Η Σάρα Ρουλ αντλεί το θέμα του έργου της «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή» από ιστορικά ιατρικά ντοκουμέντα της Βικτωριανής εποχής. Μια εποχή, κατά την οποία ο άκρατος πουριτανισμός καθιστούσε το δικαίωμα της γυναίκας να διεκδικήσει την ερωτική της ικανοποίηση απαγορευμένο καρπό, στον βαθμό που το προνόμιο πρωτοβουλίας για συνεύρεση ανήκε αποκλειστικά στον άντρα. Η αποστέρηση των γυναικών από τις φυσικές διεργασίες και ο περιορισμός τους στα μητρικά και οικιακά καθήκοντα είχε ως συνέπεια τη μαζική εκδήλωση φαινομένων υστερίας που οδηγούσε σε ψυχολογική αποσταθεροποίηση και υπονόμευση της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής.
Με αιχμή του δόρατος την εφεύρεση του ηλεκτρισμού, μια άλλη εφεύρεση, ο ηλεκτρικός δονητής, επιστρατεύτηκε, σε συνδυασμό με χειροπρακτικές μεθόδους, από γιατρούς νευρολόγους, προκειμένου να προκαλείται σε γυναίκες, και σπανιότερα σε άντρες, ένα είδος ανακούφισης από τη συσσωρευμένη ένταση του νευρικού συστήματος.
Είναι προφανές πως ένα θέμα που επί σκηνής μπορεί να προσλαμβάνει τη μορφή μιας ευφάνταστης, περίεργης ή ακόμα και κωμικής κατάστασης, για την κοινωνία των τελών του 19ου αιώνα συνιστούσε ένα δράμα με πολλαπλές προεκτάσεις. Η Σάρα Ρουλ στο έργο της επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις διαφορετικές πλευρές της γυναικείας φύσης, έχοντας ως τελικό προορισμό τη διαπίστωση ότι ο καταλύτης που οδηγεί στην απελευθέρωση και την κατάκτηση της αρμονίας μεταξύ ψυχής και σώματος δεν είναι άλλος από τη συντροφική αγάπη και την απενοχοποίηση της φυσικής έλξης.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το ενδιαφέρον της προσέγγισης της Ρουλ είναι ότι δεν φαίνεται να περιορίζεται από μια αυστηρή φεμινιστική οπτική, αλλά τοποθετεί στο επίκεντρο τον αντιμέτωπο με τις προκλήσεις που τού γεννά η φύση του, όσο και οι πολιτισμικές κατασκευές του, άνθρωπο. Εύλογα, λοιπόν, διαγράφεται για αυτόν το ερώτημα: μήπως η πορεία εκπολιτισμού του επισύρει και μια παραχάραξη της ταυτότητάς του; Μήπως όσο παγιδεύεται στους, κατά τα φαινόμενα, ασφαλείς θυλάκους των κοινωνικών θεσμών και της τεχνολογικής ανάπτυξης τόσο απομακρύνεται από την κοιτίδα της αλήθειας του; Είναι σαφείς οι αναφορές της Σάρα Ρουλ στον νεόκοπο για την Βικτωριανή εποχή ηλεκτρισμό: το εκτυφλωτικό φως έρχεται να διαλύσει την ατμόσφαιρα από το ρομαντικό φέγγος των κεριών ή ακόμα και το σκοτάδι, συνθήκες ικανές να γεννήσουν εντονότερη την επιθυμία για σαρκική ένωση. Αλλά και το τεχνολογικό επίτευγμα, ο δονητής, αποδεικνύεται ένα πρώτης τάξεως μέσο να αναρριπίσει τον κόσμο των αισθήσεων, χωρίς, παρόλα αυτά, να καταφέρνει να υποκαταστήσει ολοκληρωτικά τη σωματική επαφή.
Η συγγραφέας διατηρεί ίσες αποστάσεις τόσο από το δράμα όσο και από την κωμωδία. Στόχος της είναι ένας γόνιμος προβληματισμός επάνω στο ερώτημα «προς τα πού, εντέλει, οδεύει ο άνθρωπος πορευόμενος στον δρόμο της εξέλιξής του». Μέσα σε αυτές τις συντεταγμένες, η σκηνοθετική γραμμή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη κρατά την ισορροπία, δίνοντας, ωστόσο, και μια έμφαση στις κωμικές στιγμές, κατά τις οποίες ο άνθρωπος εμφανίζεται αμήχανος και αδέξιος απέναντι στις τεχνολογικές κατακτήσεις του. Συντονισμένοι ρυθμοί, εξαιρετικά σμιλευμένοι χαρακτήρες, διακριτικές εναλλαγές ατμόσφαιρας και διαθέσεων, πηγαίες εκρήξεις του κωμικού συνθέτουν ένα αποτέλεσμα καθόλα άρτιο ερμηνευτικά. Υψηλής τέχνης η σκηνογραφική δημιουργία της Αθανασίας Σμαραγδή, που αποτυπώνει με ακρίβεια την βικτωριανή αισθητική, τοποθετώντας μια επιβλητική ξύλινη καρδιά να πλαισιώνει τον χώρο ως προοικονόμηση του τελικού μηνύματος του έργου, και αριστοτεχνικός ο ενδυματολογικός κώδικας της Κλαιρ Μπρέισγουελ, με τους αγαπημένους, για εκείνη την περίοδο, μωβ χρωματικούς τόνους.
Τέλος, με προεξάρχοντες τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και την Γαλήνη Χατζηπασχάλη στους κύριους ρόλους και τις μεστές και τεχνικά άψογες ερμηνείες τους, οι παρουσίες των υπολοίπων ηθοποιών, Δημήτρη Σαμόλη, Κωνσταντίνας Κλαψινού, Δημήτρη Δεγαίτη και Δανάης Ομορεγκιέ Μπενοβία, προδίδουν βαθιά γνώση της «θερμοκρασίας» και των ρυθμών της σκηνής, καθώς και έναν στιβαρό χειρισμό των εκφραστικών μέσων.
Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή