Η κριτικός τέχνης Ήρα-Παρασκευή Παπαποστόλου έγραψε σχετικά:

«Τα σπίτια της Ζάννας Αρτέμη, στους απαλούς τόνους του λευκού και του γαλάζιου, μεταφέρουν στον θεατή μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης. Ο άνθρωπος είναι απών στο έργο της, αλλά υπονοείται από τα δημιουργήματά του. Τα έργα μοιάζουν να κατοικούνται, μιας και όσα βλέπουμε είναι σαν να τα παρακολουθούμε από κάποιο φανταστικό παράθυρο.

Για τη σύνθεση ενός έργου της, πάντα προηγούνται οι ξύλινες επιφάνειες που τοποθετούνται με μεγάλη προσοχή στον καμβά, και στη συνέχεια προκύπτει το ζωγραφικό κομμάτι.

Ξεκινώντας από το προσωπικό της βίωμα, όταν έψαχνε το ιδανικό για την ίδια σπίτι αναζητώντας φως, καταλήγει σε έργα όπου το φως αυτό εκφράζεται από τον ουρανό, τη θάλασσα και το καθαρό λευκό. Το συγκεκριμένο λευκό συμβολίζει την καθαρότητα του μυαλού και της ψυχής, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αλλά και την έξοδο της μνήμης προς το φως. Τα ξύλα που μαζεύει η ίδια φέρουν πάνω τους αυτήν τη μνήμη, με την αγριάδα που παίρνουν με τον καιρό. Μια αγριάδα που είναι σύμβολο της δύναμης του ανθρώπου ο οποίος ταυτόχρονα προσπαθεί να ισορροπήσει με το εύθραυστο κομμάτι του. Η ίδια λέει: “Θέλω τα υλικά μου να εκφράζουν το μεταίχμιο ανάμεσα στη σκληρότητα και την ευαισθησία. Ο θεατής είναι ελεύθερος να επιλέξει ποιο κομμάτι του ταιριάζει”.

Η Ζάννα Αρτέμη ζωγραφίζει την έννοια της κατοικίας σαν κέλυφος της ανθρώπινης ψυχής και τη φύση με όλη της τη μαγεία και την τρυφερότητα. Όταν χρησιμοποιεί νέον, δεν είναι παρά για να μας μιλήσει για το φως σαν πηγή των πάντων. Αναζητά τον χαμένο χρόνο που θα την οδηγήσει στον πραγματικό. Αυτός θα της δώσει το έναυσμα για να προχωρήσει στον σωστό γι’ αυτήν δρόμο. Η εσωτερική γαλήνη της μεταφέρεται αβίαστα στον θεατή ο οποίος γίνεται ο πρωταγωνιστής στις σκηνές της».