Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, το βιβλίο της Ζέφης Κόλια με τίτλο “Λώρα, η τελευταία των Μάρξ”.

Το βιβλίο:

Παρίσι, Νοέμβριος 1911

Η Λώρα και ο Πωλ Λαφάργκ αυτοκτονούν στα δωμάτια της οικίας τους, μιας έπαυλης αγορασμένης με τα χρήματα της κληρονομιάς του Φρίντριχ Ένγκελς. Η είδηση για τη διπλή αυτοχειρία τους αφήνει άφωνο το διεθνές επαναστατικό κίνημα, εγείροντας μια σειρά αναπάντητων ερωτηματικών. Η Λώρα ήταν μόλις δύο ετών όταν στο άθλιο σπίτι της εξορίας του στο Βέλγιο ο πατέρας της Καρλ Μαρξ μαζί με τον «θείο Φρεντ» συνέγραφαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Το 1851, τις μέρες που ο Ναπολέων Γ΄ κατέλυε με πραξικόπημα τη Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία, η οικογένεια του Πωλ Λαφάργκ κατέφθανε στη Γαλλία από την Κούβα, για να σωθεί από την εξέγερση των σκλάβων. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα οι δύο νέοι θα συναντιόντουσαν στο πλατύσκαλο του σπιτιού των Μαρξ στο Λονδίνο, όπου ο αναρχικός φοιτητής της Ιατρικής μετέφερε στον δόκτορα Μαρξ έγγραφα για την πορεία της νεοσύστατης Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Παρίσι.

Η βιογραφική μυθιστορία ενός σπουδαίου ζεύγους επαναστατών με φόντο τα κυριότερα γεγονότα και πρόσωπα που καθόρισαν την πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Η συγγραφέας:

Η Ζέφη Κόλια γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στη Νίκαια. Σπούδασε δημοσιογραφία, χωρίς ωστόσο να την ασκήσει επαγγελματικά. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα και το παιδικό Ποπ Καφέ, το στέκι των παράξενων πλασμάτων (2004). Επιμελήθηκε και συμμετείχε σε τρεις συλλογές διηγημάτων και μετέφρασε για τις εκδόσεις Οξύ το βιβλίο Ο μαύρος γάτος και άλλες ιστορίες τρόμου του Edgar Allan Poe (2009). Διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε εφημερίδες, έντυπα και sites. Αρθρογραφία της έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά Νέα Οικολογία, Αντί, Εποχή, Λιμάνι, Διαβάζω, Index.

Σειρά: Ελληνική πεζογραφία

Υπεύθυνη σειράς: Ελένη Μπούρα

Καλλιτεχνικός σχεδιασμός: Γιάννης Κουρούδης / k2design

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η πρώτη φορά που ο Πωλ Λαφάργκ συνάντησε τη Λώρα Μαρξ ήταν τον Φεβρουάριο του 1865, στη μέση της σκάλας που οδηγούσε απ’ το ισόγειο στον πρώτο όροφο του σπιτιού της Μοντένα Βίλας: Εκείνη κουβαλούσε ένα πακέτο με συγγράμ­ματα που μόλις είχε φέρει απ’ τη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου και τα ανέβαζε στο γραφείο του πατέρα της. Εκείνος μόλις είχε ολοκληρώσει την πρώτη σοβαρή πολιτική αποστο­λή του· την παράδοση στον δόκτορα Καρλ Μαρξ ενός σημαντι­κού εγγράφου με λεπτομερή αναφορά για την πορεία της νεο­σύστατης Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Παρίσι.

Κοιτάχτηκαν έντονα πάνω στο πλατύσκαλο.

Εκείνη αντίκρισε έναν μελαχρινό νεαρό με μπούκλες, πα­χύ μουστάκι και σαρκώδη χείλη που έμοιαζε με ήρωα εξωτι­κού μυθιστορήματος του Ντανιέλ Ντεφόε, αν και η ανεπιτή­δευτη κομψότητά του παρέπεμπε περισσότερο σε ρομαντικό ποιητή ή αναρχικό γόνο αριστοκρατικής οικογενείας. Πά­ντως όχι σε προλετάριο. Μάλλον φοιτητής. Ίσως Γάλλος. Ή μήπως Ισπανός;

Η ξενική προφορά του όταν προσφέρθηκε να κουβαλήσει τα βιβλία της ήταν αινιγματικά μελωδική και το κορακίσιο βλέμμα του πιο ξεδιάντροπο απ’ ό,τι ήταν συνήθως των επηρ­μένων Γάλλων· τον ένιωσε σχεδόν να μαντεύει το περιεχόμενο του μπούστου της. Αρνήθηκε την προσφορά του ευγενικά.

Εκείνος διέκρινε μια υπεροπτική δεσποινίδα –ήταν άρα­γε πάνω από δεκαοκτώ;– με πυρρόξανθα μαλλιά που έπε­φταν σε μια χαλαρή κοτσίδα σχεδόν μέχρι τη μέση της, ροδα­λό πρόσωπο με μια έκφραση σοβαρότητας αταίριαστη για την ηλικία της και ζουμερό στήθος πίσω απ’ τις κόπιτσες του σφιχτού κορσάζ της. Την αποχαιρέτησε εξίσου ευγενικά με μια κίνηση του καπέλου του και ακολούθησε την υπηρέτρια προς την έξοδο της οικίας των Μαρξ. […]

Μόλις ανέβηκε στο γραφείο, ρώτησε τον πατέρα της: Ποιος ήταν ο νεαρός που μόλις είχε συναντήσει στη σκάλα. Ο Μαρξ κάπνιζε το πούρο του και δρασκέλιζε πάνω κάτω το φθαρμένο χαλί, στον διάδρομο που είχαν χαράξει οι συνεχείς πατημασιές του. Αυτός ήταν ο τρόπος του να σκέφτεται. Στο σταχτοδοχείο αργόσβηνε ξεχασμένο ένα ακόμα πούρο δίπλα σε ένα βουνό από καμένα σπίρτα. Βυθισμένος στις σκέψεις του πάνω στους δαιδαλώδεις νόμους της πολιτικής οικονομίας δεν άκουσε την ερώτησή της παρά μόνο αφού αναγκάστηκε να την επαναλάβει.

Η μητέρα της ή η Λένχεν θα είχαν παραξενευτεί με αυτήν της την επιμονή· η Λώρα δεν φημιζόταν για το ενδια­φέρον της προς τους άντρες, εκτός αν επρόκειτο για τον πα­τέρα της. Αυτός τους επισκίαζε όλους. Πάντα.

«Α, εννοείς τον Λαφάργκ! Τον νεαρό αναρχικό φοιτητή απ’ το Παρίσι, που το κεφάλι του είναι παραγεμισμένο με τις ουτοπιστικές ανοησίες …»