«Ανακαλύπτω τον εαυτό μου στην άκρη ενός συνηθισμένου λάθους.». Η φράση αυτή του Walt Whitman, θα μπορούσε κατά την γνώμη μου, να συνοψίσει πολλά απ αυτά που πραγματεύεται το έργο αυτό.

Το ότι είναι εμπνευσμένο από πραγματικά περιστατικά δεν αφήνει περιθώριο να σκεφτεί κανείς το προφανές. Ότι δηλαδή, τα πράγματα αυτά δεν γίνονται ή είναι σπάνια. Γιατί δεν είναι ένα, αλλά δύο περιστατικά και μάλιστα καταγεγραμμένα την ίδια χρονιά σε διαφορετικά σχολεία στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Έτσι κι αλλιώς όμως, είμαστε εθισμένοι πια, ν’ ακούμε παντός είδους ακραία περιστατικά κακοποίησης ή βίας, είτε για παιδιά, είτε για ενήλικες,  χωρίς να μας προκαλούν τίποτα. Τίποτα παραπάνω από το γεγονός ότι δεν έγιναν εδώ, στη γειτονία μας ή στο σπίτι μας, επομένως είμαστε πολύ καλά.

Το ενδιαφέρον στο «Μικρό πόνι» είναι ότι δεν καταγράφει απλά ένα ακόμα περιστατικό τέτοιου είδους, έστω και ως προϊόν μυθοπλασίας, αλλά το γεγονός ότι αλλάζει τη «γωνία λήψης» της «κάμερας» και φωτίζει μια περιοχή που μας εμπεριέχει όλους.

Την πρώτη κοινωνία. Την οικογένεια. Τις σχέσεις των δύο ανθρώπων που την δημιουργούν. Την σχέση τους με το παιδί τους. Το τι ενδεχομένως φέρουν κι αυτοί, απ την δική τους πρώτη κοινωνία. Το τι σημαίνει αγάπη για τον καθέναν. Και πως, μέσα από την καθημερινή μας πρακτική, τα μικρά λάθη μπορούν να θρέψουν γίγαντες μίσους, θυμού, ή ενοχής.

Η Ιρένε και ο Χάϊμε, το ζευγάρι του έργου, οι δύο γονείς, είναι δύο φυσιολογικοί άνθρωποι, όπως εμείς ίσως – αν εμείς βεβαίως μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι ανήκουμε σ’ αυτήν την κατηγορία – και όχι κάποια τέρατα που επί τη εμφανίσει δημιουργούν στον θεατή την βεβαιότητα μιας βίαιης συμπεριφοράς.

Όμως όταν η δοκιμασία έρχεται, τότε πια κανείς τους δεν έχει άλλη παράταση σ’ αυτά που εμφανώς ή όχι, προσπαθεί ν αποφύγει. Όλα είναι προορισμένα να βγούν στο φως.

Και τότε καταλαβαίνει κανείς παρακολουθώντας την ιστορία του έργου, πως αρκεί μια στιγμή για να αλλάξει όλη σου τη ζωή. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στην τύχη, αλλά σε μια σειρά πραγμάτων που εφαρμόζεις στην καθημερινότητά σου. Πολλές φορές και εν αγνοία σου ακόμα, για το τι μπορούν να προκαλέσουν. Που τα κουβαλάς κι εσύ ίσως απ αυτήν την περίοδο της ζωής σου, την τρυφερή, την παιδική, την αθώα που έχεις ξεχάσει ή θέλεις καμιά φορά να ξεχνάς κάποια κομμάτια της.

Το ενδιαφέρον στο Μικρό Πόνι είναι επίσης πως ενώ σ΄ όλο το έργο ο Χάϊμε και η Ιρένε μιλούν για τον γιό τους τον Λουϊσμι, εκείνος δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής. Δεν ακούμε ούτε καν την φωνή του. Ο συγγραφέας προτιμάει συνειδητά να τον αφήσει «εκτός». Όπως το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι γονείς του όταν παίρνουν αποφάσεις για εκείνον χωρίς εκείνον.

Στις πρόβες μας που ξεκίνησαν δειλά δειλά από τον Ιούνιο, αρχίσαμε ακόμη και εμείς οι ίδιοι να προβληματιζόμαστε. Άλλωστε είμαστε και οι ίδιοι γονείς. Και δεν ήταν εύκολο αυτό για μας, γιατί το έργο μιλάει για πράγματα πολύ σημερινά, δικά μας.

Αλλά πάνω απ όλα μιλάει για την αγάπη. Την πραγματική αγάπη που δεν έχει ούτε φραγμούς, ούτε όρια.

Κι όπως λέει ο Πασκάλ: «Η πλάνη προέρχεται από τον αποκλεισμό»

Info:

Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Ανώτερης Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, και τελειόφοιτος του τμήματος θεατρικών σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει στο ενεργητικό του σημαντικές συνεργασίες σαν ηθοποιός τόσο με το Εθνικό θέατρο, όσο και με το ελεύθερο, καθώς και με το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.

Φέτος συμπληρώνει είκοσι χρόνια συνεχούς δράσης στο θέατρο, πρωταγωνιστώντας στο «Μικρό Πόνι» του Paco Bazzera στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, στον «Μεγαλέξανδρο» του Ν.Καζαντζάκη στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, και στο «Πορφυρό νησί» του Μπουλγκάκωφ στο θέατρο Άλφα-Ιδέα.


Διαβάστε επίσης:

Το μικρό πόνι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου | 13 Οκτωβρίου 2017 – 7 Ιανουαρίου 2018 | Πληροφορίες: nkt.gr