Οι γυναίκες που ανθίζουν στη ζωγραφική του Κώστα Αγγελάκη.

Η ερώτηση γεννιέται ήδη την ώρα που ο θεατής βυθίζεται στον ψιθυριστικό ετούτο μικρόκοσμο της ζωγραφικής του Κώστα Αγγελάκη. Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες που άλλοτε μοιάζουν να έρχονται από το παρελθόν και άλλοτε κατευθείαν μετά τη δουλειά ή ακολουθώντας μια μυστική συνάντηση του χθεσινού απογεύματος;

Φίλες, μαθήτριες, προσφιλείς συνοδοιπόροι στην περιπέτεια της ζωγραφικής και του βίου. Άνθρωποι που τον εμπιστεύονται και του εκμυστηρεύονται κάποιες από τις πιο αληθινές τους στιγμές, γυναίκες που επιλέγουν οι ίδιες τις άνετες πόζες τους, τα βραχεία στασίματα στον ιδιωτικό χώρο. Πρόσωπα καθημερινά, που ο ζωγράφος διαλέγει, ανιχνεύοντας στο σχήμα του προσώπου και στην τονικότητα του δέρματος, στο φωτοστέφανο των μαλλιών και στην καμπύλη του λαιμού ή το τόξο της πλάτης τη συγκίνηση μιας ανάμνησης που αναφέρεται σε παλαιότερα έργα αγαπημένων καλλιτεχνών που συντροφεύουν εδώ και χρόνια τις αναζητήσεις και την πορεία του.

«Οι γυναίκες που ζωγραφίζω είναι άνθρωποι απλοί, με χιούμορ και αγάπη για τη ζωή», παρατηρεί ο ζωγράφος. «Εγώ τις ζωγραφίζω μελαγχολικές, αμήχανες, όπως μελαγχολικά και αμήχανα αντιμετωπίζω τη ζωή. Οι δικές μου γυναίκες δεν χαμογελούν. Ή μήπως εντέλει χαμογελούν, βυθισμένες σε μια αθέατη ενδοχώρα»;

Ευγνώμων στις γυναίκες ετούτες που εγκαθίστανται και ανθίζουν στο εργαστήριο, ο ίδιος στις συζητήσεις μας αναφέρεται στο πολύτιμο δώρο του χρόνου τους. Του μοιράσματος της ζωής και του βλέμματος, που αποδίδονται με μια συγκινητική ζωγραφική πρωτογένεια.

«Πιστεύω ότι η παράσταση στη ζωγραφική δεν θα σταματήσει ποτέ, γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη από το βάθος και το συναισθηματικό εκτόπισμα της εικόνας και όχι μόνον από το φωτογραφικό στιγμιότυπο», εξηγεί ο ζωγράφος. «Ο λόγος που επιλέγω ως τρόπο την παραστατική ζωγραφική, είναι η προσπάθεια να μελετήσω τη ζωγραφική ποιότητα, τη ματιέρα, μέσω της παρατήρησης και της σπουδής του φωτός και της σκιάς. Ουσιαστικά ζωγραφίζω για τη ζωγραφική. Αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι οι μικρές ζωγραφικές ποιότητες που συναντά κανείς στη διηνεκή προσπάθεια των ζωγράφων να προσεγγίσουν αυτό που βλέπουν: ένα γκρίζο στο μέτωπο ενός μοντέλου του Ρούμπενς, ένα καφέ στη σκιά ενός αυτοπορτραίτου του Ρέμπραντ, μια σιέννα κάτω από τη μύτη σε ένα πρόσωπο, ή μια φαρδιά πινελιά στην πλάτη ενός μοντέλου ενός σύγχρονου ζωγράφου και φίλου που αγαπώ…».

Ακολουθώντας τη διαχρονία ετούτη της σωματικής και ψυχικής αποτύπωσης, ο Κώστας Αγγελάκης αναζητεί τη ζωγραφικότητα στο πρόσωπο και το σώμα των ανθρώπων, επιλέγοντας να σταθεί σε βλέμματα και κορμιά που εγείρουν στον ίδιο αναμνήσεις. Στον τρόπο που κάθεται η στέκεται μια νέα γυναίκα κοιτάζοντας, αμήχανα τις περισσότερες φορές, τον ζωγράφο. Στο φως που πέφτει στο πρόσωπό της και το χρώμα της σκιάς που δημιουργείται. Στις ερμηνείες και τις απαντήσεις που εναιωρούνται στο βλέμμα της. Στην απουσία που απεικάζει το γυμνό σώμα της.

Στο έργο του, η επιθυμία της αποτύπωσης του ορατού, τρέπεται στην κινητήρια δύναμη της ζωγραφικής εντύπωσης. Στα περισσότερα έργα ο σχεδιασμός ξεκινά από το κεφάλι, καθώς δουλεύονται παράλληλα το φως και η σκιά, οι απειροελάχιστες μεταβολές της απόχρωσης σε μια μικρή φόρμα που μπορεί να είναι η μύτη, το μάτι, το χέρι, ή ο μαστός, ενώ, σταδιακά, προκύπτουν αλλαγές και διορθώσεις έως ότου το έργο να τελειώσει από μόνο του. Να μη θέλει άλλο να δουλευτεί.

Η διηνεκής ετούτη πορεία προς το ζητούμενο, προκύπτει με την ενεργοποιημένη συνύπαρξη σχεδίου και χρώματος. Το σχέδιο για τον ζωγράφο, που ποτέ δεν προ-σχεδιάζεται, γίνεται αντιληπτό ως μια αδιάκοπη νοητή γραμμή, ως μια πορεία συνεχής που ξεκινά από ένα σημείο και ολοκληρώνεται στο ίδιο σημείο και πάλι, κάνοντας στάσεις στη διαδρομή και δημιουργώντας παράλληλα επιφάνειες, σχεδιαστικές φόρμες και τόνους. Το σχέδιο είναι διάφανο, άυλο. Το χρώμα είναι ύλη και λάσπη. Από κοινού γεννούν χρωματικές επιφάνειες και πλάθουν όγκους. Από κοινού ενεργοποιούν τη σκιά και το φως, πλάθοντας την ψευδαίσθηση και το ειλικρινές αποτύπωμα ενός ορατού και ενσυναισθητικού κόσμου.

Συνομιλώντας με τον ζωγράφο για τον περιβάλλοντα χώρο των έργων του, επισφραγίζεται η ενσυνείδητη επιθυμία του της ελαχιστοποίησης της πληροφορίας των δευτερευόντων στοιχείων της σύνθεσης. Στα μικρότερα έργα, ένα λιτό φόντο ορίζει τη ζωγραφική διαχρονία. Στα μεγαλύτερα, τα δομικά στοιχεία της σύνθεσης, άλλοτε ένα ξύλινο δάπεδο και άλλοτε τα καθίσματα, ορίζονται με τον βραχύτερο δυνατό τρόπο, ενώ τα ρούχα δουλεύονται με αδρές πινελιές, συντελώντας με τη σειρά τους στην ενεργοποίηση ενός μη-χώρου που εγκαλεί σε μια πέρα και πίσω από τον τρέχοντα χρόνο αφήγηση, πέρα και πίσω από την ορατή γεωγραφία.

«Δεν ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, αλλά αυτό που νομίζω ή αισθάνομαι ότι βλέπω», απαντά στο ζήτημα του τόπου και του τρόπου ο ζωγράφος. «Πολλές φορές, ζωγραφίζοντας μια νέα κοπέλα, νομίζω ότι βλέπω τη μάνα μου στα νιάτα της, ή κάποια συγγενή που είδα κάποτε μικρός, ή ακόμη, μια κοπέλα που ερωτεύτηκα ως έφηβος και το μαράζι της άρνησης, της μη αποδοχής, έμεινε μέσα μου και εξακολουθεί να με τυραννά… Άλλες φορές πάλι, τα πρόσωπα μου θυμίζουν μαντόνες της Αναγέννησης ή καθημερινές γυναίκες στη μεγάλη Ζωγραφική του Μπαρόκ. Δεν κάνω ρεαλισμό, αν και χρησιμοποιώ τέτοιες μεθόδους, τις αναμνήσεις μου ζωγραφίζω, ίσως με μια ρομαντική ή, καλύτερα, νοσταλγική διάθεση. Γι αυτό και τα μοντέλα μου συνήθως δεν μοιάζουν στα έργα όπου τα αποτυπώνω, όσες φορές και αν τα ζωγραφίζω. Αλλά ναι, το είπα νομίζω ξανά, η ζωγραφική γίνεται για τη ζωγραφική…».

Ίρις Κρητικού
Νοέμβριος 2022

Κώστας Αγγελάκης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε με υποτροφία ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. Σόφιας στη Βουλγαρία από το 1986 έως το 1992. Είναι μέλος του Ε.Ε.Τ.Ε και της Ένωσης Καλλιτεχνών Βουλγαρίας. Έχει πραγματοποιήσει δώδεκα ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές και συμπόσια τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του υπάρχουν σε πολλές ιδιωτικές συλλογές.