Με αφορμή την επετειακή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στις 3 Φεβρουαρίου, ας γυρίσουμε 80 χρόνια πίσω. Στο κατάμεστο θέατρο Ολύμπια, η νεοσύστατη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (μετεξέλιξη της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών) δίνει την πρώτη της συναυλία λίγες ώρες πριν την κηδεία του Κωστή Παλαμά και ως είναι φυσικό η πατριωτική έξαρση των στιγμών φορτίζει κοινό και μουσικούς… Οκτώ δεκαετίες μουσική. Εκατοντάδες συναυλίες. Συμπράξεις με παγκοσμίως κορυφαίους αρχιμουσικούς και σολίστ. Αναθέσεις έργων σε έμπειρους αλλά και νέους συνθέτες. Συστηματικές εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες. Δράσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Το παρελθόν ανοίγει το δρόμο για το μέλλον. Η συγκίνηση, οι υψηλοί στόχοι, ο σεβασμός στις αξίες του πνεύματος και της τέχνης εξακολουθούν να κινούν τους μουσικούς της Πρώτης Ορχήστρας της Χώρας. Να εμπνέουν το εορταστικό πνεύμα του προγράμματος. Στο επίκεντρο ο θρυλικός βιρτουόζος Βαντίμ Ρέπιν, ο οποίος αναμετράται με ένα από τα πιο απαιτητικά έργα στο ρεπερτόριο του βιολιού, το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα του Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφκυ. Την εορταστική βραδιά ανοίγει η υψίφωνος Τσέλια Κοστέα ερμηνεύοντας το Vocalise για υψίφωνο και ορχήστρα του Νέστορα Ταίηλορ, -σύνθεση που αντιμετωπίζει τη φωνή ως ορχηστρικό όργανο και οδηγεί στα άκρα τις δεξιοτεχνικές ικανότητες της σολίστ. Ο επίλογος δίνεται με την συγκλονιστική Συμφωνία αρ. 1 σε ρε μείζονα του Γκούσταβ Μάλερ, γνωστή και με το προσωνύμιο «Τιτάν», η οποία αντλεί από το ομώνυμο μυθιστόρημα του ρομαντικού Ζαν Πωλ. Την Ορχήστρα διευθύνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της, Λουκάς Καρυτινός.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΝΕΣΤΩΡ ΤΑΙΗΛΟΡ (1963-)
Vocalise για υψίφωνο και ορχήστρα

ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840–1893)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 35

ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860–1911)
Συμφωνία αρ. 1 σε ρε μείζονα, «Τιτάν»

Συντελεστές

ΣΟΛΙΣΤ
Τσέλια Κοστέα, υψίφωνος
Βάντιμ Ρέπιν, βιολί

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Λουκάς Καρυτινός

Το σχόλιο της Τσέλια Κοστέα

Η μεγαλύτερη πρόκληση στο Vocalise του Νέστορα Ταίηλορ είναι να μπορέσω να εκφράσω με τη φωνή αυτό που ήθελε να μεταδώσει ο συνθέτης. Άλλη μια δυσκολία είναι οι μεγάλες φράσεις που τραγουδιούνται σε ένα μόνο φωνήεν. Χρειάζεται καλή αναπνοή. Τραγουδώντας μια ολόκληρη παρτιτούρα σε ένα μόνο φωνήεν εκθέτει πολύ τον τραγουδιστή. Δεν υπάρχουν λέξεις και το μήνυμα πρέπει να αποδωθεί μόνο με την ψυχή και τη φωνή της υψιφώνου.

Το σχόλιο του Βαντίμ Ρέπιν

Εύχομαι στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών πολλές ακόμη δεκαετίες γεμάτες με υπέροχη μουσική, χαρούμενο εργασιακό κλίμα και ενδιαφέρουσες συνεργασίες. Υγεία και έναν καθαρό ουρανό, χωρίς σύννεφα.

Για την ιστορία…

ΝΕΣΤΩΡ ΤΑΙΗΛΟΡ (γεν. 1963)
Vocalise για υψίφωνο και ορχήστρα

Το έργο Vocalise, για υψίφωνο και ορχήστρα, γράφτηκε το καλοκαίρι του 2006. Η ενορχήστρωσή του ολοκληρώθηκε λίγους μήνες αργότερα κατά την παραμονή μου στο πανεπιστήμιο του Yale, ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright. Το βασικό θέμα, τροπικής υφής, ανακοινώνεται στα εισαγωγικά μέτρα από τα ξύλινα πνευστά και στη συνέχεια δίδεται στη φωνή, η οποία το αναπτύσσει μέσα από μια σειρά βαθμιαία κλιμακούμενων φράσεων. Η απουσία κειμένου ενισχύει την πρόσληψη της φωνής ως ορχηστρικού οργάνου, εστιάζοντας σε μια συγκρατημένη ρητορική, που βασίζεται αποκλειστικά στις μουσικές ποιότητες της μελωδίας. Το μεσαίο μέρος χαρακτηρίζεται από μια πιο ανάλαφρη διάθεση με λεπτές στίξεις και διάφανα ηχοχρώματα. Η συνοδεία, ακολουθώντας πιστά τις φράσεις της φωνητικής cantilena, αποκτά μέσα από τη λιτότητα της παρουσίας της, έναν χαρακτήρα αρχαϊκό και μεγαλόπρεπο. Στο φινάλε, η βαθμιαία συσσώρευση της έντασης οδηγεί σε ένα ομοφωνικό tutti της ορχήστρας, όπου πρόσκαιρα δημιουργείται η αίσθηση μιας ρωμαλέας ορμητικότητας. Αυτή όμως η δυνατότητα γρήγορα εγκαταλείπεται και η μουσική πλοκή, αναδιπλούμενη στον εαυτό της, επιστρέφει στην αρχική μελωδία, με τη σοπράνο ως πνεύμα, ως ανάμνηση μακρινή, να σβήνει μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου.

ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840 – 1893)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 35
Allegro moderato – Moderato assai
Canzonetta: Andante-
Finale: Allegro vivacissimo

Προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία μετά τη διάλυση του εξαιρετικά βραχύβιου γάμου του με την Αντονίνα Μιλιούκοβα, ο Τσαϊκόφσκυ έφυγε για λίγους μήνες από τη Ρωσία στα τέλη του 1877. Τον Μάρτιο του 1878 βρέθηκε στο χωριό Κλάρενς της Ελβετίας, όπου τον επισκέφτηκε ο παλιός μαθητής του Ιωσήφ Κότεκ, πολλά υποσχόμενος νέος βιολονίστας. Ο Τσαϊκόφσκυ γοητευμένος από τη συντροφιά του Κότεκ, για τον οποίο φαίνεται ότι έτρεφε ερωτικά συναισθήματα, ξεκίνησε να συνθέτει ένα κοντσέρτο για βιολί με πυρετώδεις ρυθμούς. Στις 5 Απριλίου το κοντσέρτο είχε κιόλας ολοκληρωθεί και η ενορχήστρωσή του δεν πήρε παραπάνω από μία εβδομάδα. Ο Άντολφ Μπρόντσκυ ήταν ο τελικός αποδέκτης της αφιέρωσης του έργου και εκείνος που έκανε την πρώτη εκτέλεση στη Βιέννη στις 4 Δεκεμβρίου 1881 υπό τη διεύθυνση του Χανς Ρίχτερ. Η κριτική δεν υπήρξε ευμενής αρχικά με το Κοντσέρτο αλλά με το πέρασμα του χρόνου αυτό καταξιώθηκε ως ένα από τα κορυφαία του βιολονιστικού ρεπερτορίου.

Το εκτενέστατο πρώτο μέρος, σε φόρμα σονάτας κοντσέρτου, προσφέρει άφθονες ευκαιρίες προβολής των δεξιοτεχνικών και εκφραστικών ικανοτήτων του σολίστα με αποκορύφωμα την άκρως απαιτητική καντέντσα, η κατάληξη της οποίας συνιστά και την αρχή της επανέκθεσης του θεματικού υλικού. Η αρχική σύλληψη του δεύτερου μέρους εγκαταλείφθηκε από τον συνθέτη, ο οποίος τελικά την συμπεριέλαβε ως Méditation στα κομμάτια για βιολί και πιάνο, έργο 42. Έτσι -μέσα σε μία μόνο ημέρα- έγραψε ένα καινούριο αργό μέρος για το κοντσέρτο, γεμάτο μελαγχολία και νοσταλγική διάθεση. Το φινάλε είναι ένα ζωηρό ροντό, που αξιοποιεί ρωσικά φολκλορικά στοιχεία. Το κύριο θέμα είναι πραγματικά φλογερό και έντονα ενεργητικό ρυθμικά και στην πορεία εναλλάσσεται με αντιθετικού χαρακτήρα επεισόδια. Το μέρος καταλήγει με μία φρενήρη coda, όλο εξωστρέφεια και δεξιοτεχνική λάμψη.

ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860 – 1911)
Συμφωνία αρ.1 «Τιτάν»
Langsam, schleppend – Immer sehr gemächlich (Αργά, ράθυμα – Πάντα με μεγάλη άνεση)
Kräftig bewegt, doch nicht zu schnell – Trio: Recht gemächlich (Με έντονη κίνηση, εντούτοις όχι πολύ γρήγορα – Τρίο: Αρκετά άνετα)
Feierlich und gemessen, ohne zu schleppen (Με επισημότητα και μέτρο, όχι ράθυμα)
Stürmisch bewegt (Με θυελλώδη κίνηση)

Η πρώτη από τις μνημειώδεις συνεισφορές του Μάλερ στο είδος της συμφωνίας στάθηκε εξαρχής συνυφασμένη με παρανοήσεις, απογοητεύσεις και ένα κλίμα γενικής αδιαφορίας αν όχι απόρριψης, που άργησε να αναστραφεί. Καμία συμφωνία δεν τον απασχόλησε τόσο πολύ από τα πρώτα σχεδιάσματα το 1884 μέχρι την οριστικοποίηση της μορφής της το 1899, όταν και έγινε η πρώτη της έκδοση. Κι αυτό, όχι τόσο λόγω αναποφασιστικότητας εκ μέρους του συνθέτη, αλλά μάλλον ως αποτέλεσμα μίας διαρκούς εξερεύνησης ενός ποικιλόμορφου θεματικού υλικού και ετερόκλητων πηγών έμπνευσης, που βρήκαν δίοδο έκφρασης στην Πρώτη Συμφωνία.

Υπηρετώντας ως αρχιμουσικός της Όπερας του Κάσελ στα 1884 ο Μάλερ βίωσε έναν αποτυχημένο έρωτα για την σοπράνο Γιοχάννα Ρίχτερ, που στάθηκε η αφορμή για τη σύνθεση του πρώτου του φωνητικού κύκλου με τίτλο «Τα Τραγούδια του Οδοιπόρου», θέματα από τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν και στην Πρώτη Συμφωνία. Μία άλλη ερωτική περιπέτεια το 1886, αυτή τη φορά με τη Μάριον Ματθίλδη φον Βέμπερ (σύζυγο εγγονού του συνθέτη Καρλ Μαρία φον Βέμπερ) φαίνεται ότι αναζωπύρωσε την δημιουργία της συμφωνίας, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος γράφτηκε τελικά τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1888.

Προς το τέλος εκείνης της χρονιάς ο Μάλερ ανέλαβε την θέση του αρχιμουσικού στην Βασιλική Όπερα της Βουδαπέστης και στις 20 Νοεμβρίου διηύθυνε ο ίδιος την πρώτη εκτέλεση του συμφωνικού του έργου, που τότε αποκαλούσε «συμφωνικό ποίημα σε δύο ενότητες», που συνολικά περιείχαν πέντε μέρη. Κοινό και κριτικοί αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό το έργο, ιδίως λόγω της πρωτόγνωρης για την εποχή παράθεσης εξαιρετικά διαφορετικών θεματικών υλικών. Για τις δύο επόμενες παρουσιάσεις του έργου, σε Αμβούργο και Βαϊμάρη το 1893 και 1894 αντίστοιχα, ο Μάλερ αποφάσισε να βοηθήσει την κατανόηση της μουσικής του σκέψης από το κοινό και έτσι έδωσε περιγραφικούς τίτλους σε καθένα από τα πέντε μέρη και το γενικό προσωνύμιο «Τιτάν», που παραπέμπει στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζαν Πωλ (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Πάουλ Φρήντριχ Ρίχτερ). Τελικά όμως, ο Μάλερ συνειδητοποίησε πως οι κάθε λογής λεκτικές εξηγήσεις αδυνατούσαν να εκφράσουν την ουσία της μουσικής του με ακρίβεια και έτσι το 1896 στο Βερολίνο το εν λόγω έργο παρουσιάστηκε τελικά ως «Συμφωνία σε ρε μείζονα» και αυτή τη φορά με τέσσερα μέρη αντί για πέντε, αφού ο συνθέτης αφαίρεσε οριστικά το μέρος με τίτλο Blumine (μπουκέτο από λουλούδια).

Ένα διάχυτο κρατημένο λα σε διαφορετικά τονικά ύψη δημιουργεί στα πρώτα μέτρα της συμφωνίας μία αίσθηση ακινησίας. Σαν ένα αργό «ξύπνημα της φύσης», μικρά και διάσπαρτα μοτιβικά στοιχεία, όπως μακρινές φανφάρες από τρομπέτες ή η χαρακτηριστική μίμηση του κούκου στα κλαρινέτα (διάστημα κατιούσας τέταρτης), αποκτούν σταδιακά σάρκα και οστά οδηγώντας στο λυρικό κύριο θέμα που εκθέτουν τα βιολοντσέλα. Το θέμα αυτό προέρχεται από το δεύτερο από τα Τραγούδια του Οδοιπόρου με τίτλο «Το πρωί περπάτησα στο λιβάδι», το οποίο αναφέρεται σε ένα μοναχικό οδοιπορικό ενός νέου μία λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα, με σκοπό να γιατρέψει τις πληγές του από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα κοντά στη φύση. Οι ομοιότητες μίας τέτοιας εικόνας με την ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους της συμφωνίας είναι κάτι παραπάνω από έντονες.

Ακολουθεί ένα σύντομο, χορευτικό σκέρτσο βασιζόμενο στο λαίντλερ, έναν παραδοσιακό τρίσημο αυστριακό χορό. Εδώ ο Μάλερ παραλλάσσει το υλικό του παλιότερου τραγουδιού του, Χανς και Γκρέτε, του 1880. Το ενδιάμεσο τρίο αξιοποιεί τον ζεστό ήχο των βιολιών σε ένα πολύ διαφορετικού χαρακτήρα λαίντλερ, πιο νοσταλγικού, ανάλαφρου και εύθραυστου.

Το τρίτο μέρος ήταν αυτό που κυρίως ξένισε τους ακροατές της πρεμιέρας της συμφωνίας. Πρόκειται για ένα πένθιμο εμβατήριο, στο οποίο μεταξύ άλλων παρατίθενται με γκροτέσκο τρόπο: ένα τμήμα από το γνωστό μας Frère Jacques στο σόλο κοντραμπάσο αλλά σε ελάσσονα τονικότητα, μουσική από μπάντες (στα όμποε και στις τρομπέτες), καθώς και θέματα από το τελευταίο από τα Τραγούδια του Οδοιπόρου («Τα δύο γαλάζια μάτια»). Όλα τα ανωτέρω συνθέτουν μία σκοτεινή, αλλόκοτη παρωδία του θανάτου, εμπνευσμένη σύμφωνα με τον συνθέτη από μία διάσημη ξυλογραφία του Αυστριακού ζωγράφου Μόριτς φον Σβιντ. Στην ξυλογραφία, που έχει τίτλο «Η νεκρική πομπή του κυνηγού» εικονίζονται διάφορα ζώα (γάτες, λαγοί, ελάφια, ζαρκάδια, αλεπούδες και πτηνά) να συνοδεύουν με ένα λάβαρο και παίζοντας μουσική το φέρετρο ενός κυνηγού. Μόνη παρηγοριά από αυτή τη μακάβρια ατμόσφαιρα προσφέρουν για μία στιγμή τα βιολιά που παίζουν με σουρντίνα μία γλυκιά μελωδία από τα Τραγούδια του Οδοιπόρου.

Χωρίς διακοπή το φινάλε ανοίγει με ένα ηχηρό ξέσπασμα «σαν την αστραπή από ένα σκοτεινό σύννεφο». «Είναι απλά η κραυγή μίας πληγωμένης ψυχής», εξηγεί ο Μάλερ. Το εκτενές αυτό μέρος εκφράζει τον διακαή πόθο για τη λύτρωση και το θρίαμβο. Μετά από πολλές σελίδες υψηλής δραματικότητας και συναισθηματικής φόρτισης η τονικότητα της ρε μείζονας επανέρχεται απότομα σε μία δυναμική κορύφωση. Ωστόσο, σαν ο θρίαμβος να μην έχει «κερδηθεί» όπως πρέπει, απαιτείται η εκ νέου επιστροφή της αρχικής στοχαστικής ατμόσφαιρας του πρώτου μέρους, για να δώσει ένα πιο αποφασιστικό έναυσμα προς την τελική και αμετάκλητη επικράτηση των πλέον θριαμβικών τόνων με τα ηχηρά κόρνα να πρωτοστατούν.