουρανό της Λήμνου

μέσα στη δίστομη σπηλιά του

την αγκαλιάζει σφιχτά

αυτήν τη μόνη σιγουριά και παρηγοριά του

κι ίσως τότε στιγμές

μπορούμε να τον φανταστούμε ευτυχισμένο.”

– Τι αίσθηση σας προκαλεί ως δημιουργό η επαφή με τον χώρο του Παλαιού Ελαιουργείου;

Πολύ μεγάλη όρεξη για δουλειά. Κι όταν λέω δουλειά εννοώ σκληρή δουλειά: μπάζα, κουβάλημα, χτίσιμο και γκρέμισμα. Κυριολεκτικά και καλλιτεχνικά.

–  Πώς βλέπετε συνολικά την πολιτιστική προσπάθεια που γίνεται στην Ελευσίνα; Κάνετε κάποιες εκτιμήσεις για το μέλλον όλων αυτών των δράσεων;

Νιώθω πολύ τυχερή που η πόλη μου αποδεικνύει με έργα τον πολιτισμό της. Μια πόλη ταλαιπωρημένη και παρατημένη, να καταφέρνει να διεκδικήσει και τελικά να κερδίσει τον τίτλο της πολιτιστικής πρωτεύουσας δεν είναι και λίγο αν σκεφτείς την χρονική περίοδο και τις συγκυρίες που μόνο για πολιτισμό δεν εμπνέουν. Εύχομαι και ελπίζω να αναλάβουν την διαχείριση άνθρωποι με όραμα και φαντασία  και πάνω απ’ όλα σεβασμό και αγάπη για την τέχνη και για την πόλη.

– Από την άλλη, σκηνοθετείτε επίσης τις Βάκχες στο Αρχαίο Στάδιο Επιδαύρου, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Μιλήστε μας λίγο για τη δική σας ανάγνωση στο έργο του Ευριπίδη.

Οι Βάκχες ανεβαίνουν ως λειτουργία από έναν πολύ μεγάλο θίασο ηθοποιών μουσικών και πιστών. Εκτός από τους δεκατρείς μουσικούς και ηθοποιούς της ομάδας μου, στην παράσταση θα λάβουν μέρος πάνω από εκατό σπουδαστές από το Λύκειο Επιδαύρου με τους οποίους θα δουλέψω εντατικά στην διάρκεια του Λυκείου και θα αποτελούν τον χορό των ακολούθων του Διονύσου.  Όπως μπορείτε να φανταστείτε και μόνο ο όγκος του χορού είναι μεγάλη πρόκληση.

– Έχετε δουλέψει τόσο στο Εθνικό, όσο και με μικρές ομάδες στο Ελεύθερο Θέατρο. Τι θα λέγατε ότι σας δίδαξαν περισσότερο ως ενεργή καλλιτέχνιδα αυτές οι διαφορετικές εμπειρίες;

Το Ελεύθερο Θέατρο δεν είναι και τόσο ελεύθερο γιατί πρέπει να ζήσει από τις παραστάσεις κι έτσι το ρίσκο που παίρνουν οι καλλιτέχνες είναι πολύ μικρό. Θα περίμενε κανείς πως συμβαίνει το αντίθετο στο Εθνικό θέατρο, αλλά ούτε κι αυτό είναι ελεύθερο, αν κρίνουμε από το ανεβοκατέβασμα των παραστάσεων, ας πούμε.

Αυτό που έμαθα δουλεύοντας και στα δύο είναι πως αν κάνεις την δουλειά σου καλά, θα σε αφήσουν ήσυχο να πάρεις και τα ρίσκα σου. Η αλήθεια είναι βέβαια πως τίποτα δεν συγκρίνεται με την επιτυχία ή την αποτυχία μίας δουλειάς ολότελα δικής σου. Αυτός είναι και ο λόγος που όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώ να κάνω την παραγωγή των παραστάσεων της ομάδας μου. Είναι πολύ μεγάλο το ρίσκο γιατί εκτός από καλλιτεχνικό είναι και οικονομικό κι έτσι έχω την ευκαιρία να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πόσο ασήμαντο πράγμα είναι η επιτυχία.

– Παράλληλα όμως, δουλεύετε και με εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια και για αυτές σας τις δραστηριότητες;

Η συνεργασία μου με το πανεπιστήμιο Princeton ξεκίνησε το 2008 όταν μία ομάδα φοιτητών επισκέφτηκε την πρόβα του Αίαντα στο Εθνικό με πρωτοβουλία του καθηγητή Ιωσήφ Βιβιλάκη με τον οποίο συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια. Η συνάντηση αυτή οδήγησε στην πρόσκληση του Πανεπιστημίου για μία σειρά σεμιναρίων στην Αμερική καθώς και μία σειρά εργαστηρίων στην Αθήνα. Φέτος θα είμαι η συνεργάτις του καθηγητή Dr Michael Cadden στο θερινό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου.

Με το Stockton University του New Jersey θα συνεργαστώ για δεύτερη φορά ως σκηνοθέτης, το 2015 ανέβασα την “Αυλή των θαυμάτων” του Ιάκωβου Καμπανέλλη και φέτος θα ανεβάσω το σύγχρονο έργο “Stones from God” των Tom Papademetriou και Pamela Henricks.

Η συνεργασία μου με τα πανεπιστήμια της Αμερικής με κάνει να νιώθω ότι αξίζει τον κόπο τόση δουλειά και τόση ταλαιπωρία, αισθάνομαι χρήσιμη και καμιά φορά πολύτιμη, πράγμα που δεν μου συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα.

– Για το τέλος , θα θέλατε να αποκαλύψετε κάποιες σκέψεις σας για τον ελληνικό πολιτισμό σε καιρούς κρίσης;

Όχι. Δεν χρειάζεται να μιλήσω κι εγώ για τον πολιτισμό στην κρίση. Ας ασχοληθούν οι κιουρέιτορς με τον πολιτισμό στην κρίση. Εγώ έχω άλλες δουλειές να κάνω.

– Σας ευχαριστώ πολύ!

Κι εγώ σας ευχαριστώ.


Photo Credits: Ασπρόμαυρο πορτρέτο © Χρήστος Διαμαντής, Έγχρωμη φωτογραφία © Mike Rafail