Η Πινακοθήκη Κυκλάδων στην Ερμούπολη της Σύρου, ένας από τους πιο όμορφους και ιστορικούς χώρους του νησιού, θα υποδεχτεί και θα φιλοξενήσει την αναδρομική έκθεση ζωγραφικής της Μαρίας Κτιστοπούλου. Η ζωγράφος απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow και μας αναφέρει τις πιο σημαντικές στιγμές της πορείας της

Συνέντευξη στην Αθήνα Πούλιου

Culturenow: Ο τίτλος της έκθεσης σας είναι Στιγμές πορείας, και μιας και η έκθεση είναι αναδρομική, καταλαβαίνουμε ότι το κοινό θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει έργα σας τα οποία στιγμάτισαν την πορεία σας. Μιλήστε μας λίγο για τα έργα που θα παρουσιαστούν. Έχει γίνει επιλογή με κάποια συγκεκριμένα κριτήρια;

Μαρία Κτιστοπούλου: Φτάνει κάποια εποχή που εμείς οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουμε αναδρομικές εκθέσεις, έπειτα από χρόνια δουλειάς. Είναι ένα χρονολογικό ευρετήριο όπου καταγρα΄φονται οι διάφορες προσπάθειές μας και οι προβληματισμοί μας από την μέχρι σήμερα εικαστική μας πορεία. Σε αυτήν την έκθεση διερευνάται η συγγένεια ανάμεσα σε έργα διαφορετικών ενοτήτων και χρονικών περιόδων, καθώς επίσης τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, οι τεχνικές, και εντέλει η εσωτερική συνοχή της.

C. N.: Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί σε ένα χώρο, ο οποίος έχει την δική του ιστορία, την Πινακοθήκη Κυκλάδων. Πώς νιώθετε που εκθέτετε σε ένα τέτοιο χώρο και πώς σκοπεύετε να τον χρησιμοποιήσετε για την ανάδειξη του έργου σας;

Μ. Κ.: Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί σε ένα χώρο ο οποίος έχει μεγάλη ιστορία. Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο οικοδόμημα του 19ου αιώνα, το οποίο αποτελεί ένα αυτόνομο και σπουδαίο έργο αρχιτεκτονικής, πάνω στο λιμάνι της Ερμούπολης, της πρωτεύουσας των Κυκλάδων, που τα τελευταία χρόνια, με βάση τον θεσμό των Ερμπουπολείων παρουσιάζει ενδιαφέρουσες πολιτιστικές δραστηριότητες.

Ο χώρος αυτός είναι μνημιακός και συνδέεται με την έννοια της αναδρομικής που λειτουργεί ως διάθεση αναζωπύρωσης της μνήμης στα στάδια του έργου μου, που μέχρι σήμερα έχω διανύσει.

C. N.: Η δουλειά που θα δούμε στην έκθεση τοποθετείται χρονικά την περίοδο από το 1980 έως και σήμερα. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχετε ξεχωρίσει κάποιες πιο συγκεκριμένες περιόδους δουλειάς και για ποιους λόγους;

Μ. Κ: Από το 1980 έως σήμερα έχω δημιουργήσει επτά εικαστικές ενότητες στον χώρο της ζωγραφικής. Στην πρώιμη περίοδο (1985 – 1990) τα έργα μου τα χαρακτηρίζει μια εξπρεσσιονιστική γραφή, μετουσιωμένη σε χειρονομιακή αφαίρεση, στις ενότητες Όστρακα, Ιχθύες και Μεταλλάξεις. Ένα έργο όμως σταθμός της πρώτης μου εκθεσιακής περιόδου είναι το Πλήθος (1990). Πρόκειται για ένα πολύπτυχο, που αποτελείται από 22 αυτονομημένες φιγούρες διαστάσεων 180 Χ 50 cm η κάθε μία. Ομαδικό έργο από πορτρέτα που έχουν συγγενική και συμπληρωματική σχέση μεταξύ τους, που σκοπέυουν να φαίνονται όλοι μαζί σαν ένα Πλήθος, αλλά παράλληλα και οπτικά ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. τότε έγραψα μια μελέτη διατριβή για το “δίπτυχο – πολύπτυχο στην τέχνη” και έτσι από τότε τα πολύπτυχα εντάσσονται στον προβληματισμό μου.

Στη συνέχεια το ενδιαφέρον μου επικεντρώνεται στο “βλέμμα” το οποίο παρακολουθούμε μέσα από τη σειρά έργων Οίκος (1993 – 1994) και στις Κρύπτες (1994-1997), έργα που εκπροσώπησαν την Ελλάδα στην ανάληχη της προεδρίας της στις Βρυξέλλες (1997). Συνεχίζω με εσωτερικά δωματίων, και χώρους εσωτερικού περιβάλλοντος για να φτάσω στους “σωρούς των φρούτων και των καρπών της γης”, με έργα όπως το Υγρό κόκκινο (1999-2000) και άλλα. Το Υγρό κόκκινο πιστεύω ότι αναδεικνύει το αισθητικό, φιλοσοφικό και εικαστικό επίπεδο αυτής της σειράς έργων και εποχής.

C. N.: Στη μέχρι τώρα καλλιτεχνική πορεία σας από ποιους παράγοντες πιστεύετε ότι έχει επηρεαστεί περισσότερο και τι μέσα χρησιμοποιείτε στη ζωγραφική σας για να προβάλετε αυτό που σας έχει επηρεάσει και υποκινήσει να ζωγραφίσετε; Ποιο είναι το στοιχείο που υπερισχύει κοιτάζοντας το σύνολο του έργου σας;

Μ. Κ: Στην καλλιτεχνική μου πορεία έως σήμερα η ζωγραφική μου είναι βιωματική και τα μέσα που χρησιμοποιώ για την δουλειά μου είναι αυτά που μπορεί να δώσουν πιο πειστικό αποτέλεσμα. Όπως π.χ. στη σειρά Πορτρέτα πλοίων, η διαδικασία της ζωγραφικής και της τεχνικής ήταν τέτοια, ώστε να μπορέσω να αποδώσω όσο γίνεται πειστικότερα, την φθορά της ύλης, το ταξίδι του χρόνου, και της περιπέτειας πάνω στα σκαριά τους, Το στοιχείο που υπερισχύει κοιτάζοντας το έργο μου είναι το στοιχείο της φθοράς που είναι η ίδια η ζωλη, ο κύκλος της ζωή – έρωτας – θάνατος.
Εν τέλει ο καλλιτέχνης πρέπει να δουλεύει με πάθος, γιατί το πάθος είναι μεταδοτικό. Το έργο θα έχει ενδιαφέρον μόνον όταν χειρίζεται το υλικό του με απόλυτη ειλικρίνεια.

C. Ν.: Έχετε διδάξει Ελεύθερο Σχέδιο και Χρώμα σε σπουδαστές, κατά την περίοδο 1988 – 1994, οπότε έχετε έρθει σε άμεση επαφή με νέους επίδοξους καλλιτέχνες. Οι νέοι που σπουδάζουν Τέχνη σε κρατικές και μη σχολές πόσο πιθανό είναι να αναγνωριστεί το έργο τους στην Ελλάδα, υπό τις σημερινές συνθήκες. Βρίσκεται διαφορές ανάμεσα σε εκεινή την εποχή που διδάσκατε και την σημερινή εποχή;

Μ. Κ.: Δυστυχώς οι νέοι καλλιτέχνες σπουδάζουν και εξελίσσονται στη διάρκεια των σπουδών τους σαν μέσα σε ένα μπαλόνι το οποίο όταν αποφοιτούν σκάει απότομα. Διότι μόλις τελειώσουν την Σχολή και έρθουν σε επαφή με τις γκαλερί εκεί διαπιστώνουν ότι δεν είναι εύκολο να μπεις σε αυτόν τον χώρο. Και έχει να κάνει αποκλειστικά με γνωριμίες και με το πόσο μεγάλο κύκλο έχεις. Η Ελλάδα δεν σπρώχνει ούτε ενθαρρύνει το δημιουργικό δυναμικό της μέσω του κρατικού μηχανισμού. Πάντως οι διαφορές ανάμεσα στην εποχή που δίδασκα σε σ΄χεση με το σήμερα είναι χαοτικές.

Στην ΑΣΚΤ και στις άλλες σχολές τέχνης οι φοιτητές δεν εκπαιδεύονται για την μεταφοιτητική πραγματικότητα, γνώση που είναι απαραίτητη. Δεν γνωρίζουν τίποτα για την αγορά της τέχνης, τα Μουσεία, τους συλλέκτες, το κρατός ή άλλους παράγοντες.

C. N.: Ένας καλλιτέχνης μπορεί να ποτέ να σταματήσει να ζωγραφίζει; Έχετε σκεφτεί ποτέ ότι ήρθε η στιγμή να πείτε ότι “φτάνει, αυτό είναι το έργο που θα αφήσω πίσω μου…” ή είναι έμφυτη η ανάγκη για έκφραση μέχρι και την τελευταία στιγμή;

Μ. Κ.: Πιστεύω πως η ύπαρξη της ζωγραφικής είναι άσκηση ζωής και δρόμος που δεν τερματίζει εύκολα. Θα έλεγα ότι είναι αέναος. προσωπικά ζωγραφίζω γιατί το έχω ανάγκη, γιατί ελαφραίνω, γιατί πετάω, μου φεύγουν τα βάρη. Η τέχνη είναι το αναλγητικό μου.

Info: Η Μαρία Κτιστοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας με καθηγητές τους Τριαντάφυλλο Πατρασκίδη, Μαρτίνο Γαβαθά και Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Τιμήθηκε με τρεις κρατικές υποτροφίες από το Ι.Κ.Υ. Αποφοίτησε με άριστα το 1990. Επίσης, σπούδασε Γραφικές Τέχνες στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (Α.Τ.Ι.)

Έργα της περιλαμβάνονται στις εξής συλλογές: Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα – Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, Κηφισιά – Μουσείο Βορρέ, Παιανία – Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Φλώρινας – Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη (Teriade), Βαρειά Μυτιλήνης – Δημοτική Πινακοθήκη Ερμούπολης Σύρου – Πινακοθήκη Κομοτηνής – Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας Χρήστου & Σοφίας Μοσχανδρέου, Μεσολόγγι – Συλλογή Βλάσση Φρυσίρα – Συλλογή Κώστα Ιωαννίδη – Συλλογή Μανώλη Βάρσου, Συλλογή Λαυρέντη Λαυρεντιάδη κα.

Διοργάνωσε ένδεκα ατομικές εκθέσεις. Έλαβε μέρος σε περισσότερες από εκατό ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης, εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διεθνείς μπιενάλε. To 2007 κυκλοφόρησε βιβλίο – μονογραφία σχετικά με το έργο της από τις εκδόσεις Αδάμ.
Παράλληλα με τη ζωγραφική, εργάστηκε ως creative art director στο διεθνές διαφημιστικό δίκτυο Lowe Alector (1988-1999).

Διακρίθηκε με το πρώτο βραβείο για καταχώρηση της διαφημιστικής καμπάνιας για τη SOYA, στο τέταρτο φεστιβάλ ελληνικής διαφήμισης στην Αθήνα.

Δίδαξε Ελεύθερο Σχέδιο και Χρώμα στη σχολή ΑΚΤΟ Αrt & Design (1988-1994). Ασχολήθηκε με την προετοιμασία υποψηφίων για τις ανώτατες σχολές καλών Τεχνών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, στο Εργαστήρι προετοιμασίας του Αδριανού Σωτήρη (2000-2006).

Συμμετειχε στην εκθεση ART EN CAPITAL salon des independants στο GRAND PALAIS Παρισι.