Οι προκλήσεις του σύγχρονου σκηνοθέτη
Στην εγχώρια, και όχι μόνο, θεατρική ζωή, το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτουν οι περισσότεροι χαρισματικοί και καταρτισμένοι σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες της νεότερης γενιάς, σε σχέση με παλαιότερους ομότεχνούς τους, είναι η δυνατότητά τους να διατρανώνουν τις εικόνες των σκηνικών αναπαραστάσεών τους απροσχημάτιστα και με μεγαλύτερη αμεσότητα, δίνοντας χώρο στο ανατρεπτικό, στο ρηξικέλευθο, ακόμα και στο ακραίο. Έχοντας εντρυφήσει, εξ απαλών ονύχων, στην εικονική πραγματικότητα και στην αέναη και άναρχη ρευστότητα της μεταμοντέρνας αισθητικής, είναι προφανές ότι έχουν αναπτύξει πιο έντονη συνείδηση σε σχέση με την πολυμορφία, την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις του κόσμου, γεγονός που τους επιτρέπει να αντιπαρέρχονται ευκολότερα τυχόν αντιστάσεις και περιορισμούς, ήτοι ένα είδος αυτολογοκρισίας.
Από την άλλη, οι σκηνοθέτες παλαιότερων γενιών μπορούν, με τη σειρά τους, να αντιπαραβάλουν έναν σεβασμό και μια προσήλωση στη δραματουργία του λόγου, την ικανότητα να ανασύρουν στην επιφάνεια, ως αυταξία, το διανοητικό υπόβαθρο των έργων, καθώς και να διακρίνουν καλύτερα το ειδικό βάρος μιας γραφής ή προβληματικής, θέτοντας πιο αυστηρές διαχωριστικές γραμμές στις επιλογές τους.
Ως εκ τούτου, οι νεότερης γενιάς σκηνοθέτες παρουσιάζονται περισσότερο εκτεθειμένοι σε φαινόμενα κρίσης ρεπερτορίου, κάτι το οποίο συμβαίνει στις μέρες μας και, που ασφαλώς, δεν έχει να κάνει ούτε με τα αριθμητικά δεδομένα παραγωγής (τα οποία, ομολογουμένως, δεν είναι αμελητέα) ούτε με την απουσία νέων συγγραφέων (αντιθέτως, θα λέγαμε ότι υπάρχει μια πληθώρα νέων παρουσιών). Η κρίση ρεπερτορίου οφείλεται, κατά κόρον, στην κυριαρχία των μηχανισμών της επικοινωνίας, όπου όλα τα υπό εξέταση ζητήματα ερμηνεύονται γρήγορα και ποικιλοτρόπως μέσα από τις δαιδαλώδεις ατραπούς των κάθε λογής media, χωρίς καν να προλάβουν να φθάσουν ως πρωτογενή υλικά στο πεδίο και στο βήμα των τεχνών, έτσι ώστε, στη συνέχεια, να μεταβολιστούν μέσα από τις διεργασίες τους.
Κι ακόμα, παραμένει το εξής πρόβλημα: να αντιταχθεί απέναντι στις σπουδαίες δραματουργικές παρακαταθήκες του παρελθόντος ένα αντίστοιχης σημασίας σημερινό αποτύπωμα. Ο Γιώργος Κουτλής, για παράδειγμα, μετά από έναν επιτυχημένο Γκόγκολ καταπιάστηκε με τις χρυσές, πλην όμως εμπορικές, μετριότητες, όπως τον Ντανίλοφ, τον Βιριπάγιεφ, τον φον Μάγιενμπουργκ. Και παρά το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης διαχειρίστηκε τα έργα αυτών των συγγραφέων αποδείχθηκε ανώτερος από την ίδια την αξία των έργων, εκείνο που παραμένει ως αίσθηση είναι μια απουσία προσανατολισμού και δυστοκία αξιολόγησης μέσα στα δύσβατα μονοπάτια της σύγχρονης εργογραφίας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η «Κουζίνα» του Γουέσκερ, που παρουσιάζει φέτος ο εν λόγω σκηνοθέτης είναι ένα κείμενο ξεπερασμένο, κάτι που, ασφαλώς, δεν έχει να κάνει με την πάντοτε επίκαιρη ιδέα του που αφορά το κεφαλαιώδες και διαχρονικό πρόβλημα της εργασιακής εκμετάλλευσης και την συντριβή της ατομικής ελευθερίας για αυτοπραγμάτωση υπό το κράτος της ανάγκης. Είναι ξεπερασμένο διότι η κεντρική εικόνα που προβάλλει έχει κατοχυρωθεί πλέον, και δυστυχώς, ως ένα πολιτισμικό μιμίδιο (meme) της σύγχρονης μιντιακής κουλτούρας, έχοντας περάσει, μάλιστα, στην αντίπερα όχθη: αυτό που ο Γουέσκερ παρουσιάζει ως κακοδαιμονία, σήμερα αναβαθμίζεται μέσα από μια ευρεία αποδοχή και αντιμετωπίζεται ως πρόκληση και τρόπαιο νίκης.
Το «θέατρο της οργής» και ο Άρνολντ Γουέσκερ
Τον δρόμο για το «θέατρο της οργής» που θα εξέφραζε ανοιχτά τη ζέουσα πραγματικότητα της βρετανικής εργατικής τάξης στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άνοιξε ο ηθοποιός και διευθυντής της English Stage Company Τζόρτζ Ντιβάϊν. Προωθώντας το ανέβασμα των «Οργισμένων Νιάτων» (1956) του Τζον Όσμπορν ο Ντιβάϊν πέτυχε μια καθοριστική αναδιαμόρφωση του ρεπερτορίου της βρετανικής σκηνής και την προσέλκυση ενός νέου κοινού που δεν συγκινούνταν πλέον από τις ρομαντικές κωμωδίες της αστικής τάξης.
Ο Άρνολντ Γουέσκερ καταγράφεται ως ένθερμος θιασώτης αυτής της τάσης, κυρίως λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του, και από το έργο του «The Kitchen» (1959) θα προέλθει ο όρος «Kitchen Sink Drama», που αντιπροσώπευε ένα είδος μαχητικής γραφής και στην οποία συμμετείχαν ενεργά, εκτός από τον ίδιο, ο Όσμπορν, ο Τζον Άρντεν και η, συνδεδεμένη με μια παλαιότερη και ανάλογης στόχευσης κίνηση, το «Theatre Workshop» (1945), Σίλα Ντιλέϊνι. Ο Γουέσκερ θα τεθεί, επίσης, επικεφαλής του κινήματος «Centre 42» στον αγώνα για ένα θέατρο εγγύτερα στις ανησυχίες των εργατών (μια πρωτοβουλία που δεν θα ευδοκιμήσει τελικά περισσότερο από εννέα χρόνια), ενώ ο ίδιος, σταδιακά, θα ελαττώσει και την ενασχόλησή του με τη συγγραφή.
Η παράσταση στο Θέατρο Κιβωτός
Η παράσταση της «Κουζίνας» στο Θέατρο Κιβωτός υπακούει σε μια σκηνοθετική μπαγκέτα που θέλει μια ρυθμική και σχεδόν χορογραφημένη χορικότητα. Με αιχμή του δόρατος τον καθημερινό και άμεσο λόγο του Γουέσκερ επιχειρείται μια μεταγραφή σε αναγνωρίσιμους επικοινωνιακούς κώδικες, ιδίως της νέας γενιάς, και σε μια διαρκή νευρωτική κινητικότητα. Ωστόσο, αυτή η σκηνική συνθήκη συμπιέζει σημαντικά το ξεδίπλωμα του προσωπικού δράματος, καθιστώντας το, εντέλει, ισχνό ένθεμα. Επιπλέον, η απόδοση του λόγου με όρους ιδιώματος της καθημερινότητας στερεί ένα σημαντικό κομμάτι της λογοτεχνικότητας του κειμένου, που, παρόλα αυτά, δεν είναι απούσα στη γραφή του Γουέσκερ. Αυτή είναι και η αιτία που η τελική σκηνή της κρίσης του κεντρικού ήρωα Αντρέι (Πήτερ στο πρωτότυπο κείμενο), ερμηνευμένου από τον Μιχάλη Σαράντη, μοιάζει σαν μια βεβιασμένη και σπασμωδική έκρηξη παρά σαν το αποτέλεσμα μιας βραδύκαυστης, εσωτερικής ζύμωσης. Η ίδια πρόσληψη επικρατεί και για την Μονίκ της Ιωάννας Δεμερτζίδου, που αγωνίζεται να αφήσει ένα αξιόπιστο δραματικό στίγμα. Η παρουσία του Γιώργου Κατσή, σαφέστερα πιο ισόρροπη ανάμεσα στις διαμετρικά αντίθετες εντάσεις, ενώ οι ερμηνείες του Πολύδωρου Βογιατζή, στο ρόλο του ιδιοκτήτη εστιατορίου, και του Χρήστου Σαπουντζή, στον ρόλο του σεφ, ακριβείς, αν και, εν πολλοίς, τυπολογικά προβλέψιμες. Στα θετικά αυτής της δημιουργίας συμπεριλαμβάνονται οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου που άλλοτε αποδίδουν τη σκαιότητα του περίκλειστου μικρόκοσμου των ηρώων και άλλοτε αποτυπώνουν την ανάγκη για διαφυγή προς τα έξω. Η σκηνογραφία της Ελένης Στρούλια θα μπορούσε να αποδώσει εναργέστερα την αίσθηση του ασφυκτικού χώρου, ενώ οι μουσικές συνθέσεις του Παναγιώτη Μανουηλίδη φαίνεται να εξυπηρετούν, επί το πλείστον, τη ρυθμολογία υπό από την οποία καλείται να συντονιστεί το ensemble των ερμηνευτών.
Διαβάστε επίσης:
Η κουζίνα, του Άρνολντ Γουέσκερ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή στο Θέατρο Κιβωτός