Στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα ο αρχιτέκτων, ερευνητής, και διδάκτορας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ Κωνσταντίνος Πίττας παραδίδει ένα υβριδικό έργο – ένα “λογοτεχνικό δοκίμιο”, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει. «Η μοναξιά του ενός» ακολουθεί τον πρωταγωνιστή, τον Ένα, σε συζητήσεις που κάνει με τους στενούς του φίλους του αλλά και σε μοναχικές θεωρητικές αναζητήσεις, οι οποίες άπτονται σωρείας ζητημάτων: από τη σύγχρονη υλιστική κοινωνία μέχρι την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, από τον έρωτα μέχρι τη συλλογικότητα, από τη ζωή στις σύγχρονες πόλεις μέχρι την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο συγγραφέας πραγματεύεται τα ζητήματα αυτά έχοντας πρώτα φροντίσει στην Εισαγωγή του να σκιαγραφήσει το μετανεωτερικό πλαίσιο στο οποίο κινείται ο ήρωάς του, κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, ενώ το πλήθος σημειώσεων και βιβλιογραφικών παραπομπών καθιστούν το έργο βιβλίο αναφοράς για τα θέματα που θίγει.

***

– Το βιβλίο σας «Η μοναξιά του ενός» δεν μπορεί να τοποθετηθεί εύκολα σε συγκεκριμένο κειμενικό είδος, μιας και έχει στοιχεία λογοτεχνικά αλλά και δοκιμιακά. Εσείς πώς θα το χαρακτηρίζατε;

Θα το χαρακτήριζα ως λογοτεχνικό δοκίμιο, καθώς υιοθετεί ένα υβριδικό μοντέλο· από τη μια, υπάρχει μια αφηγηματική πλοκή η οποία εκτυλίσσεται σ’ ένα καπηλειό, όπου ο Ένας καταπιάνεται σε συζητήσεις με τους επιστήθιους φίλους του, από την άλλη όμως, τίθενται και κάποιοι ευρύτεροι θεωρητικοί προβληματισμοί που λειτουργούν ως βάση των συζητήσεων, εξ ου και υπάρχει μια εκτενής λίστα με βιβλιογραφικές αναφορές και παραπομπές στο τέλος του βιβλίου.

– Ο Ένας χρειάστηκε να απεμπολήσει τις ποικίλες πλευρές του εαυτού του προκειμένου να χωρέσει στη σύγχρονη «Κοινωνία της Μεζούρας», όπως την αποκαλείτε. Υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος ώστε ένας σύγχρονος άνθρωπος να μπορεί να εξερευνά τις περισσότερες διαστάσεις του εαυτού του;

Το βιβλίο ξεκινά με την πρόσκληση στην κηδεία του Ενός, η οποία έχει συμβολική διάσταση, καθώς, όπως δηλώνει στον επικήδειο λόγο του, πρόκειται για την κήδευση των πολλαπλών εκδοχών του εαυτού του και του πλούτου των δυνατοτήτων που κρύβει μέσα του ο ίδιος, και δυνητικά, ο κάθε άνθρωπος. Από εκεί, ξεκινά μια αναδρομή σε συλλογικά βιωμένες στιγμές που έχουν εκτυλιχθεί στο καπηλειό, με πρωταγωνιστές τον Έναν και την παρέα του. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις προκύπτουν και κάποιες πιθανές μεθοδολογίες επανεφεύρεσης του εαυτού –ένα κατεξοχήν συλλογικό εγχείρημα που δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις σχέσεις αλληλεξάρτησης που ενυπάρχουν μεταξύ μας– μέσα από το άνοιγμα στην τρωτότητα του άλλου, τη δημιουργική πράξη και τη δέσμευση σε συλλογικά αφηγήματα. Εάν τεθεί σαν προτεραιότητα η ανάγκη ανασύνθεσης ενός πολυσχιδούς εαυτού, θεωρώ ότι ο χώρος και ο χρόνος βρίσκονται.

– Η εικόνα της σύγχρονης πόλης και των σύγχρονων κτηρίων είναι ένα θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο σας. Με την ιδιότητά σας ως αρχιτέκτων, αλλά και ως κάτοικος της Αθήνας, τι θεωρείτε ότι θα μπορούσε να αλλάξει ώστε ο κάτοικος της πόλης να νιώθει πιο ριζωμένος σε μια βιωμένη τοπικότητα και όχι απλά περαστικός;

Η μαζική τουριστικοποίηση, η εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Αirbnb μαζί με την τυποποιημένη αισθητική που τις συνοδεύει και η ανεξέλεγκτη άνοδος των ενοικίων έχουν αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του κέντρου της Αθήνας – εδώ άλλωστε κατοικώ, εργάζομαι και έχω τις παιδικές μου αναμνήσεις. Αυτή τη στιγμή, τα παραδοσιακά παλιατζίδικα και οι μικρές βιοτεχνίες απειλούνται από πολυκαταστήματα, οι στοές –το κατεξοχήν απάγκιο για τους κάθε λογής πλανόδιους– έχουν πλημμυρίσει από τραπεζοκαθίσματα, οι ιστορικοί κινηματογράφοι και οι χώροι πολιτισμού κινδυνεύουν να γίνουν ξενοδοχεία ή συνεδριακά κέντρα, ενώ τα τελευταία ψήγματα αυθεντικής τοπικότητας δίνουν τη θέση τους στα ξενόφερτα τρεντς μιας παγκοσμιοποιημένης και, σε μεγάλο βαθμό ομογενοποιημένης, κουλτούρας. Εφόσον, όπως γράφει και ο Ιτάλο Καλβίνο στις Αόρατες Πόλεις, «το βλέμμα διατρέχει τους δρόμους σαν να πρόκειται για γραμμένες σελίδες», τι συμβαίνει άραγε όταν κάθε τοπόσημο ξεριζωθεί, όταν τα συλλογικά νοήματα που παράγονται μέσα από τον χώρο εξασθενίσουν και όταν τα οικεία στέκια των γειτονιών εξαφανιστούν; Πολύ απλά, ο άνθρωπος χάνει τα σημεία αναφοράς του και την ταυτότητά του· αδυνατεί πλέον να κατανοήσει από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Η ιστορικότητα μιας πόλης – οι ζυμώσεις, οι μνήμες και οι βιωμένες στιγμές των κατοίκων της – ό,τι δηλαδή «εγγράφεται» στις γωνιές και στις όψεις των κτηρίων της, πρέπει να διατηρηθεί, αν επιθυμούμε ριζωμένους τόπους και τη θαλπωρή του ανήκειν.

Αντί για επιδερμικά έργα ανάπλασης και παρεμβάσεις εξωραϊστικού χαρακτήρα, θεωρώ ότι η Αθήνα χρειάζεται μακροπρόθεσμο κεντρικό σχεδιασμό που να θέτει στο επίκεντρο την προστασία της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της. Ακόμα, πρέπει να ληφθούν υπόψιν ζητήματα ολιστικού και βιώσιμου σχεδιασμού, προσβασιμότητας σε δημόσιες υποδομές, οικονομικά προσιτής στέγασης και φυσικά να δοθεί έμφαση σε έναν δημόσιο χώρο, ο οποίος να μην δομείται γύρω από σχέσεις κατανάλωσης. Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα ήταν ελλιπής χωρίς μια κοινωνία πολιτών, η οποία να έχει λόγο και συμμετοχή στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

– Οι διαδικτυακές πλατφόρμες ευαγγελίζονται τη συμμετοχή όλων στον δημόσιο λόγο, αφού δίνουν σε καθέναν ένα βήμα για να πει την άποψή του, αλλά και τη διευκόλυνση της ανθρώπινης επαφής. Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί ο Ένας θεωρεί κίβδηλες αυτές τις υποσχέσεις και να απαντήσετε ποια είναι η δική σας σχέση με τα μέσα αυτά;

Οι διαδικτυακές πλατφόρμες είναι ένα σημαντικό εργαλείο που διευκολύνει στην ύπαρξη αποκεντρωμένων κοινοτήτων και συνιστά πηγή άμεσης πληροφόρησης και βήμα έκφρασης για τον καθέναν και την καθεμιά μας. Παρόλα αυτά, η χρήση των κοινωνικών δικτύων έχει επιφέρει μια σειρά αλλαγών στην ίδια τη δομή του υποκειμένου, παραδείγματος χάριν, στη διάσπαση της ανθρώπινης προσοχής, η οποία πλέον περιορίζεται στις χρονικότητες του scrolling, στην εξάρτηση της αυτοεκτίμησης του ανθρώπου από τον αριθμό των likes και των followers, στην επιδερμικότητα των ανθρώπινων σχέσεων (ερωτικών και μη) και στο γεγονός ότι η μόνιμη κατάφαση και θετικότητα που προβάλλεται σε αυτά (ειδυλλιακά τοπία, ταξίδια, πλουσιοπάροχα γεύματα, χαμογελαστές παρέες) αποσιωπούν ότι και η κατήφεια, η σκοτεινιά, η μελαγχολία και η ευαλωτότητα είναι όχι μόνο αποδεκτά, αλλά και απαραίτητα συναισθήματα σε μια ισορροπημένη ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Την ίδια στιγμή, η ρητορική της προσβασιμότητας οδηγεί συχνά στην ψευδαίσθηση της συμμετοχής και στη σχετικοκρατία, εξ ου και ο Ένας στηλιτεύει τη δημοκρατία του πληκτρολογίου, όπου οι διαδικτυακές αντιδράσεις επιφορτίζονται με τον ρόλο της πολιτικής στάσης και κριτικής.

Προσωπικά, προτιμώ να εκθέτω όσο το δυνατόν λιγότερο την ιδιωτική μου ζωή – θεωρώ ότι κάποιες στιγμές είναι καλύτερο να μην παραπέφτουν στη φθορά της κοινής θέας και να μην καταναλώνονται στον βωμό μιας εφήμερης απήχησης και προβολής. Όποτε τις χρησιμοποιώ, είναι για να σχολιάσω ζητήματα αρχιτεκτονικής, πολιτισμού, αισθητικής και ό,τι άλλο μπορεί, τουλάχιστον με τα δικά μου κριτήρια, να αφορά πραγματικά στον δημόσιο διάλογο.

– Ο Ένας αναφέρεται συχνά στις έννοιες της συλλογικότητας και της συντροφικότητας. Η έννοια της άσκησης εξουσίας, κρατικής ή και διαπροσωπικής, μπορεί να χωρέσει στην κοσμοθεωρία του ή είναι ξένη προς αυτήν;

Οι έννοιες της συλλογικότητας και της συντροφικότητας, αν έχουν κάποιο νόημα, είναι ακριβώς επειδή τίθενται στο πεδίο μάχης, τόσο με διαπροσωπικές εξουσιαστικές σχέσεις, όσο και με πιο απρόσωπες, κρατικές ή διακρατικές (υπερ)δομές. Η συλλογικότητα την οποία επικαλείται ο Ένας, δεν πρόκειται για μια συμπεριληπτική, αλλά για μια διχαστική συλλογικότητα. Με άλλα λόγια, όπως έχουν υπογραμμίσει αρκετοί πολιτικοί φιλόσοφοι, η διαμόρφωση πολιτικών ταυτοτήτων προϋποθέτει την οριοθέτηση ενός «εμείς» απέναντι σε ένα «αυτοί». Πράγματι, σε κάθε πολιτικό ζήτημα που ανακύπτει, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα καίριο δίλημμα. Παραδείγματος χάριν, στο επιτακτικό οικολογικό ζήτημα, το οποίο νιώθουμε ολοένα και περισσότερο στο πετσί μας, κανείς οφείλει να επιλέξει σε ποια συλλογικότητα τάσσεται: σε αυτή που θεωρεί τη φύση ως πόρο προς εκμετάλλευση, ή σε αυτή που προσπαθεί να επανοηματοδοτήσει τη φύση σαν κοινό κτήμα και που αγωνίζεται για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των οικοσυστημάτων, της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης ζωής;

– Ανήκετε στη γενιά που ενηλικιώθηκε με την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτή η συγκυρία πώς αισθάνεστε ότι σας διαμόρφωσε;

Το κυριότερο «επίτευγμα» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι να παρουσιάζει τις φιλελεύθερες πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας, τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής και διαδικασίες λήψης αποφάσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν το λιγότερο μετα-πολιτικές, ως μη αμφισβητήσιμες συνθήκες, δηλαδή ως τη μόνη δυνατή επιλογή. Η ίδια η πρακτική της δημοκρατίας φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση όταν φαίνεται να έχουμε αποδεχτεί  τις «κρίσεις» σαν τη νέα κανονικότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παγιώθηκε και η πρωτοκαθεδρία της οικονομικής σφαίρας, υποσκελίζοντας όχι μόνο πολιτικούς θεσμούς, κοινωνικά αιτήματα και την πεμπτουσία του Δήμου (της δυνατότητας των πολιτών να έχουν συμμετοχή στα κοινά), αλλά και κάθε άλλη έκφανση της ζωής που πάει να αποδράσει αυτού του οικονομικού ντετερμινισμού. Όπως γράφω και στη «Μοναξιά του ενός», «από τον homo politicus η σκυτάλη πέρασε στον homo economicus, σηματοδοτώντας την επικράτηση ενός υποκειμένου ωφελιμιστικού, επιδοσιακού και αδυσώπητα ανταγωνιστικού». Τα κατάλοιπα αυτής της συγκυρίας είναι τόσο να διαμελιστούν οι έννοιες της συλλογικότητας, του δημόσιου αγαθού και του κοινού συμφέροντος, όσο και να στερέψει η γενεσιουργός δύναμη της φαντασίας να σκεφτεί εναλλακτικές εκδοχές αυτού του κόσμου· εκδοχές πιο δίκαιες, πιο δημοκρατικές, πιο συναισθαντικές. Αναπόδραστα, αυτή η συνθήκη έχει επηρεάσει και το δικό μου έργο (αρχιτεκτονικό, συγγραφικό, παιδαγωγικό), στο οποίο διακρίνω τόσο μια κοινή θεματολογία, όσο και μια εμμονή με την αποδόμηση κάποιων θεωρήσεων που κρίνω παρωχημένες. Εξ ου και η επιστροφή μου στην κριτική θεωρία και παιδαγωγική, καθώς λειτουργεί ως μόνιμη υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι θέσφατο και δεδομένο και ότι κάθε ανθρώπινη πρακτική είναι θνητή, μεταβλητή, και αναστρέψιμη, αρκεί να υπάρχει η συλλογική επιθυμία.

– Το βιβλίο σας έχει καταφέρει να ανοίξει έναν διάλογο για ζητήματα τα οποία απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο αλλά συνήθως συζητιούνται διεξοδικά σε πιο απρόσιτα, συνήθως ακαδημαϊκά, fora. Ήταν μέσα στις προθέσεις σας να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση, και πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Καταρχάς, αποτελεί σημαντική αναγνώριση για έναν δημιουργό όταν το έργο του καταφέρνει να εγείρει συζητήσεις – αυτός άλλωστε δεν είναι και ο ρόλος κάθε βιβλίου, να βοηθά στην αναθεώρηση οπτικών που θεωρούνται «παγιωμένες» και να συσπειρώνει όσες και όσους μοιράζονται κάποιους κοινούς προβληματισμούς; Τώρα, την επίδραση του αποστειρωμένου ακαδημαϊκού λόγου την έχω υπογραμμίσει και στη «Μοναξιά του ενός» και αλλού. Θεωρώ ότι συχνά τα ακαδημαϊκά κείμενα γράφονται για να εξασφαλιστούν παραπομπές και επαγγελματικές σταδιοδρομίες (εξ ου και η εμμονή σε συγκεκριμένα επιστημονικά ιδιώματα, θεματολογίες, περιοδικά, ακόμα και αναγνωστικά κοινά), και όχι με τη μορφή επίκαιρων και στοχευμένων παρεμβάσεων στον δημόσιο διάλογο. Μην παρεξηγηθώ, και εγώ συνδιαλέγομαι με ακαδημαϊκούς κύκλους και είχα το προνόμιο να διαπιστώσω τη συμβολή της σωστής παιδαγωγικής διαδικασίας στην όξυνση των κριτικών εργαλείων ενός νέου. Όμως στους «ρευστούς» και σκοτεινούς καιρούς που διανύουμε, ειδικά για ζητήματα που άπτονται ανθρωπιστικών και κοινωνικών θεμάτων, χρειάζονται διεπιστημονικές και ολιστικές προσεγγίσεις. Όποιος θέλει να κατανοήσει, και, γιατί όχι, να επηρεάσει «τα κοινά» οφείλει να διευρύνει τα μέσα παρέμβασής του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Antonio Gramsci αντιπαραθέτει στους παραδοσιακούς ακαδημαϊκούς, τους «οργανικούς διανοούμενους», οι οποίοι όχι μόνο αξιοποιούν μια ευρεία γκάμα παρεμβάσεων, εκφραστικών εργαλείων και καλλιτεχνικών μέσων, αλλά παράλληλα περνούν από την παραγωγή νέων ιδεών στην υιοθέτησή τους σε κοινωνικές πρακτικές και κοινωνική αλλαγή.

Διαβάστε επίσης: 

Κωνσταντίνος Πίττας – Η μοναξιά του Ενός: Ένα βιβλίο για τη μονάδα στο Σήμερα