Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Αλέκου Γαλανού «Κόκκινα φανάρια» έχει κατοχυρώσει μια ξεχωριστή θέση στην εγχώρια μεταπολεμική δραματουργία, καθώς τόλμησε να πραγματευτεί ζητήματα-ταμπού σε μια εποχή όπου τα κοινωνικά αντανακλαστικά ορίζονταν από κραταιές προκαταλήψεις και στερεότυπα, στο υπέδαφος των οποίων σοβούσε η υποκρισία, η ψυχολογική καταπίεση και η αταξία. Παρόλα αυτά, για τα συμφραζόμενα του σημερινού κόσμου το συγκεκριμένο έργο, στην πρωτότυπη μορφή του, φαίνεται να δραπετεύει μέσα από το κάδρο μιας γραφικής ανθρωπογεωγραφίας, με κύριο κεκτημένο το γεγονός ότι ο συγγραφέας κατόρθωσε με παρρησία να καταστήσει τους χαρακτήρες του ενεργητικά προσδεμένους στο άρμα της ζωής αντί να τους συστήσει ως απόκοσμες, μυθικές φιγούρες.

Η σκηνοθετική οπτική του Βασίλη Μπισμπίκη, που μετατρέπει τις εκδιδόμενες γυναίκες του πρωτότυπου σε τρανσέξουαλ, βρίσκεται σε ευθεία αναφορά όχι μόνο με την προσωπική του παρατήρηση και κοινωνική ευαισθησία, αλλά και με πλείστες όσες μεταστροφές στον τρόπο θεώρησης της έννοιας του φύλου, με τη διατύπωση της queer θεωρίας, την αποκαθήλωση των δίπολων που εκφράζουν τα ζεύγη μεταξύ αντιθέτων και τη διατάραξη των ιεραρχήσεων με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό που εισήγαγε ο μεταδομισμός ήδη από τη δεκαετία του ’80, όπως επίσης και με την αντίληψη μιας κινητικότητας, εναλλαγής και ρευστότητας της ταυτότητας που επιφέρει ο μεταμοντερνισμός. Απαντώντας σε όλες αυτές τις προκλήσεις, η μετατόπιση της ατμόσφαιρας του αρχικού έργου προς ένα φρενήρες παιχνίδισμα μεταξύ «εαυτού» και «Άλλου» τοποθετεί στο επίκεντρο πιο δομικούς προβληματισμούς αντί μια οριζόντια, και ενδεχομένως αποστεωμένη, κοινωνική κριτική.

Η εκδοχή των «Κόκκινων Φαναριών» στο Cartel κινείται στο πλαίσιο του μεταδραματισμού. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο παράγοντες που επηρεάζουν την πρόσληψη αυτού του εγχειρήματος από την κριτική και το κοινό: η παρουσία του πρωτότυπου έργου στην κοινή συνείδηση, από το οποίο αναδύονται οικείες παραστάσεις ενός είδους κοινωνικού «φολκλόρ», και ο βαθμός απογαλακτισμού του σκηνοθέτη από την ανάγκη να αφαιρέσει τους στενούς ψυχολογικούς όρους του δραματικού θεάτρου. Στην προκειμένη περίπτωση, η σκηνοθετική γραμμή επέλεξε να κινηθεί επί το πλείστον εντός της μεγάλης εικόνας του μεταδραματικού θεάτρου (παράταξη σκηνών με χαλαρή μεταξύ τους σύνδεση, συγχρονία στην παράθεση εικόνων, έντονη σωματικότητα στην ερμηνεία, ισχυρή παρουσία του μουσικού στοιχείου και αφαίρεση όλων εκείνων των ερμηνευτικών φίλτρων που οριοθετούν τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό από την αυθόρμητη καθημερινή απεύθυνση του λόγου). Επέτρεψε, όμως την ίδια στιγμή, όλο αυτό το τοπίο εικονικών ψηγμάτων να εκκολάπτει μια υπόγεια ένταση και να ανυψώνει τα πρόσωπα σε ολοκληρωμένες οντότητες. Κι αν ακόμα οι ντοκουμενταρίστικες παρενθέσεις, που έξοχα υπηρέτησαν η Μπέττυ Βακαλίδου και ο Δημήτρης Παπάζογλου, δημιουργούσαν μέσα από μια ψιμυθιωμένη αναπόληση μια πύκνωση της πληροφορίας, το σκηνικό περιβάλλον κατακλυζόταν από ίχνη και αποτυπώματα, έμψυχα και υλικά, ιδωμένα με βαθιά ανθρώπινη ματιά. Όλοι οι ηθοποιοί επιδόθηκαν σε ένα κρεσέντο ερμηνευτικών υπερβάσεων που δεν αρκούνταν μόνο στην κατάδειξη, αλλά κινούνταν εγκάρσια. Παλλόμενες και θυελλώδεις οι ερμηνείες των Μάνου Καζαμία, Στέλιου Τυριακίδη, Δημήτρη Γαλάνη, Τάσου Σωτηράκη. Με μια καθαγιασμένη αύρα που φέρουν οι «μορφές» (και όχι οι τύποι) οι ερμηνείες της Ελεωνόρας Αντωνιάδου και της Μάρας Ζαλώνη και με μια εκρηκτική μέθεξη το υπόλοιπο σύνολο (Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Γιανμάζ Ερντάλ, Διονύσης Κοκκοτάκης, Αγγέλα Πατσέλη, Γιώργος Σιδέρης, Πουριά Χοσσεϊνί) που συντονίστηκε με τελετουργικό τρόπο σε αυτή την ιδιότυπη μυσταγωγία.

Διαβάστε επίσης:

Τα Κόκκινα Φανάρια, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη στον Τεχνοχώρο Cartel