Ο Λουκίνο Βισκόντι, ο σπουδαίος Ιταλός δημιουργός του παγκόσμιου σινεμά, είναι το τιμώμενο πρόσωπο της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης αυτή την εβδομάδα, μέσα από το αφιέρωμα «Λουκίνο Βισκόντι: Ο Κόκκινος Βαρώνος». Το αφιέρωμα θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 12 έως και την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος.

Ο Βισκόντι κληροδότησε μια εξαιρετική φιλμογραφία που ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί σημείο αναφοράς στην έβδομη Τέχνη, με ταινίες που άφησαν εποχή χάρη στη δραματική τους δύναμη. Στο πλαίσιο του αφιερώματος, θα προβληθούν τέσσερα φιλμ του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη και πιο συγκεκριμένα τα εξής: Η γη τρέμει (1948), Senso (1954), Ο γατόπαρδος (1963) και Η γοητεία της αμαρτίας (1974).

Αξίζει να θυμηθούμε ότι:

– Η ταινία Η γη τρέμει ήταν χρηματοδοτημένη από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με στόχο να αποτελέσει πρότυπο της αντίληψής του για την παιδευτική και πολιτική λειτουργία του κινηματογράφου.

– Η ταινία Ο γατόπαρδος, στην οποία πρωταγωνιστούν οι Μπαρτ Λάνκαστερ, Αλέν Ντελόν και Κλαούντια Καρντινάλε, τιμήθηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών το 1963.

– Ο Μπαρτ Λάνκαστερ παραδίδει μια εξαιρετική ερμηνεία στην ταινία Η γοητεία της αμαρτίας.

Πρόγραμμα προβολών:

Πέμπτη 12/2

18.00 Η γη τρέμει

21.00 Η γοητεία της αμαρτίας

Παρασκευή 13/2

18.00 Ο γατόπαρδος

21.00 Senso

Σάββατο 14/2

18.30 Η γοητεία της αμαρτίας

21.00 Ο γατόπαρδος

Κυριακή 15/2

18.30 Senso

21.00 Η γη τρέμει

Οι ταινίες αναλυτικά:

Η γη τρέμει / La terra trema

Ιταλία, 1948

Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι / Luchino Visconti. Με τους: Antonio Arcidiacono, Giuseppe Arcidiacono, Venera Bonaccorso. Ασπρόμαυρη, 150’.

Ο νεαρός Ντόνι Βαλάστρο προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους ψαράδες του Άτσι Τρέτσι στη Σικελία να εξεγερθούν ενάντια στη δεσποτική συμπεριφορά των ιχθυεμπόρων. Ακολουθούν αναταραχές και κάποιοι ψαράδες συλλαμβάνονται. Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι οι χονδρέμποροι φροντίζουν να αφεθούν ελεύθεροι επειδή τους χρειάζονται. Ο Ντόνι πείθει τους συγγενείς του να δουλέψουν μόνοι τους και, αν χρειαστεί, να βάλουν υποθήκη το σπίτι τους. Στην αρχή η θαρραλέα επιλογή φαίνεται να κερδίζει: οι Βαλάστρο ευνοούνται από μια εξαιρετική ψαριά αντσούγιας, αλλά στη συνέχεια χάνουν τη βάρκα τους σε μια καταιγίδα. Το όνειρο του Ντόνι για χειραφέτηση καταρρέει. Η οικογένεια είναι αναγκασμένη να πουλάει την ψαριά της στους χονδρέμπορους για ψίχουλα και μη μπορώντας να πληρώσει την υποθήκη, χάνει και το σπίτι. Η οικονομική καταστροφή τους εξοντώνει και η οικογενειακή τους ζωή διαλύεται. Εντέλει, δεν υπάρχει άλλη λύση για τον Ντόνι απ’ το να επιστρέψει για δουλειά στις βάρκες των χονδρεμπόρων, ξαναβγαίνοντας στην θάλασσα με τα μικρότερα αδέλφια του. Παρά την ήττα του, ο Ντόνι πιστεύει ότι οι ψαράδες δεν πρέπει να παραιτηθούν από τον κοινό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση.

«Η γη τρέμει είναι μια ταινία χρηματοδοτημένη από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα για να αποτελέσει πρότυπο της αντίληψής του για την παιδευτική και πολιτική λειτουργία του κινηματογράφου. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλια και θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τριλογίας για την σκληρή ζωή των εργατών της Σικελίας. Σ’ αυτό περιγράφονται οι ψαράδες και τα άλλα δύο, τα ανολοκλήρωτα μέρη, θα αφορούσαν τους αγρότες και τους ανθρακωρύχους. Ο Βισκόντι χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα του Βέργκα ως αφορμή, καθώς απομακρύνεται απ’ αυτό – τόσο ιδεολογικά όσο και δραματουργικά. ‘’Η φτώχεια είναι συνήθεια’’ λέει στην αρχή σχεδόν της ταινίας, ένας από τους πρωταγωνιστές. Γι’ αυτό και η εξέγερση δεν είναι μόνο μια πράξη ενάντια στους καραβοκύρηδες, αλλά και μια αφύπνιση της ίδιας της κοιμισμένης συνείδησης των ταπεινών. Η αυθεντικότητα, αδιαπραγμάτευτο στοιχείο για την πειστικότητα και την λειτουργικότητα της ταινίας, στηρίζεται σε δύο κυρίως υλικά: στους ερασιτέχνες ηθοποιούς–ψαράδες που αναπαριστούν την οικεία καθημερινότητά τους και στη χρήση της ντοπιολαλιάς, της σικελικής διαλέκτου. Σε μια άλλη περίπτωση τα δύο αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να είναι συντηρητικά, αποδεικτικά μιας γραφικότητας που κατά τεκμήριο έχει η παράδοση.  Ο Βισκόντι τα χειρίζεται διαλεκτικά, τα συνδέει με εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού, με τα τραγούδια και τις χαρές, τα ζυμώνει με την οργή και τον ιδρώτα, τα οδηγεί στην επαναστατική αναγκαιότητα της εξέγερσης».

(Απόσπασμα από το γενικό κείμενο του Γιώργου Μπράμου με τίτλο Τα νεορεαλιστικά ίχνη στον Λουκίνο Βισκόντι)

Senso

Ιταλία, 1954

Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι. Με τους: Farley Granger, Alida Valli, Farley Granger, Heinz Moog. Έγχρωμη, 120΄.

Βενετία, 27η  Μαΐου 1886. Στο Teatro Fenice παίζεται η όπερα «Il Trovatore» του Βέρντι. Η παράσταση γίνεται αφορμή να διαδηλώσει το κοινό τον αλυτρωτισμό του, ενάντια στην κατοχή της περιοχής από την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία και ο πατριώτης μαρκήσιος Ουσόνι, μετά από μια διένεξη, προκαλεί σε μονομαχία τον λοχαγό Φραντς Μάλερ. Για να βοηθήσει τον Ουσόνι, η εξαδέλφη του, κόμισα Λίβια Σερπιέρι, που διακατέχεται κι αυτή από φιλελεύθερα αισθήματα, μολονότι ο σύζυγός της είναι πιστός υπήκοος του αυτοκρατορικού καθεστώτος, προσεγγίζει τον Μάλερ. Ο ωραίος λοχαγός δέχεται να μην μονομαχήσει, ο Ουσόνι εξορίζεται, αλλά η Λίβια τον  ερωτεύεται και γίνεται ερωμένη του. Όταν εκείνος την εγκαταλείπει, εκείνη τον αναζητά απεγνωσμένα παντού και καθώς ο πόλεμος είναι προ των πυλών, η Λίβια παραλαμβάνει από τον εξάδελφό της (για να το φυλάξει) ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τις ανάγκες της εξέγερσης. Ενώ ο πόλεμος έχει ξεσπάσει, ο Φραντς εμφανίζεται απρόσμενα και τρυπώνοντας κρυφά στην κρεβατοκάμαρα της Λίβια της ζητά χρήματα για να δωροδοκήσει τον στρατιωτικό γιατρό, προκειμένου να τον απαλλάξει από την θητεία. Η Λίβια τυφλωμένη από ερωτικό πάθος του δίνει τα χρήματα, αλλά όταν αργότερα τον αναζητά και τον βρίσκει στην Βερόνα, συντροφιά με μια πόρνη, εκείνος την αντιμετωπίζει με περιφρόνηση. Η Λίβια, με πληγωμένη τη γυναικεία περηφάνια της, τον εκδικείται, καταγγέλλοντάς τον στους ανωτέρους του ως λιποτάκτη. Τη νύχτα, κι ενώ οι Αυστριακοί γιορτάζουν τη νίκη τους, ο Φραντς εκτελείται, ενώ η Λίβια περιπλανιέται, στα πρόθυρα της τρέλας, καθώς έχει προδώσει και τον έρωτά της και την πατρίδα της.

«Ο Βισκόντι, διανοούμενος με ποικίλες αισθητικές εμπειρίες, δεν θα μπορούσε παρά να δημιουργήσει έργα με πολλαπλές αναφορές και χάρη σ’ αυτές να  ξεφεύγει από τον ρεαλισμό. Στο Senso, εκτός από τον Βέρντι, υπάρχουν και ισχυρές επιρροές από τον Τσέχωφ.  Οι δύο ήρωες διασχίζουν την ταινία σαν να τους έχει ξεχάσει ο κόσμος μέσα στον οποίο κινούνται, χωρίς να πάψουν στιγμή να του ανήκουν. Αποκαθιστώντας (και όχι αναπαριστώντας) την εποχή στην οποία εγγράφεται το πεπρωμένο τους, ο Βισκόντι διδάσκει Τέχνη και Ιστορία. Και απ’ αυτή την άποψη, οι αντιστοιχίες αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία μιας ταινίας όπου ο κινηματογράφος γεννιέται ακόμα και  μέσα από όσα του είναι ξένα. Ο Βισκόντι, κατά την γνώμη μου, είναι ένας από τους σπάνιους εκείνους  κινηματογραφιστές που προσέγγισαν αυτό το μπωντλερικό ιδεώδες των αντιστοιχιών. Οι αντιστοιχίες αυτές αστράφτουν στην ταινία, σ’ αυτή την αρμονική κατασκευή, όπου ήχοι, χρώματα, κίνηση και ιστορία συναρθρώνονται χάρη στην ύψιστη ικανότητα της τέχνης να επινοεί την αλήθεια ξεκινώντας από το ψέμα – το ψέμα του μύθου. Το Senso είναι ένα καθαρό έργο τέχνης».

(Απόσπασμα από το κείμενο του Yves Alix για το Senso, δημοσιευμένο στο περιοδικό Positif, με τίτλο H όπερα εκτός σκηνής).

Ο γατόπαρδος / Il gattopardo / The Leopard

Ιταλία – Γαλλία, 1963

Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι. Με τους: Burt Lancaster, Alain Delon, Claudia Cardinale. Έγχρωμη, 180΄.

Σικελία, 1860. Η είδηση της απόβασης των Γαριβαλδινών διακόπτει την προσευχή στην έπαυλη του πρίγκιπα ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, μεγάλου και παλιού φεουδάρχη της περιοχής. Υποκινούμενος από καιροσκοπισμό, ο Τανκρέντι, ανιψιός του πρίγκιπα, κατατάσσεται στους εθελοντές με την ανερχόμενη αστική τάξη και με την έγκριση του θείου. Παρά το επαναστατικό κλίμα, οι συνήθειες του ντι Σαλίνα δεν αλλάζουν. Όπως κάθε χρόνο, η οικογένεια πηγαίνει διακοπές στο εξοχικό κτήμα. Στο δημοψήφισμα που ακολουθεί, ακόμα και ο πρίγκιπας ψηφίζει υπέρ της υπαγωγής του φέουδου στο κράτος της Σαβοΐας. Ο νέος ισχυρός άνδρας της περιοχής και εκπρόσωπος της νέας τάξης πραγμάτων που διαμορφώνεται, είναι ο δήμαρχος ντον Καλότζερο Σεντάρα, άνθρωπος άξεστος και νεόπλουτος. Όταν ο πρίγκιπας τον καλεί σε γεύμα, εκείνος εμφανίζεται συνοδευόμενος από την πανέμορφη κόρη του, Αντζέλικα. Ο ανιψιός Τανκρέντι, που έχει ήδη αρχίσει να αναρριχάται κοινωνικά στο νέο καθεστώς, την ερωτεύεται, εκείνη μοιάζει να ανταποκρίνεται και ο θείος στηρίζει την απόφαση του ανιψιού (που δεν έχει προσωπική περιουσία) να την αρραβωνιαστεί. Όταν προσφέρεται στον πρίγκιπα μία έδρα στην Γερουσία, εκείνος δεν την αποδέχεται, πεπεισμένος ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την Σικελία και την νοοτροπία των Σικελών. Κατά την διάρκεια μιας λαμπρής χοροεσπερίδας της τοπικής αριστοκρατίας στο Παλέρμο, ο ντι Σαλίνα συνειδητοποιεί ότι κόσμος του και η εποχή του οδεύουν νομοτελειακά προς το λυκόφως και φεύγοντας από το χορό βαδίζει  μόνος προς την κατοικία του…

«Συμφωνώ με αυτούς που θεωρούν το Risorgimento μια χαμένη ή μάλλον προδομένη επανάσταση… Η ταινία μου δεν είναι –και δεν θα μπορούσε να είναι- μια μεταγραφή σε εικόνες του μυθιστορήματος του Λαμπεντούζα. Δεν ανήκω στους υπέρμαχους μιας γερασμένης και ξεπερασμένης πια πρωτοπορίας, οι οποίοι, προσκολλημένοι στην αντίληψη του “ειδικού χαρακτήρα” της ταινίας, πιστεύουν βαθύτατα στις μαγικές ιδιότητες της κάμερας και θεωρούν ότι δημιουργούν πραγματικό κινηματογράφο μόνον όταν μεταφέρουν αυτούσια στο πανί, όλα τα στοιχεία ενός βιβλίου. Μια ταινία για να αξίζει, οφείλει να διατηρεί τα δικά της εκφραστικά μέσα, παραμένοντας πιστή στο μυθιστόρημα που την ενέπνευσε (όπως ελπίζω ότι έγινε με τον Γατόπαρδο) και δεν μιλώ μονάχα  για το οπτικό στοιχείο (…) Έχει γραφτεί ότι ανέκαθεν με γοήτευαν η μνήμη και το προαίσθημα, η σπαρακτική φυγή από την πραγματικότητα και η καταφυγή στο παρελθόν, τα σκοτεινά, ανομολόγητα, παράλογα προμηνύματα μιας απροσδιόριστης καταστροφής. Εδώ κινούμαι σ’ ένα κλίμα που είναι πολύ πιο κοντινό στον Μαρσέλ Προυστ απ’ ό,τι φερ’ ειπείν στον Βέργκα (…) Το κεντρικό θέμα του Γατόπαρδου (“για να μείνουν όλα ίδια, είναι αναγκαίο ν’ αλλάξουν όλα”) δεν με ενδιέφερε μόνον ως ανηλεής κριτική της προόδου, ως απόλυτη άρνηση κάθε είδους μεταμόρφωσης που σαν μαύρο σύννεφο σκεπάζει την χώρα μας και εξακολουθεί να εμποδίζει μέχρι και σήμερα κάθε πραγματική αλλαγή. Από μια πιο οικουμενική και -φευ- πολύ επίκαιρη οπτική, μ’ ενδιέφερε και ως τάση κάθε νέας, ανερχόμενης τάξης, να υποτάσσεται κατά κάποιο τρόπο στους κανόνες της παλιάς».

(Απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Antonello Trombadori το 1963).

Η γοητεία της αμαρτίας / Gruppo di famiglia in un interno / Conversation Piece

Ιταλία – Γαλλία, 1974

Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι. Με τους: Burt Lancaster, Helmut Berger, Silvana Mangano. Έγχρωμη, 121΄. 

Ένας ηλικιωμένος καθηγητής ζει απομονωμένος σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Ρώμης, περιτριγυρισμένος από πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν αποκλειστικά οικογενειακά πορτρέτα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται η Μπιάνκα Μπρουμόντι, μια πλούσια, αλαζονική και ματαιόδοξη γυναίκα και τον πείθει, επιμένοντας με μεγάλη φορτικότητα και αγένεια και τελικά το κατορθώνει, να της νοικιάσει το διαμέρισμα του επάνω ορόφου, στο οποίο προτίθεται να εγκαταστήσει τον νεαρό εραστή της, την κόρη της και τον μνηστήρα της κόρης. Η εισβολή αυτών των ανθρώπων ταράζουν την ήρεμη ρουτίνα του καθηγητή και αναστατώνουν την ζωή του. Ωστόσο μένει έκπληκτος από την στάση και τον τρόπο τους, κυρίως από τον εραστή της Μπρουμόντι, τον χαρισματικό Κόνραντ, μια αντιφατική, αμφιλεγόμενη αλλά και εξαιρετικά γοητευτική προσωπικότητα. Ο καθηγητής, πολύ γρήγορα κουράζεται από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των νέων ενοίκων, διαπληκτίζεται συνεχώς μαζί τους, αλλά επειδή κατά κάποιον τρόπο, έχουν γίνει η «οικογένεια» που ο ίδιος ποτέ δεν είχε, τους καλεί σε δείπνο για να συμφιλιωθούν… 

«Ένα πρωί, στο αρχοντικό και σιωπηλό διαμέρισμα του κα¬θηγητή -εξαιρετική ερμηνεία από τον Μπαρτ Λάνκαστερ- εισβάλλει αιφνίδια, με τη μορφή τεσσάρων απρόσκλητων επισκεπτών, η ίδια η ζωή: με τη βαρβαρότητα και την αγένεια του εισβολέα, αλλά και με τα πάθη, τις επιθυμίες, τον ερωτισμό και  την ακόρεστη δίψα της.  Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος ζει στη σκιά της ζωής, σχεδόν εκτός τόπου και χρόνου, βυθισμένος σε μια χειμερία νάρκη, με μόνη συντροφιά “τα έργα των ανθρώπων, αλλά όχι με τους ίδιους τους ανθρώπους”, ανα¬στατώνεται από αυτή την παρέα που παραβιάζει τον ιδιωτικό του χώρο. Η ενατένιση του Υψηλού, η καλλιέργεια της ψυχής και του πνεύματος, η αναζήτηση της Ομορφιάς και της Αρμονίας που παρέχει η Τέχνη (τα διανοητικά και ψυχικά ‘’σπορ’’ στα οποία επιδίδεται ο καθη¬γητής), αποσυντονίζονται μπροστά στον ορμητικό χείμαρ¬ρο της   πραγματικότητας. Το διαμέρισμα, από χώρος πνευ¬ματικότητας και στοχασμού, μετατρέπεται σε μια θεατρική σκηνή, όπου θα παιχτεί το δράμα της ύπαρξης και της ύστατης αγωνίας, με αόρατο σκηνοθέτη τον “μεγάλο εχθρό”. Σ’ αυτό το εσωτερικό τοπίο, θα συγκρουστούν δύο κόσμοι διαμετρικά αντίθετοι, και από τη σύγκρουση θα γεν¬νηθεί η φενάκη μιας ψευδεπίγραφης οικογένειας και το φευ¬γαλέο όνειρο μιας άλλης ζωής, που γρήγορα θα αποδειχθεί -με τρόπο μοιραίο και τραγικό- μια οικτρή πλάνη (…) Ανάμεσα σε δύο καρδιογραφήματα, που αναπαριστούν στην οθόνη τους αδύναμους χτύπους μιας ραγισμένης, αλ¬λά περήφανης, μέχρι τέλους, καρδιάς, κινηματογραφώντας μια ομάδα (gruppo) που δεν καταφέρνει να γίνει οικογέ¬νεια (famiglia) κι ένα εσωτερικό (interno) που δεν άντεξε την εξωτερική πίεση, ο Λουκίνο Βισκόντι συνθέτει ένα σπαραχτικό οπτικό ρέκβιεμ για τις χαμένες δυνατότητες της ύπαρξης, για ό,τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, αλλά δεν συνέβη ποτέ».

(Απόσπασμα από το κείμενο του Θωμά Λιναρά για την Γοητεία της αμαρτίας, με τίτλο Το κατειλημμένο σπίτι).

Τα κείμενα περιλαμβάνονται στην έκδοση Luchino Visconti, η οποία  κυκλοφόρησε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την ευκαιρία του αναδρομικού αφιερώματος που διοργανώθηκε στο σύνολο του έργου του σκηνοθέτη, τον Μάρτιο του 2001.