Η βραδιά των ροκ τσιγγάνων

              

Οδηγώντας για το Μοναστηράκι το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, προσπαθούσαμε να μετρήσουμε με την παρέα,  πόσες φορές έχει έρθει η χίπικη punk συντροφιά των Gogol Bordello στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια.  Θυμόμασταν  όλοι την πρώτη φορά που τους είδαμε σε κάποιο Rockwave, στη Μαλακάσα, συμφωνήσαμε ότι είχαμε ενθουσιαστεί, λογοφέραμε αν αίτιο αυτού του ενθουσιασμού ήταν η ποιότητα της μουσικής τους ή μισή ντουζίνα παγωμένης μπίρας που είχε καταναλώσει έκαστος, ωστόσο δεν καταλήξαμε σε συμφωνία για τον αύξοντα αριθμό της συναυλίας, στη λίστα των εμφανίσεων των multi-culti gypsy rockers σε ελληνικό κοινό.

Από την Τάνια Σκραπαλιώρη


Ο λόγος για όλην αυτή την – άχρηστη κατά τα λοιπά- νοητική διεργασία- ήταν η ομόφωνη αμφιβολία για τον αν και κατά πόσο έχει νόημα να βλέπεις κάθε χρόνο ή κάθε δυο χρόνια μία μπάντα που αν και καλή, δεν έχει να επιδείξει κάποια αλλαγή ή εξέλιξη ύφους και σκηνικής παρουσίας. Αμφιβολία που διαλύθηκε με το που πατήσαμε στο Stage Volume 1, το οποίο παρεμπιπτόντως αποτελεί ανέλπιστα καλό και ενδιαφέροντα συναυλιακό χώρο, παρά την όχι ιδιαίτερα μεγάλη χωρητικότητά του.

Λόγω λανθασμένου χρονικού (προ)υπολογισμού φτάσαμε ακριβώς μετά την τελευταία μουσική επιλογή της Dj Spery, η οποία είχε αναλάβει το εναρκτήριο dj set, κρίνοντας ωστόσο από τη διάθεση του κόσμου, η Σπυριδούλα Σταύρου, έκανε μια χαρά τη δουλειά της, ήτοι την προθέρμανση του κοινού και την  εισαγωγή του σε κλίμα Βαλκανίων, αξιοποιώντας στο έπακρο τις γνώσεις της στις μουσικές της χερσονήσου μας.

Λίγα λεπτά μετά τις 10 και ακόμα πιο λίγα λεπτά μετά την αγορά της πρώτης μπίρας οι Gogol Bordello πραγματοποίησαν μια συνηθισμένα εκρηκτική είσοδο/έξοδο στη σκηνή, με το ιδανικό τραγούδι έναρξης, το  “We Rise Again”, από τον τελευταίο τους δίσκο . Το act συνεχίστηκε σε αμείωτα ξέφρενους ρυθμούς, με τα κορυφαία τραγούδια της δισκογραφίας τους, μεταξύ άλλων το “Not A Crime”, “Other Side of a Rainbow”, “Companjera” και “Dig Deep Enough”.  Εκεί βέβαια που ο ήδη διονυσιακά φορτισμένος κόσμος παραλήρησε στην κυριολεξία ήταν στο εκτονωτικό “Pala Tute” ,  το πιο γλεντζέδικο «Πεθαίνω για Σένα»  που έχει ηχογραφηθεί ποτέ.

Οι Gogol Bordello πρωτοβρέθηκαν στο Μανχάταν και εκπροσωπούν ιδανικά την πολυπολιτισμικότητα του Μεγάλου Μήλου. Πρόκειται για οκτώ τρελλά άτομα από κάθε γωνιά του πλανήτη (Αιθιοπία, Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Ισημερινός και ΗΠΑ) και αυτή η ποικιλομορφία της ρίζας είναι που τους δίνει μουσικό προβάδισμα έναντι άλλων cosmos punk, επαναστατικών, αντικαθεστωτικών γκρουπ (όπως π.χ οι Ska P), καθώς αυτοί οι τύποι που έδωσαν στη μπάντα τους το όνομα του πλέον  αινιγματικού Ρώσου συγγραφέα , ξέρουν πολύ καλά να αναμιγνύουν κουλτούρες και ήχους του κόσμου, αποφεύγοντας στην τρίχα τα όρια της γραφικότητας, και χαρίζοντας μεν απλόχερα στους ακροατές την εκτόνωση, σε συσκευασία δε ενός αξιοπρεπούς μουσικού αποτελέσματος.

Και σε αυτήν την εμφάνιση-όπως πάντα-αιχμή του δόρατος ήταν ο Ουκρανός τραγουδιστής, Eugene Hutz, ο οποίος πέρασε σχεδόν τη μισή βραδιά σκαρφαλωμένος σ’ ένα μόνιτορ και την υπόλοιπη μισή χορεύοντας, την έκλεισε δε ιδανικά γύρω στις δώδεκα παρά, μόνος με την κιθάρα του, με μια ακουστική, ρομαντική και συγχρόνως δυναμική, εκτέλεση του “Alcohol”, στιγμή που αυτομάτως καταχωρήθηκε ως η κορυφαία της βραδιάς. Λίγο μετά από αυτήν τα φώτα που άναψαν και η reggae που ξεχύθηκε απ’ τα ηχεία σκόρπισαν τις ελπίδες του κοινού για δεύτερο encore, ενώ προκάλεσαν και κάποια σχόλια για την περιορισμένη διάρκεια του act (μετά βίας δίωρη).

Παρόλα αυτά έμειναν όλοι ικανοποιημένοι. Σχεδόν άπαντες οι παρευρισκόμενοι είχαν καταναλώσει το αλκοόλ τoυ Eugene Hutz, είχαν διασκεδάσει με την τρέλλα του, είχαν χορέψει και τραγουδήσει και γενικώς είχαν περάσει καλά. Και αυτή ίσως να είναι και η εξήγηση των σχεδόν ετήσιων επισκέψεων των Gogol Bordello στη χώρα μας. Η σύνδεσή τους με το ελληνικό κοινό φωνάζει από μακριά και βρίσκει έρισμα στις κοινές περιπέτειες των λαών και στη συγγένεια των σλαβικών και βαλκανικών εθνοτήτων.

Πάντα θα υπάρχουν Έλληνες που θα θέλουν να ακούσουν τους Gogol και να διαδηλώσουν με χιούμορ, μπίρα και πνευστά, έστω κι αν δεν έχουν αλλάξει στο ελάχιστο από την τελευταία φορά. Είναι σταθεροί, έχουν καλή ενέργεια και παίζουν καλή μουσική. Οπότε γιατί όχι? Άλλωστε και οι ίδιοι φαίνεται να λατρεύουν τη χώρα μας. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του ο μπασίστας Thomas Gobena, όποτε έρχονται στην Ελλάδα μένουν περίπου άυπνοι, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να περιφέρονται στους δρόμους μέχρι και λίγο πριν την πτήση τους.

Τελικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Gogol Bordello είναι ένα συγκρότημα κομμένο και ραμμένο στα ελληνικά μέτρα, οπότε δε μένει παρά να τους ευχαριστήσουμε και να τους ευχηθούμε “Au Revoir”.