Τα 45α Δημήτρια παρουσιάζουν τη μαύρη κωμωδία του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, υπό τη σκηνοθετική ματιά, αλλά και ερμηνεία

της Άννας Κοκκίνου. Το Λα Πουπέ ανηφορίζει στη Θεσσαλονίκη ύστερα από δυο χρόνια μεγάλης καλλιτεχνικής και εμπορικής επιτυχίας στην Αθήνα.

Η Ρίκα, αυτό το αλλόκοτο, σαγηνευτικό πλάσμα, είναι μια ράφτρα φορεμάτων για κούκλες  και κοριτσάκια. Λατρεύει τη ζάχαρη, σιχαίνεται τον όρο «μοδίστρα», και προσπαθεί να καταλάβει τι εστί μίσος…

Μοιάζει πρόθυμη να σας ανοίξει την καρδιά της, να σας τραγουδήσει. Μα προσοχή: τίποτα δεν είναι τόσο απλό! Στην αρχή που την ακούς γελάς, μετά ανατριχιάζεις, στο τέλος συγκλονίζεσαι. Χαρείτε τη σαν παγωμένη δυνατή μπίρα, μια ιδέα πικρή αλλά σίγουρα απολαυστική!

Αν η ιστορία της Ρίκας δεν έπαιρνε τη μορφή θεατρικού έργου αλλά τη μορφή παραμυθιού, θα μπορούσε να συνοψιστεί κάπως έτσι:

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Ρίκα. Έμενε σ’ ένα μεγάλο σπίτι και ήταν πολύ ευτυχισμένο. Ώσπου μια μέρα έκανε, από απροσεξία, μια πολύ-πολύ σοβαρή αταξία. Οι γονείς της Ρίκας δεν τη συγχώρεσαν ποτέ και την είχανε από τότε του κλότσου και του μπάτσου. Έτσι λοιπόν, από τη μια στιγμή στην άλλη, έπεσε στη δυστυχία. Το ρολόι για κείνη σταμάτησε τη στιγμή που έγινε το κακό. Δε μεγάλωσε ποτέ, σαν τις κούκλες που μένουν για πάντα ρόδινες και μικρές και ανυποψίαστες. Αφιέρωσε τη ζωή της στην ευτυχία όλων των μικρών κοριτσιών του κόσμου, ράβοντας τα πιο όμορφα, τα πιο εκτυφλωτικά κουκλίστικα ρούχα που έφτιαξε ποτέ ανθρώπινο χέρι. (…) Τι απόγινε στο τέλος δεν ξέρουμε, γιατί απλούστατα η Ρίκα υπάρχει ακόμα. Ζει και κινείται ανάμεσά μας, στην Αθήνα του 2008. (…) Όλα πάντως μαρτυρούν ότι το παραμύθι αυτό, αν και όποτε φτάσει η ώρα να γραφτεί το τέλος, δε θα κλείσει – φοβάμαι – με τη γνωστή φράση κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.

Όπως καταλαβαίνετε, είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον της. Ευτυχώς, λοιπόν, που οι λογοτεχνικοί ήρωες μένουν, τις περισσότερες φορές, παγωμένοι στο τώρα, στα λόγια και στη δράση που έχει προνοηθεί και γραφεί γι’ αυτούς. Κάποιος άλλος βέβαια θα μπορούσε να φανταστεί μια πιο θετική προοπτική για την καημένη τη Ρίκα. Για το λόγο ότι είναι μια ψυχή που έχει εκτροχιαστεί·και μια τέτοια ψυχή είναι πιθανό, εξαιτίας ακριβώς αυτού του εκτροχιασμού, να βρεθεί άξαφνα σε καλύτερη πορεία από τις άλλες ψυχές – όσες βαδίζουν ήσυχες-ήσυχες πάνω στις ράγες.

Η παρέκκλιση συχνά οδηγεί σε μια εσωτερική αναζήτηση κι από εκεί δεν αποκλείεται να βγει κάποτε κάτι καλό, κάτι πολύ καλό ίσως. Αλλά, καθώς είπα και πρωτύτερα, τη θετική αυτή εκδοχή θα μπορούσε να τη σκεφτεί κάποιος άλλος, όχι εγώ.

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, ο συγγραφέας του έργου

Συντελεστές: Παίζει και σκηνοθετεί η Άννα Κοκκίνου, Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου, Κοστούμια: Χριστίνα Μαθέα, Μουσική Σύνθεση – Ενορχήστρωση – Παραγωγή: Στέλλα Γαδέδη, Προγραμματισμός – Ηχογράφηση: Kimo Viglis, Φωτισμοί: Νίκος Αλεξίου, Χορογραφία: Μαριέλα Νέστορα, Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Καντάς.