Η έκθεση «Για όνομα του Θεού, 60 γλυπτά ποιήματα» πραγματοποιείται σε επιμέλεια Μαρίας Μαραγκού και διαρκεί έως 24 Φεβρουαρίου.

Όπως αναλύει η ιστορικός τέχνης Μαρία Σφενδουράκη, «το εικαστικό έργο Για όνομα του Θεού, 60 γλυπτά ποιήματα είναι το δεύτερο σε μορφή βιβλίου που εκθέτει η καλλιτέχνις και έρχεται σε οργανική συνέχεια του πρώτου, 01notebook or 122designs in metaphysics. Η μορφή του προέκυψε ως εξέλιξη των μπλοκ σημειώσεων τα οποία από νεαρή ηλικία αντιμετώπιζε ως πρόσφορα για την παραγωγή αισθητικής αντικείμενα. Έλκει την καταγωγή του από τα παιδικά της βιώματα στην Κρήτη. Από ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο η αντίληψη για το ανθρώπινο και το θείο συμπορεύονταν και νοηματοδοτούσαν μια στάση ζωής.

Πρόκειται για ένα έργο θρησκευτικής και φιλοσοφικής πνοής που έχει στον πυρήνα της δημιουργίας του τον απόκρυφο χαρακτήρα της ερωτικής αγάπης. Μια κοσμολογία εξαιρετικής αισθητικής η οποία ανακαλεί ιερά χειρόγραφα και Κώδικες από το Βυζάντιο, την Αναγέννηση και τους Νεότερους χρόνους. Συμπλέκει αρχαϊκά εικαστικά στοιχεία, γραφές, ιερά σύμβολα και μορφές αρχαίων και νεότερων πολιτισμών με σημεία του σύγχρονου κόσμου και της λαϊκής κουλτούρας. Τα κείμενα του αποτελούν οργανικά μέρη της σύνθεσης και αποδίδονται χειρόγραφα σε δυο είδη γραφής, στη συμβατική τα κείμενα του προηγούμενου έργου και σε μια πρωτότυπη γραμματοσειρά, εν είδει κρυπτογράφησης η ποίηση.

Η γλυπτική του διάσταση απηχείται τόσο στην επιλογή της μορφής, η οποία φέρει τη δική της χωρικότητα (βιβλίο), όσο και στην επιλογή και διαχείριση υλικών διαφορετικής σύστασης και πυκνότητας που αποδίδουν πλούτο υφών και ανάγλυφων ποιοτήτων.

Το έργο αναπτύχθηκε σε δεμένη ασπρόμαυρη φωτοαντιγραφική αναπαραγωγή και μεγέθυνση του προγενέστερου, έτσι ώστε να ενσωματώνει το αποτύπωμά του. Απαρτίζεται από 60 γλυπτά ποιήματα, δηλαδή από 60 φύλλα τα οποία φέρουν πρωτότυπη χειρόγραφη ερωτική ποίηση. Κάθε ένα από αυτά αποτελεί εικαστική μονάδα διπλής μετωπικότητας στην οποία η ποίηση λειτουργεί ως υλικό μέσο και αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης.

Κάθε φύλλο δουλεύτηκε κατά τρόπο τέτοιο, ώστε η μια του σύνθεση/πλευρά να προϋποθέτει την άλλη. Το πάχος του αντιμετωπίστηκε ως τρίτη διάσταση, ως χώρος περάσματος και ανάμειξης των υγρών υλικών. Αυτός ο ελάχιστος συμπαγής χώρος εκφράζεται μορφικά και χρωματικά εκατέρωθεν του φύλλου, επιζητώντας την πλαστική και συνθετική διαχείριση του τυχαίου. Έτσι, κάθε φύλλο αποτελεί ένα αυτόνομο έργο που αναπτύσσεται σε τρεις διαστάσεις και εκφράζεται σε δυο πλευρές.

Όπως και άλλα έργα της Μαρίας Μεθυμάκη, το «Για όνομα του Θεού» είναι αποτέλεσμα μεθοδικής εργασίας. Η ίδια την ονομάζει «προσθετική μέθοδο», διότι συνίσταται αποκλειστικά στην προσθήκη υλικών. Σε αυτή τη μορφή έργων, ωστόσο, η «προσθετική» παγιώνεται και ενισχύεται καθώς, το νέο έργο αναπτύσσεται επί του προϋπάρχοντος ως «προσθήκη». Σαν διεσταλμένο παρόν που εμπεριέχει το παρελθόν του και προοικονομεί το μέλλον του.

Είναι έργο περιορισμένης χρωματικής κλίμακας η οποία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις χρωματικές ιδιότητες των υλικών του. Υπερτερούν οι τόνοι του γκρίζου και το χρυσό. Χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του σημείου και της γραμμής, δυο πρωταρχικών εικαστικών στοιχείων που εδώ εξυπηρετούν συνθετικούς, πλαστικούς κι αισθητικούς σκοπούς. Οργανώνουν το χώρο, δημιουργούν πεδία, διατάξεις και ρυθμούς. Αναπτύσσονται αλλού γεωμετρικά και αλλού ελεύθερα, αποδίδοντας φόρμες, αριθμούς, γραμματοσειρές και μορφές. Θα βρούμε, λόγου χάρη, το σημείο σε μορφή κηλίδας, τελείας, ή κύκλου, ανάγλυφο ή επίπεδο, να μετασχηματίζεται σε πλανήτη ή ζωδιακό σύμβολο και τη γραμμή αλλού να κινείται αυστηρά γεωμετρικά και να δημιουργεί μορφές, όπως η αιγυπτιάζουσα κόμπρα, και αλλού ελεύθερα ως ιδιόχειρη γραμματοσειρά, τοπογραφική απεικόνιση κλπ.

Διαμορφώνεται έτσι ένας εικαστικός χώρος που οργανώνεται βάση δικής του εσωτερικής κλίμακας, χωρίς το ενδιαφέρον της απόδοσης βάθους και αναλογιών. Το «βάθος» του προκύπτει από στρώσεις υλικών και γραφών που δημιουργούν χαμηλό ανάγλυφο. Καθώς παίρνει διαφορετικές οργανωτικές τροπές, τον βρίσκουμε ως κάναβο, ως σχηματική απόδοση διάταξης κειμένου που προκύπτει από το προγενέστερο έργο, ως τοπογραφική απεικόνιση σε κάτοψη και τομή, ως χρωματικό ή γραμμικό πεδίο, ως προσιδιάζοντα σε χάρτη, αεροφωτογραφία κλπ. Σε αυτόν συμπλέουν ετερόκλητες πολιτισμικές μορφές που προέρχονται από το χώρο της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της τέχνης, των μαθηματικών, της αστρονομίας, της αλχημείας, της αστρολογίας, της λαϊκής παράδοσης. Συνυπάρχουν σε μια άχρονη χωρικότητα ιερά δισκοπότηρα, σταυροί, ζωδιακά, εβραϊκά και μασονικά σύμβολα, δίσκοι, πλάνητες, ήλιοι, εκκλησιαστικά πρόσφορα και άλλα τα οποία συναντούν αφηρημένα προσωπικά σύμβολα, μυστικά ερωτικά ποιήματα και απροσδόκητα μικρογραφικά στοιχεία της φύσης και της τεχνολογίας, συνθέτοντας ένα έργο με έντονο το μυστηριακό στοιχείο. Ένα έργο μεταφυσικών αναζητήσεων που διαπνέεται θρησκευτικά από τη χριστιανική ορθοδοξία και φιλοσοφικά από τη φαινομενολογία.

Για τη δημιουργία του η καλλιτέχνις επένδυσε εξαρχής στο μη ελεγχόμενο και στο τυχαίο. Ενσωμάτωσε το εικαστικό του προηγούμενο ως αποτύπωμα της εμπειρίας και εικόνα της μνήμης. Ανέδειξε τις αισθητικές δυνατότητες των υλικών και τις μορφοπλαστικές δυνατότητες ανάπτυξης του σημείου και της γραμμής, διατηρώντας την αρχαϊκότητα τους και την πολιτισμική τους εμβέλεια. Θεματοποίησε την ενεστώσα διάσταση του παρελθόντος σε επίπεδο προσωπικό, καλλιτεχνικό, πολιτισμικό, δημιουργώντας ένα έργο σύγχρονης τέχνης που απηχεί την κατάσταση ρίψης του ανθρώπου στον κόσμο. Ένα έργο-έκθεση που έχει τη μορφή του βιβλίου και καλεί τον θεατή να περιηγηθεί στις σελίδες του με το βλέμμα».

Για το ίδιο έργο η ποιήτρια Μαρίζα Παρασύρη στο κείμενό της Προς μιαν αισθητική του αν-αίσθητου γράφει:

«Απολαμβάνουμε την αισθητική ενός έργου τέχνης, αντικρίζουμε την ομορφιά του, μέσω κυρίως τής μορφής του. Μα, η μορφή, όπως ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος μάς επισημαίνει, είναι η εφαρμοσμένη ηθική τού καλλιτέχνη. Κι αν θα θέλαμε να αναζητήσουμε μια κάποια προσωπικότητα πίσω από το καλλιτεχνικό έργο μίας ή ενός δημιουργού, περισσότερο θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει η αισθητική που προάγει και παράγει παρά το οτιδήποτε επιχειρεί να μας μεταδώσει μέσα από νοήματα και ιδέες. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί τη λέξη “Θεός” στο έργο του ενώ είναι άθεος, μα δεν μπορεί να Τον κάνει αισθητό χωρίς να Τον πιστεύει.

Το βιβλίο «για όνομα του Θεού», διεκδικεί μια θέση στο ωραίο. Σ΄ ένα ωραίο που μάς θέλγει γιατί μάς προσφέρει κατιτί διάφορο από την εμπειρία της καθημερινής επαφής μας με τον κόσμο και τον εαυτό. Διάφορο, δηλαδή, έναν ολότελα προσωπικό και ανεπανάληπτο δεσμό τής δημιουργού με το υλικό της. Αξιώνει το όμορφο που μας έλκει, όμως, ως κάτι το οποίο ο Καντ θα διαχώριζε από το καλό, το αληθινό και το χρήσιμο. Είναι, τρόπον τινά, το όμορφο ως διάθεση αφορμώμενη από τη συμμετοχή, τη μαρτυρία μας στη μυστηριακή σχέση τού ίδιου τού βιβλίου με τη Μαρία, όπως αυτή αποτυπώνεται και μάλιστα γλυπτικά.

Αν η φιλαυτία στην Ορθόδοξη παράδοση είναι ο έρωτας τού μηδενός, τότε η ανοιχτοσύνη, συνιστά την ενεργητική ενατένιση τού όλου ή ακόμα τού απείρου. Το δόσιμο σημαίνει και την αποφασιστική επαφή με τον Άλλο ή και το Άλλως Άλλο. Ό,τι ο καλλιτέχνης οφείλει να υπηρετεί- αν και όχι να εξυπηρετεί.

Το καλλιτεχνικό Εγώ τής Μαρίας φαίνεται έτοιμο γι’ αυτήν την αναμέτρηση. Είναι επιμελώς διευθετημένο και κατασκευασμένο. Γι’ αυτό και λογαριάζεται με το σύμπαν ολάκερο. Υπό τον έλεγχό της οι αριθμοί, το αλφάβητο γεωμετρίες παράξενες υπό την εποπτεία της. Την παρακολουθούμε να επινοεί ένα νέο, δικό της όργανο γραφής που καθίσταται πρώτη ύλη μαζί με άλλα μέσα. Στη διαδικασία παραγωγής τού έργου, ωστόσο, δεν αφαιρείται κανένα υλικό, καμία δημιουργική της χειρονομία δεν αναιρείται. Η γλυπτική της γλώσσα δομείται στη βάση τής συνεχούς κατάφασης, με την πρόσθεση, δηλαδή, στο έργο της οποιουδήποτε καλλιτεχνικού – και άρα μοναδικού και πρωτοφανούς- αντανακλαστικού.

Το έργο, τελικά, μάς παρουσιάζεται ως βιβλίο, όχι όμως γιατί προτεραιότητα είναι εδώ μια κάποιου τύπου αφήγηση, αλλά διότι η δημιουργός προτίθεται να αναδείξει τον ενδιάμεσο χώρο τού κάθε φύλλου ως μια αναδίπλωση της ερωτικής ουσίας τής καλλιτεχνικής της πρακτικής. Η απόσταση, αλλά και η σύναψη μεταξύ τής ίδιας και τού Άλλου, η απόκλιση και η ένωση τού Εγώ με το αλλιώτικο στο βιβλίο τής Μαρίας γίνονται αισθητά ως ένας ανεπαίσθητος χώρος και χρόνος, ως μια μηδαμινή μα όχι ασήμαντη γλυπτική μονάδα.

Μόνον έτσι, με τη διαμεσολάβηση από κατιτί μη ή ελάχιστα αισθητό κι έτσι μη ελέγξιμο, μη προσβάσιμο, μη προβλέψιμο, μόνο μ’ αυτήν τη μυστηριακή συνθήκη η Μαρία διακινδυνεύει να εντάξει στο καλλιτεχνικό της πεδίο μιαν άλλη παρουσία. Όχι πια ως εχθρική υπόσταση που με το βλέμμα της οδηγεί σ’ αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει προσωπική κόλαση, αλλά, αντίθετα, ως το ερωτικό Άλλο που εκπορεύεται από το οριστικό αγαπητικό άνοιγμα και χάρισμα τού καλλιτεχνικού εαυτού στον κόσμο και στα πράγματα.

Δουλεύοντας και διαβαίνοντας τον ενδιάμεσο χώρο, το μυστήριο τού ανεπαίσθητου, η Μαρία δεν αισθάνεται την απομόνωση, την αποσπασματικότητα και την ευαλωτότητα τής σύγχρονης ατομικότητας. Γι’ αυτό δεν εξαντλείται στην αυτοπροσωπογραφία και στον μονόλογο. Κουβεντιάζει με το σύμπαν και για το σύμπαν, με τον Άλλο και για τον Άλλο, όχι όμως ως περίκλειστη, αδιαπέραστη και απειλούμενη οντότητα, αλλά ως μια δημιουργός που ακούει και αποκρίνεται κατευναστικά και ειρηνευτικά στα σύγχρονα επώδυνα ερωτήματα που απορρέουν από την απόπειρα σχετισμού μας με κατιτί έξω και πέρα από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ο χρόνος και ο χώρος βιώνονται, άραγε, ανάλογα και σε αντιστοιχία με την απόκριση στα ερωτήματα αυτά: «Είμαστε μόνοι; Είμαστε οι Μόνοι;»; Παρόλη την κρισιμότητα, την επιτακτικότητα τής στιγμής, η Μαρία δεν διακατέχεται από αγωνία. Δεν φαίνεται να χρονοτριβεί. Μόνον όσο αυτή η «αναισθησία» της απαιτεί για να γίνει αισθητή, όχι σαν οριστική και επιβεβλημένη απάντηση αλλά ως ένα απλό επιφώνημα: «για όνομα τού Θεού». Τόσο χρόνο και χώρο δίνει, όσο διαρκεί και καταλαμβάνει ένα επιφώνημα για την απόσταση από τον εγωτισμό στη δωρεά τού εαυτού, για το πέρασμα από τον μηδενισμό στη γνήσια ελπίδα.

«Τα παρατάς ή συνεχίζεις;», ρωτάει ο Ρεμπώ ύστερα από μια στιγμή κρίσιμης αυτοσυνειδησίας στην ποιητική του σύνθεση Μια εποχή στην Κόλαση. Ο Ρεμπώ συνεχίζει μόνος του σ’ έναν κόσμο κατακερματισμένο κι έκπτωτο. Στο «για όνομα του Θεού», η Μαρία συνεχίζει, επίσης, αφήνοντας όμως το ίχνος της στα φύλλα τού βιβλίου. Ένα ίχνος που γίνεται χνάρι για τον Άλλο, σαν μια εθελούσια προσφορά.

Μα το όμορφο, ευτυχώς, δεν συνιστά μια a-priori αξία. Θα ήταν αναγκαστική.

Είναι δώρο που το λαμβάνουμε, ή όχι, μιαν έκτακτη στιγμή».