Η New Starπαρουσιάζει εκ νέου το κλασικό αριστούργημα του Βιτόριο Ντε Σίκα με τίτλο “Κλέφτης ποδηλάτων”, από την Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013.

 

Κλέφτης ποδηλάτων «LadridiBiciclette»

Ιταλία – 1948 – Ασπρόμαυρη – (93΄)

 

Σύνοψη

Η ταινία ξεκινάει σε μια αλάνα, όπου ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από το δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Μέχρι αύριο πρέπει να βρει ένα ποδήλατο. Η γυναίκα του έχει τη λύση: δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν ξημερώσει οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο ευτυχισμένος ακόμα Ρίτσι. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από τον τοίχο τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη. Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι, την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτηση. Ο θεατής σιγά σιγά αρχίζει να συμπάσχει με τον Ρίτσι και με το μικρό του γιο, ακολουθώντας τους στις ατέρμονες περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης. Στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας, στις φτωχογειτονιές, στη δυστυχία…

 

Κέρδισε όσκαρ… πριν καθιερωθεί η κατηγορία!

Το ποδήλατο γίνεται αντικείμενο-φετίχ… Τα κάδρα γεμίζουν από ρόδες, τιμόνια και κάθε είδους εξαρτήματα, εντείνοντας το δράμα… Το δε σχόλιο στη σκηνή με τη Χέιγουορθ για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από σαφές. Η εξαιρετική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, που θεωρείται μια από τις κορυφαίες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία! Η ιστορία, όπως προείπαμε, απλή: Ένας άνεργος ιταλός βρίσκει μια δουλειά που απαιτεί ποδήλατο αλλά για κακή του τύχη, κάποιος του το κλέβει την πρώτη του μέρα στην δουλειά . Μαζί με τον νεαρό του γιο, ξεκινούν μια μανιώδη αναζήτηση για να βρουν τον κλέφτη και στην πορεία θα πάρουν πολλά μαθήματα από την ζωή.

 

Μνημειώδης σκηνή

Σε μια μνημειώδους απλότητας σκηνή, πατέρας και γιος κάθονται να φάνε σε ένα εστιατόριο. Εκεί υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας και με το στομάχι γεμάτο η αισιοδοξία επιστρέφει. Ο μικρός Μπρούνο πίνει κρασί. Μοιάζει να έχει ενηλικιωθεί μέσα σε μία μόλις ημέρα. Ωστόσο, το όνειρο διακόπτεται, όταν ξαναρχίζει η περιπλάνηση. Ξαφνικά έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη. Ο Ρίτσι τον πιάνει και τον πιέζει να του δώσει πίσω το ποδήλατο. Οι φτωχοί γείτονές του σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Ο αστυνομικός που φτάνει κάνει έρευνα στο σπίτι του κλέφτη ­ένα σπίτι πανομοιότυπο σχεδόν με εκείνο της οικογένειας Ρίτσι. Δεν βρίσκει το ποδήλατο, μάρτυρες δεν υπάρχουν, τα πάντα χάνονται. Πατέρας και γιος φεύγουν σχεδόν κυνηγημένοι από τη γειτονιά. Βαθιά απελπισμένος πια ο ήρωας αποφασίζει να κλέψει ένα από τα εκατοντάδες ποδήλατα που βρίσκονται γύρω του. Το δράμα κορυφώνεται. Αρπάζει πράγματι ένα, όμως, καθώς είναι άπειρος, συλλαμβάνεται αμέσως από τους περαστικούς. Στη θέα του τρομοκρατημένου Μπρούνο ο ιδιοκτήτης θα δείξει οίκτο προς τον κλέφτη, θα τον αφήσει ελεύθερο. Τότε ο ήρωας θα ξεσπάσει σε ένα σπαρακτικό κλάμα και αγκαλιά με το γιο του θα γίνει και πάλι ανώνυμος μέσα στο πλήθος των περαστικών…

 

Άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο “Κλέφτης Ποδηλάτων” άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης. Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες ηθοποιοί της ταινίας ­μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, που υποδυόταν ένα από τα παπαδοπαίδια στη σκηνή της καταιγίδας­ δίδαξαν στους ακριβοπληρωμένους σταρ ένα νέο τρόπο υποκριτικής. Οι αυθεντικές σταγόνες ζωής του “Κλέφτη” ήλθαν σε αντιδιαστολή με την απόσταση και το στιλιζάρισμα των ακριβών ταινιών των στούντιο και μακροπρόθεσμα κέρδισαν τη μάχη. Άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονταν ­και βλέπονταν­ οι ταινίες.

 

“Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα”!

Τι μπορεί να πει κανείς για τον Βιτόριο Ντε Σίκα; Τα λόγια είναι περιττά. Το 1948 τολμάει να παρουσιάσει αυτή την ταινία που μέχρι σήμερα θεωρείται από τις κορυφαίες του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Κατάφερε να κερδίσει την συμπάθεια και την αγάπη χιλιάδων σινεφίλ ανά την υφήλιο, να φτάσει μέχρι και τα Όσκαρ το 1949 όπου υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας ενώ μέχρι και σήμερα συμπεριλαμβάνεται κάθε χρόνο στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, είναι η τρανή απόδειξη για το πώς μπορεί κανείς να φτιάξει μια μεγάλη ταινία χωρίς την βοήθεια ψηφιακών εφέ και μπάτζετ εκατομμυρίων…

 

Η ταινία βασίζεται σε ένα απλό σενάριο (από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι) που όμως δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον θεατή ενώ οι ερμηνείες αν και προέρχονται από ερασιτέχνες ηθοποιούς είναι σαν πραγματικά βγαλμένες από την ζωή (αυτό επιδιώκει άλλωστε ο νεορεαλισμός;). Το σημαντικότερο είναι ότι ο σκηνοθέτης, με την κάμερα του καταγράφει την Ιταλία μετά τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια Ιταλία γεμάτη ανασφάλειες και σκοτεινούς ανθρώπους που είναι έτοιμοι με μια σπίθα να γίνουν φωτιά και να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Βλέποντας την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της παρατηρούμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην μεταπολεμική Ιταλία και την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες ανασφάλειες, οι ίδιοι καχύποπτοι άνθρωποι. Γι’ αυτό και πολλές ελληνικές μετεμφυλιακές ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Παραδείγματα; ”Η μαγική πόλις” και ”Ο δράκος” του Κούνδουρου, η πολυβραβευμένη ”Στέλλα” του Κακογιάννη μέχρι και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αλέκου Αλεξανδράκη, ”Συνοικία το Όνειρο”. O αείμνηστος ποιητής μας Κώστας Βάρναλης, γράφοντας το ποίημα του ”Οι μοιραίοι” προσπαθούσε να παρακινήσει τον αναγνώστη να μην αποδέχεται την (κακή) μοίρα του αλλά να προσπαθεί για το καλύτερο. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα, με την συγκεκριμένη ταινία του λέει στον ήρωά του και ταυτόχρονα στον θεατή σίγουρα να προσπαθεί για να αλλάξει την κακή του μοίρα αλλά εάν βλέπει ότι οι προσπάθειές του από ένα σημείο και μετά αποβαίνουν άκαρπες τότε και μόνον τότε να αποδέχεται την κακοτυχία του.

 

”Ο κλέφτης των ποδηλάτων” θα σας συναρπάσει με την απλότητά του και ταυτόχρονα με το συναίσθημα που βγάζει μέσα από την ιστορία που αφηγείται. Η μουσική υπόκρουση είναι μια από τις καλύτερες και πλέον συγκινητικές στην ιστορία του σινεμά, ενώ οι ηθοποιοί -και ειδικότερα ο Έντσο Σταγιόλα στον ρόλο του παιδιού- δεν γίνεται να μην σας παρασύρουν σε έναν ποταμό συναισθημάτων. Πραγματικά ένα αξεπέραστο αριστούργημα.

 

Τα λόγια άλλωστε του τεράστιου Όρσον Γουέλς μιλούν από μόνα τους:

“Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα”.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Σκηνοθεσία-σενάριο-παραγωγή: Βιτόριο Ντε Σίκα

Φωτογραφία: Κάρλο Μοντουόρι

Μουσική: Αλεσάντρο Σικονίνι

Μοντάζ: Εράλντο Ντα Ρόμα

 

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ:

Λαμπέρτο Μαγκιοράνι

Ένζο Σταϊόλα

Λιανέλα Καρέλ

Βιττόριο Αντονούτσι

Τζίνο Σαλταμερέντα

Τζούλιο Τσιάρι

Έλενα Αλτιέρι

Σέρτζιο Λεόνε

Ίντα Μπράτσι

Κάρλο Τζάχινο

 

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

Βιτόριο Ντε Σίκα (1901-1974)

Ο Βιτόριο ντε Σίκα δεν χρειάζεται συστάσεις. Ή μήπως χρειάζεται; Δυστυχώς, όσο ο καιρός περνά τόσο οι θεμελιωτές κινημάτων και τάσεων που χάραξαν τομές στην ιστορία της τέχνης ανοίγοντας – χωρίς απαραιτήτως να το καταλαβαίνουν – δρόμους στους νεότερους δημιουργούς απομακρύνονται από τη μνήμη μας. Ο Ντε Σίκα ανήκει σε αυτούς τους θεμελιωτές. Ο χαρακτηρισμός «πατέρας του νεορεαλισμού» ίσως να ακούγεται κάπως λαϊκίστικος, δεν είναι όμως. Αυτό ακριβώς υπήρξε και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατηγορήθηκε από τους επικριτές του.

 

«Κατηγορήθηκε» για θεματική ρηχότητα και συναισθηματική «ευκολία» στην προβληματική και στην προσέγγιση των θεμάτων του. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι ο Ντε Σίκα δεν σκηνοθέτησε τέσσερα κινηματογραφικά αριστουργήματα στη σειρά, μέσω των οποίων μάθαμε για τη μεταπολεμική Ιταλία περισσότερα από όσα μας έδωσε στο σύνολό του όλος ο υπόλοιπος ιταλικός κινηματογράφος («Ο κλέφτης των ποδηλάτων», «Sciuscia», «Θαύμα στο Μιλάνο», «Ουμπέρτο Ντ.»).

 

Μια προσεκτική επιλογή των κορυφώσεων της καριέρας του είναι ένα μικρό κινηματογραφοφιλικό ταξίδι με αφετηρία την πρώτη ταινία του «Τα παιδιά μάς βλέπουν» («Ι bambini ci guardano», 1943). Ανάμεσα στους σταθμούς θα βρούμε τον αντιπροσωπευτικότερο τίτλο του, «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» («Ladri di biciclette», 1948), ενώ τελευταία χρονολογικά ταινία της όψιμης φάσης του είναι ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι» («Il giardino dei Finzi Contini», 1970).

 

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

I Girasoli – Το Ηλιοτρόπιο (1970)

Il Giardino dei Finzi-Contini – Ο Κήπος των Φίντσι Kοντίνι (1970)

Matrimonio all`Italiana – Γάμος αλά Ιταλικά (1964)

Ieri, oggi, domani – Χθες, σήμερα, αύριο (1963)

Il Giudizio Universale – Η Ωρα της Μεγάλης Κρίσεως (1961)

La Ciociara – Η Ατιμασμένη (1960)

AnnadiBrooklyn – Η Ωραία του Μπρούκλιν (1958)

Stazione Termini – Ο Τελευταίος Σταθμός (1953)

Umberto D. – Οτι Μου Αρνήθηκαν οι Ανθρωποι (1952)

Miracolo a Milano – Θαύμα στο Μιλάνο (1951)

Ladri di Biciclette – Κλέφτης Ποδηλάτων (1949)

Sciuscia – Λούστρος Παπουτσιών (1946)

 

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Λαμπέρτο Μαγκιράνι (1909-1983)

 

Από τους πιο δημοφιλείς… μη επαγγελματίες ηθοποιούς της μεταπολεμικής Ιταλίας. Κι αυτό χάρη στη συμμετοχή του στους «Κλέφτες Ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα .

Ο Μαγκιράνι, εργάτης γεννημένος στη Ρώμη, δούλευε σε εργοστάσιο της ιταλικής πρωτεύουσας όταν ο Ντε Σίκα τον επέλεξε για τον βασικό ρόλο στην ταινία. Χαρακτηριστικό ότι, μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα, προσπάθησε να επιστρέψει στη δουλειά του αλλά… απολύθηκε λόγω περικοπών! Τη δεκαετία του πενήντα εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες ως καρατερίστας, αλλά ποτέ δεν έγινε επαγγελματίας. Παρέμεινε ρομαντικός και ερασιτέχνης, με την ετυμολογική έννοια του όρου (ερασιτέχνης = εραστής της τέχνης)

 

Φιλμογραφία

Κλέφτης Ποδηλάτων (1949)

Διακοπές με ένα γκάνγκστερ (1951)

Ό,τι μου αρνήθηκαν οι Άνθρωποι (1952)

UmbertoD. (1952)

Η Ωρα της Μεγάλης Κρίσεως (1961)

Μάμα Ρόμα (1962)

MammaRoma (1962)

Κλεοπάτρα (1963)

 

Ένζο Σταϊόλα (1939-)

Λατρεύτηκε από Ιταλούς και όχι μόνο για την εκπληκτική του ερμηνεία ωςς ο μικρός Μπρούνο Ρίτσι στον «Κλέφτη Ποδηλάτων». Στη συνέχεια έπαιξε σε αρκετούς ακόμα ρόλους ως «παιδί-θαύμα», αλλά ποτέ δεν αφοσιώθηκε στην ηθοποιία. Μόλις τέλειωσε το λύκειο πήγε στο πανεπιστήμιο και ακολούθησε το επάγγελμα του μαθηματικού.

 

Φιλμογραφία

Ladri di Biciclette – Κλέφτης Ποδηλάτων (1949)

The Barefoot Contessa – Η Ξυπόλητη Κόμισσα (1954)

 

Σέρτζιο Λεόνε

Έπαιξε στον «Κλέφτη Ποδηλάτων» όταν ακόμα δεν τον ήξερε κανείς. Σστη συνέχεια ακολούθησε σκηνοθετική καριέρα, αναδειχθείς στον μεγαλύτερο σκηνοθέτη σπαγγέτι-γουέστερν (και έναν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα). Ο Σέρτζιο Λεόνε γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη. Ο πατέρας του, Βιτσέντζο Λεόνε, ήταν από ένας τους πρώτους σκηνοθέτες του Ιταλικού κινηματογράφου (με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι) και η μητέρα του ηθοποιός. Άρχισε να δουλεύει στον κινηματογράφο σε ηλικία 18 ετών. Ξεκίνησε γράφοντας σενάρια στη δεκαετία του ’50 για τα επονομαζόμενα «πέπλα» (ψευδοϊστορικά έπη χαμηλού προϋπολογισμού) που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή εκείνη την εποχή. Παράλληλα εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη σε γνωστές Χολιγουντιανές παραγωγές που γυρίστηκαν στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά, μεταξύ των οποίων τα Κβο Βάντις (1951) και Μπεν Χουρ (1959). Το 1959 στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας ο βασικός σκηνοθέτης Μάριο Μπονάρντ αρρώστησε βαριά και οι παραγωγοί ζήτησαν από το Λεόνε, που εργάζονταν σαν βοηθός σκηνοθέτη, να ολοκληρώσει την ταινία. Όταν δυο χρόνια αργότερα κλήθηκε να σκηνοθετήσει τον Κολοσσό της Ρόδου είχε ήδη την εμπειρία για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τέτοιων παραγωγών. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 η απήχηση των ιστορικών επών εκφυλίστηκε, ο Λεόνε εντούτοις είχε την τύχη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους που ασχολήθηκαν με το ανερχόμενο τότε είδος των γουέστερν. Η ταινία του Για Μια Χούφτα Δολάρια (Per un pugno di dollari, 1964) υπήρξε μια από τις πρώτες (και πολύ επιτυχημένες) προσπάθειες στο είδος του «σπαγγέτι γουέστερν». Βασισμένο στο Ιαπωνικό ιστορικό έπος του Ακίρα Κουροσάβα, Yojimbo (1961), προκάλεσε νομικές διαμάχες με τον Ιάπωνα δημιουργό. Έμεινε επίσης στην ιστορία ως η ταινία που καθιέρωσε τον Κλιντ Ίστγουντ, έναν άγνωστο μέχρι τότε τηλεοπτικό ηθοποιό, σαν παγκόσμιο αστέρα. Η ατμόσφαιρα της ταινίας, αποτέλεσμα εν μέρη του μικρού προϋπολογισμού και των Ισπανικών τοπίων που χρησιμοποιήθηκαν, παρουσίασε ένα τραχύ, βίαιο και ηθικά περίπλοκο όραμα της Αμερικανικής Δύσης, που αν και αποτελούσε φόρο τιμής στα παραδοσιακά Αμερικανικά γουέστερν, διαφοροποιούνταν σημαντικά από αυτά σε επίπεδο ιστορίας, πλοκής, διάθεσης και σκιαγράφησης των χαρακτήρων. Ο Λεόνε επάξια αναγνωρίζεται σαν ο αναμορφωτής του σύγχρονου γουέστερν δημιουργώντας ένα ρεύμα που επηρέασε όλα τα μελλοντικά γουέστερν αλλά και διαφορετικά είδη ταινιών. Στα κλασσικά γουέστερν οι ήρωες των ταινιών, καλοί και κακοί, παρουσιάζονταν πάντα ατσαλάκωτοι και καθαροί, ενώ η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ήθος του καθενός ήταν πάντα τονισμένη και ευδιάκριτη (με τη βοήθεια ακόμα και των ρούχων τους, οι καλοί φορούσαν πάντα άσπρο καπέλο, ενώ οι κακοί μαύρο). Οι χαρακτήρες του Λεόνε αντιθέτως υπήρξαν πολύ πιο “ρεαλιστικοί” και περίπλοκοι. Συνήθως ήταν μοναχικά-αντικοινωνικά όντα, που σπάνια πλένοταν ή ξυρίζονταν, έδειχναν βρώμικοι και είχαν βεβαρημένο παρελθόν. Ο αμφίσημος χαρακτήρας τους ανάλογα με τις περιστάσεις μετατρέπονταν από συμπονετικός και γενναιόδωρος σε βάρβαρο, κυνικά εγωιστή και καιροσκοπικό. Αυτή η αίσθηση ρεαλισμού επηρεάζει ακόμα και σήμερα τα γουέστερν που γυρίζονται. Πολλοί αποκάλεσαν ειρωνεία το γεγονός ότι ένας Ιταλός, που δεν μίλαγε Αγγλικά και δεν είχε ποτέ του αντικρίσει την Αμερικάνική Δύση μπόρεσε σχεδόν μεμιάς να αλλάξει για πάντα την αρχετυπική εικόνα του «καουμπόι».

 

Οι δύο επόμενες ταινίες του, Μονομαχία στο Ελ Πάσο (1965) και Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (1966), ολοκλήρωσαν την τριλογία, με την κάθε μια να είναι εμπορικά πιο επιτυχημένη και τεχνικά αρτιότερη από την προηγούμενη. Τη μουσική και στις τρεις αυτές ταινίες υπογράφει ο παραγωγικότατος συμπατριώτης του Λεόνε και θρύλος σήμερα της μουσικής, Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε είχε αναπτύξει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφησης γύριζοντας τις σκηνές των ταινιών του με υπόκρουση την μουσική του Μορικόνε. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν ότι Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος ήταν η κορυφαία ταινία της τριλογίας.

 

Με εφαλτήριο την επιτυχία της τριλογίας του, το 1967 εκκλήθει στην Αμερική προκειμένου να σκηνοθετήσει αυτό που ήλπιζε να αποτελέσει το αριστούργημα του, το φιλόδοξο Κάποτε στη Δύση, για λογαριασμό της Paramount Pictures. Γυρισμένο ως επί το πλείστον σε Ισπανία και Ιταλία και εν μέρη στο Monument Valley της Γιούτα και με πρωταγωνιστές τους Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Κλαούντια Καρντινάλε, αποτελούσε μια εκτεταμένη, συχνά βίαια και ονειρική φιλοσόφιση πάνω στη μυθολογία της Αμερικανικής Δύσης. Την ιστορία έγραψαν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο (με σημαντικές μετέπειτα καριέρες ως σκηνοθέτες) και το σενάριο υπέγραψε ο μακροχρόνιος φίλος και συνεργάτης του Λεόνε, Σέρτζιο Ντονάτι. Οι υπεύθυνου της Paramount ξαναμοντάρισαν το υλικό πριν τη διανομή του στις αίθουσες με αποτέλεσμα την εμπορική του αποτυχία στις Η.Π.Α. Στην Ευρώπη η ταινία έγινε επιτυχία και σήμερα θεωρείται από πολλούς ως η κορυφαία ταινία του δημιουργού.

 

Τα επόμενα χρόνια ο Λεόνε σκηνοθέτησε την ταινία A Fistful of Dynamite (Giù la testa, 1971), έκανε την παραγωγή σε έναν μικρό αριθμό ταινιών και δημιούργησε βραβευμένα τηλεοπτικά σποτ. Είχε απορρίψει την πρόταση να σκηνοθετήσει το Νονό για χάρη μιας άλλης γκανγκστερικής ιστορίας που είχε συλλάβει μερικά χρόνια πριν. Αφιέρωσε περισσότερα από δέκα χρόνια σε αυτή την παραγωγή που βασίζονταν στο βιβλίο του Harry Grey, “The Hoods” και εξιστορούσε τη ζωή τεσσάρων εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ στη Νέα Υόρκη της εποχής του μεσοπολέμου. Το Κάποτε στην Αμερική (1984) με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζέημς Γουντς ήταν ακόμα μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε έναν Αμερικανικό μύθο, το ρόλο της απληστίας και της βίας στη δύσκολη συνύπαρξη τους με έννοιες όπως εθνική καταγωγή και φιλία. Για μία ακόμη φορά το τελικό αποτέλεσμα κρίθηκε υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια και πολύ δηκτικό για τα στάνταρ του στούντιο, με αποτέλεσμα την δραστική περικοπή σκηνών (για την Αμερικανική αγορά μόνο) και την εμπορική αποτυχία. Στον υπόλοιπο κόσμο η ταινία προβλήθηκε χωρίς περικοπές στην πλήρη διάρκεια της (4 ώρες) και αποτέλεσε τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία. Τη χρονιά που πέθανε, το 1989, βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο η προετοιμασία της επόμενης ταινίας του, ενός ιστορικού έπους που διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λεόνε ήταν διαβόητος για την ακόρεστη όρεξη του, κάτι που τον οδήγησε στην παχυσαρκία, παράγοντας που πιθανότατα συντέλεσε στο θάνατο του από έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Αν και οι κριτικοί της εποχής του αρχικά δεν εκτίμησαν το έργο του, εξαιτίας της αρνητικής προκατάληψης απέναντι στα σπαγγέτι γουέστερν, σήμερα η αξία του Λέονε αναγνωρίζεται παγκοσμίως.