Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το βιβλίο του Τίτο Τοπέν, Λιβυκή έξοδος σε μετάφραση της Αργυρώς Μακαρώφ.

«Ο οδηγός του Land Cruiser ρίχνεται στην κυκλοφορία, ανοίγει βίαια ένα πέρασμα ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Την προηγουμένη, άντρες ζωσμένοι με βαρύ οπλισμό επιτέθηκαν σε τρία λεωφορεία που είχαν σταματήσει στους σηματοδότες, στο κέντρο της πόλης. Λήστεψαν τους επιβάτες, τους περισσότερους με μεγάλη αγριότητα, ένα παιδάκι σκοτώθηκε, μια γυναίκα βρέθηκε στο νοσοκομείο. […]

               

«Οι πολιτικοί μάς τρομοκρατούν με σκοπό να τούς παρακαλάμε για να μάς προστατέψουν. Μάς μπολιάζουν με το φόβο της ανεργίας, με το φόβο για το τί βρίσκεται μέσα στο πιάτο μας, το φόβο του αύριο, το φόβο του διπλανού μας, το φόβο του ξένου, το φόβο του σεξ, το φόβο της γρίπης, είτε πρόκειται για την ισπανική είτε για αυτή των πουλερικών είτε για τη μεξικανική, οποιαδήποτε τέλος πάντων απ’ τη στιγμή που προέρχεται από αλλού. Και κυρίως μας εμποτίζουν από το φόβο του Άραβα. Και όταν συμβαίνει να χαιρόμαστε για έναν λαό όπως τον δικό σας, δεσποινίς, που απελευθερώνεται από τον δικτάτορά του, όπως ακριβώς κάνετε εσείς αυτή τη στιγμή με αξιοθαύμαστο τρόπο, τότε μας προτάσσουν το φόβο της μαζικής μετανάστευσης…»

Μέσα στη δίνη του λιβυκού εμφυλίου πολέμου και τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροπλάνων της Δύσης κατά την πτώση του Καντάφι, διαδραματίζεται η φανταστική οδύσσεια μιας ομάδας φυγάδων που διασχίζουν το καμίνι της ερήμου, στην προσπάθεια να φτάσουν στην Τρίπολη και στη σωτηρία. Στο Land Cruiser επιβαίνουν τυχοδιώκτες, ένας Άγγλος αλκοολικός κυνικός γιατρός, ένας Γάλλος πιλότος που καταρρίφθηκε το αεροπλάνο του, Αφρικανοί από γειτονικές χώρες και δυο νέες Λίβυες – μια ηθοποιός και μια νοσοκόμα–, που η μοίρα τους έφερε στο παλάτι του δικτάτορα. Πιο καυστικός και σκληρός από κάθε άλλη φορά, ο Τίτο Τοπέν γράφει για την Βόρεια Αφρική την οποία γνωρίζει καλά.

O Τίτο Τοπέν γεννήθηκε το 1932 στην Καζαμπλάνκα. Αφού δημιούργησε τη δική του διαφημιστική εταιρεία στα εικοσιένα του χρόνια, κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό τον Αύγουστο του 1955 μετά τα τραγικά γεγονότα του Oued-Zem. Ο Τίτο Τοπέν έσπασε δυο φορές τις γραμμές της τάξης του και γι αυτό εξέτισε τρίμηνη φυλάκιση, από τους έξι μήνες που ήταν συνολικά η θητεία του. Αποστρατεύτηκε στις αρχές του 1956 και μετανάστευσε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στα τέλη του 1966, όπου εργάστηκε ως εικονογράφος για διάφορες διαφημιστικές καμπάνιες, σχεδίασε κόμικς, έφτιαξε ζενερίκ και αφίσες κινηματογραφικών ταινιών. Με τον Jean Yanne, δημιουγεί τους τρελούς φακέλους B.I.D.E. Bureau d’Investigations pour la Défence des Espèces – Γραφείο Ερευνών για την Υπεράσπιση των Ειδών.

Ο Τίτο Τοπέν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1982. Θα ακολουθήσει μια σειρά είκοσι ιστοριών μυστηρίου με ύφος νουάρ λογοτεχνίας. Η γλώσσα του είναι πάντα ρυθμική, διεισδυτική και σχεδόν κινηματογραφική, πάντα γεμάτη χιούμορ: «Τα μυθιστορήματά μου είναι αποτέλεσμα κακών διαβασμάτων, πολύωρων συζητήσεων υπό την επήρεια αλκοόλ και μεγάλης οδύνης».

Το 1989 δημιούργησε τον διάσημο χαρακτήρα Navarro, ήρωα μιας από τις πιο δημοφιλείς τα τελευταία τριάντα χρόνια αστυνομικής σειράς. Είναι υπεύθυνος για το σενάριο, τους διαλόγους και τη διεύθυνση 108 ενενηντάλεπτων επεισοδίων της μέχρι το 2005.

Το 2011 υπογράφει δύο νέα μυθιστορήματα, Des rats et des Hommes, Les enfants perdus de Casablanca και επανεκδίδει τα κόμικς του σε έναν συγκεντρωτικό τόμο σαράντα χρόνια μετά την πρώτη τους δημοσίευση. Το 2012 κυκλοφόρησε το Tout le monde il est beau, tout le monde il est Jean Yanne.

Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο.