Η «Φθινοπωρινή σονάτα» (1978), η αριστουργηματική ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μεταφέρεται από τις 29 Οκτωβρίου στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, “ανοίγοντας” με τον πιο ιδανικό τρόπο την αυλαία του ιστορικού αυτού χώρου για την καλλιτεχνική περίοδο 2015- 2016.

Η Μαρία Μαγκανάρη, που υπογράφει τη μετάφραση, τη διασκευή και τη σκηνοθεσία της παράστασης, μας μίλησε για το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή που αποτελεί «μόνιμη καλλιτεχνική αναφορά» για εκείνη, την ιδέα πίσω από την επιλογή του συγκεκριμένου έργου, καθώς και τον ρόλο που έχει η μουσική στη σκηνική της πρόταση. Όπως ήταν αναμενόμενο, η “συζήτηση” οδηγήθηκε και σε άλλα “μονοπάτια”.

Κάποιος σημαντικός κύκλος που έκλεισε αφήνοντας πίσω του έναν «ανοιχτό διάλογο», μία νέα ομάδα που δημιουργήθηκε ως «γόνιμη αντίδραση» στη δύσκολη εποχή που διανύουμε, καθώς και η ανάγκη «να επιμένουμε σε σχέσεις και σε ανθρώπους», ήταν μερικά από αυτά.

Η συνέχεια, εκτός από ενδιαφέρουσα, είναι και ουσιαστική!

Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου

Culturenow.gr:  Εναρκτήριο έργο της φετινής καλλιτεχνικής χρονιάς για το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων –και απόλυτα σχετικό με την εποχή- είναι η «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε δική σας μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία. Πείτε μας αρχικά, πώς αισθάνεστε που η παράσταση παρουσιάζεται στο ιστορικό θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή;

Μαρία Μαγκανάρη: Στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων μπήκα ως θεατής για πρώτη φορά το 1996, για να δω το “Μισάνθρωπο” του Μολιέρου. Πρωταγωνιστούσε η Μαρία Κεχαγιόγλου, η οποία με βοηθούσε τότε για να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή. Έκτοτε το θέατρο αυτό έγινε μόνιμη καλλιτεχνική αναφορά για μένα, όπως και για τους περισσότερους. Φανταστείτε πόσο συγκινητικό είναι τώρα να σκηνοθετώ ένα έργο με πρωταγωνίστρια τη Μαρία σε αυτό εδώ το θέατρο. Αυτό που έχει αφήσει πίσω του ο Λευτέρης Βογιατζής είναι, νομίζω, ανεκτίμητο. Η αφοσίωση, η πνευματικότητά, το βάθος στο οποίο οδηγούσε τα πράγματα είναι στοιχεία τα οποία λείπουν γι’ αυτό και   προστρέχουμε στο έργο του διαρκώς. Δουλεύοντας καθημερινά σε αυτό το θέατρο, είμαστε τυχεροί που εισπράττουμε την αύρα που εκείνος άφησε, και την οποία διατηρούν με φροντίδα η κυρία Λεβίδη και όλοι οι άνθρωποι που κρατούν αυτό το θέατρο ανοιχτό.

Cul. N.: Τί σας γοήτευσε στην εμβληματική ταινία του Μπέργκμαν και αποφασίσατε να την μεταφέρετε στο θέατρο; Σε ποια σημεία διαφέρει η θεατρική σας διασκευή από την κινηματογραφική εκδοχή, πέρα από τα προφανή;

Μ. Μ.: Η ιδέα για να δουλέψουμε πάνω στο συγκεκριμένο έργο, ανήκει στη Μαρία Κεχαγιόγλου. Ωστόσο αμέσως με συνεπήρε κι εμένα. Η απλότητα αυτού του  κειμένου σε συνδυασμό με το βάθος που διαθέτει, είναι αρετές που δεν συναντάς συχνά. Η ταινία συγκεντρώνεται στη σχέση αυτών των δύο γυναικών, της μητέρας και της κόρης, σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν ξεχνάει ότι είναι σινεμά. Η δική μου ανάγκη ήταν η συγκέντρωση στον ηθοποιό και στο κείμενο. Να ερευνήσω εκ νέου την αλληλεπίδραση των ηθοποιών επί σκηνής. Καθώς στο θέατρο δεν υπάρχει η δυνατότητα περάσματος από το γενικό στο κοντινό πλάνο (που μπορεί να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια αυτής της αλληλεπίδρασης), η διαδικασία αποτύπωσης της σχέσης διαφέρει. Οι λέξεις πρέπει να φτάνουν τόσο πραγματικά στον άλλον, ώστε να τον αλλάζουν σωματικά, να τον μετατοπίζουν. Για να γίνει αυτό, αναγκαστήκαμε μοιραία να ξεχάσουμε την ταινία ώστε να βρούμε τη δυναμική της παράστασης. Η διασκευή μας, που κρατάει μόνο τα δύο πρόσωπα, ήταν η πρώτη από μια σειρά ‘ελευθερίες’ που απολαύσαμε.

Cul. N.: Ο Μπέργκμαν φαντάστηκε την ταινία του ως «ένα όνειρο σε τρεις πράξεις, με δύο πρόσωπα και τρεις φωτισμούς», όπως μαθαίνουμε από το δελτίο τύπου. Εσείς, πώς διαχειριστήκατε σκηνικά το συγκεκριμένο έργο; Αν λάβουμε υπ’ όψιν το μισό συνθετικό του τίτλου (Σονάτα), αλλά και το θέμα του έργου, με ποιον τρόπο θα λέγατε ότι επεμβαίνει η μουσική στη παράστασή σας;

Μ. Μ.: Η μουσική είναι παρούσα στο έργο, ήδη από τον τίτλο του. Η φόρμα σονάτας, ως μουσικός όρος, ακολουθεί μία δομή την οποία υιοθετεί και η ταινία. Η δομή αυτή περιλαμβάνει την έκθεση ενός θέματος, την ανάπτυξή του και, τέλος, την επανέκθεσή του. Η σχέση μητέρας- κόρης τίθεται στο τραπέζι, θα λέγαμε, ξανά και ξανά. Η παράσταση ξεκινάει με ένα αίτημα αγάπης της κόρης προς τη μητέρα, μια πρόσκληση για να συναντηθούν μετά από εφτά χρόνια, και κλείνει με ένα ανάλογο γράμμα- αίτημα. Ό, τι συνέβη στο μεταξύ, τροφοδοτεί αυτόν τον κύκλο της ανικανοποίητης αγάπης και των αμετάκλητων σφαλμάτων. Η μητέρα είναι μια διάσημη πιανίστρια. Η μουσική είναι το πιο κοντινό της “πρόσωπο”.

Η μουσική παρεμβάλλεται συνήθως και στη σχέση της με τους ανθρώπους, τους οποίους αδυνατεί να πλησιάσει πραγματικά (ακόμα και τα ίδια της τα παιδιά). Σκεφτείτε πόσες ώρες πέρασε αυτή η μητέρα δουλεύοντας στο πιάνο της, και πόσες η κόρη έξω από το δωμάτιο της μητέρας, ακούγοντας αυτές τις μουσικές. Αυτό το δεδομένο είναι κομβικό για τη σκηνοθεσία. Οι ηθοποιοί επί σκηνής συνδιαλέγονται μεταξύ τους, συνδιαλέγονται με τη μουσική αλλά και διαμέσου αυτής.

Cul. N.: Πρόκειται να “συνομιλήσετε” με έναν σκηνοθέτη απ’ τον οποίο εμπνεύστηκε το όνομά του ο Θίασος Κανιγκούντα. Στο άκουσμα αυτής της ομάδας, ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που σας έρχεται στο μυαλό; Πώς κρίνετε το γεγονός ότι αξιόλογες θεατρικές ομάδες, με αναγνώριση εντός και εκτός συνόρων, αναγκάζονται να διακόψουν τη λειτουργία τους – τις περισσότερες φορές – γιατί δεν έχουν την ανάλογη υποστήριξη και βοήθεια από το κράτος;

Μ. Μ.:  Η Κανιγκούντα υπήρξε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου σε καλλιτεχνικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Η δουλειά που κάναμε αυτά τα χρόνια (2005- 2014) διαμόρφωσε το καλλιτεχνικό μου κριτήριο, υπήρξε αποκαλυπτική ως διαδικασία για τη λειτουργία μου ως ηθοποιός, αλλά και έδωσε το χώρο για τη συνειδητοποίηση της επιθυμίας μου να σκηνοθετήσω. Μου έδινε επίσης τη χαρά του να μπορώ να ονειρεύομαι και να προσδοκώ. Γι’ αυτό και υπήρξα απόλυτα αφοσιωμένη σ’ αυτή την ομάδα. Κάποια στιγμή αυτός ο κύκλος έκλεισε- οι δυσκολίες που προήλθαν από την εγκατάλειψη που υφίσταται το θέατρο και ο πολιτισμός, έπαιξαν το ρόλο τους σ’ αυτό. Ωστόσο ο διάλογος παραμένει ανοιχτός, τόσο με το Γιάννη Λεοντάρη, όσο και με τη Μαρία Κεχαγιόγλου-  απόδειξη είναι η τωρινή μας συνεργασία.

Cul. N.: Ας πάμε όμως σε ομαδικές δουλειές που “γεννιούνται” σε πείσμα των καιρών. Ποια ανάγκη σας ώθησε στη δημιουργία της ομάδας προτσές την Άνοιξη του 2014, τί συμβολίζει το όνομα που της δώσατε και ποιοι είναι οι καλλιτεχνικοί στόχοι  που σας ενώνουν;

Μ. Μ.: Η δημιουργία της ομάδας προτσές ήταν μια γόνιμη αντίδραση στο αναπόφευκτο πένθος που βίωσα με το τέλος της Κανιγκούντα. Προτσές σημαίνει διαδικασία, εξελικτική πορεία, νομοτελειακά αδιάκοπη κίνηση. Καθώς αυτή η εξελληνισμένη λέξη συχνά εντοπίζεται σε κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα κείμενα, είναι και μια αναφορά δυναμικής στη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε στη χώρα μας.

Η ερευνητική δουλειά σε σχέση με το λόγο και την αλληλεπίδραση των ηθοποιών και ο διάλογος με άλλες τέχνες (λογοτεχνία, μουσική, εικαστικά), θα έλεγα ότι είναι κάποιες από τις κατευθύνσεις της δουλειάς μας. Κυρίως πάντως, η προτσές είναι μια συνθήκη συνάντησης και συνεργασίας.

Cul. N.: Μετά την πρώτη σας παραγωγή, «Το Θηρίο στη Ζούγκλα», καταπιάνεστε και πάλι με ένα έργο που εστιάζει στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και στην ατέρμονη “πάλη” του ατόμου με τους άλλους και τον ίδιο του τον εαυτό. Σήμερα, πώς αντικρίζετε γύρω σας τις ανθρώπινες σχέσεις, σε οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο;

Μ. Μ.: Το θέατρο είναι πάντα “προς”. Το διάνυσμά του είναι εξ’ ορισμού προς τον άλλον. Νομίζω πως αυτή η ανάγκη πλησιάσματος προς τους ανθρώπους με οδήγησε στο θέατρο. Πιστεύω και επενδύω στις αληθινές συναντήσεις, σε όλους τους τομείς της ζωής μου.

Η σκληρότητα που βιώνουμε από τις συνθήκες που επιβάλλει παγκοσμίως ο πιο απάνθρωπος καπιταλισμός, δεν μπορεί ν’ αφήνει ανεπηρέαστες τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ίδιοι οι άνθρωποι στεγνώνουν, γίνονται πιο σκληροί. Όταν, για παράδειγμα, καταργείται η έννοια “επάγγελμα” και η επιβίωση γίνεται αμφισβητήσιμη για όλο και περισσότερους, είναι μοιραίο να αποσταθεροποιείσαι, να συνθλίβεσαι ψυχικά. Γι’ αυτό πιστεύω πως είναι μεγάλη ανάγκη να επιμένουμε ακόμα περισσότερο. Να επιμένουμε σε σχέσεις και σε ανθρώπους, να επιμένουμε και σε σχέση με τις πραγματικές μας επιθυμίες. Να μην εγκαταλείπουμε.

Cul. N.: «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε», επισημαίνει ένα από τα πρόσωπα του έργου· Εσείς, σε πιο προσωπικό επίπεδο, είστε αισιόδοξη για το μέλλον; Πιστεύετε πως θα αλλάξει κάτι προς το καλύτερο και αν ναι, πού το στηρίζετε αυτό;

Μ. Μ.: Δεν ξέρω αν είμαι αισιόδοξη. Δεν είναι λογικό να είσαι αισιόδοξος όταν, ας πούμε, στο βυθό του Αιγαίου καθημερινά προστίθενται δεκάδες ή εκατοντάδες ψυχές. Δεν πιστεύω φυσικά στο τέλος της Ιστορίας. Είμαι σχεδόν καθημερινά έτοιμη να εκπλαγώ, να ενθουσιαστώ, να παρασυρθώ. Και αυτό είναι το μόνο που με διασώζει. Καταβάθος είμαι με την Ουτοπία.

Cul. N.: Εκτός από την «Φθινοπωρινή Σονάτα», έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια, τα οποία θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

Μ. Μ.: Συνήθως όταν μια παράσταση είναι έτοιμη να βγει προς το κοινό, κάτι άλλο ακολουθεί και καταλαμβάνει τον αντίστοιχο χώρο μέσα μου. Ήδη τρία (!) διαφορετικά πρότζεκτ δουλεύονται μέσα μου και προετοιμάζονται. Το ένα αφορά ένα κλασικό θεατρικό έργο, το δεύτερο συνδυάζει έναν συγγραφέα και ένα μέρος και το τρίτο έχει σαν βάση την ποίηση και το χιούμορ. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας πω περισσότερα προς το παρόν.


Η «Φθινοπωρινή Σονάτα», του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ζωντανεύει στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής από 29 Οκτωβρίου 2015. Περισσότερες πληροφορίες.