Η Κλαούντια Καστελούτσι έρχεται ενθουσιασμένη για πρώτη φορά στην Αθήνα για να «εισπνεύσει το Αρχαίο στοιχείο» μέσα από το διάφραγμα μιας συνάντησης με το παρόν. Θεωρεί την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης απολύτως απαραίτητη το συντομότερο δυνατό και συνθέτει «αινίγματα» για τις Μετόπες του Παρθενώνα στην ομότιτλη παραγωγή του αδελφού της Romeo Castellucci

Συνέντευξη: Λίλιαν Αλεξάκου

Culturenow.gr: Έχετε προσκληθεί από την ερευνητική ομάδα ARCH, για να διδάξετε τις «Ρυθμικές Ασκήσεις των Αθηνών». Τι σημαίνει για εσας η Ελλάδα & η Αθήνα:

Κλαούντια Καστελούτσι: Κάθε απάντησή μου θα ήταν ατελής, επειδή η Αθήνα και η Ελλάδα ταυτίζονται με όλα εκείνα από τα οποία έχω αντλήσει και συνεχίζω να αντλώ. Μέχρι σήμερα έχω αντλήσει στοιχεία για την αρχαία τέχνη μέσα από βιβλία, από αρχαία κείμενα, από απεικονίσεις, από εικονογραφήσεις. Είμαι ενθουσιασμένη που έρχομαι στην Ελλάδα σήμερα, και που θα συναντήσω σύγχρονα πρόσωπα με τα οποία θα πραγματοποιήσω το Εργαστήριο «Ρυθμικές Ασκήσεις των Αθηνών». Με χαροποιεί που θα εισπνεύσω το αρχαίο στοιχείο μέσα από το διάφραγμα μιας συνάντησης με το παρόν. Είμαι επίσης χαρούμενη που οι «Ρυθμικές Ασκήσεις» έχουν υποστηριχθεί από την ερευνητική ομάδα ARCH, η οποία επεξεργάζεται το αρχείο της Socìetas Raffaello Sanzio, ένα εγχείρημα εξαιρετικής σημασίας για εμάς. Πρόκειται για έργο που ξεκίνησε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και τις ερευνήτριες Ε. Παπαλεξίου και Α. Ξεπαπαδάκου, διακρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και συνεχίζεται με πιο διευρυμένη ομάδα υπό την επιστημονική ευθύνη της  καθηγήτριας Άννας Ταμπάκη από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και τη συνεργασία άλλων ιδρυμάτων. Στην ομάδα συμμετέχουν πανεπιστημιακοί, ερευνητές, επιστήμονες και επαγγελματίες υψηλού επιπέδου (αρχειονόμοι, φιλόλογοι, προγραμματιστές, εικαστικοί, επικοινωνιολόγοι), καθώς και ομάδα φοιτητών από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Το έργο αυτό αποτελεί κατά τη γνώμη μου μία συνεργασία εξαιρετικά αρμονική και παιδαγωγική, η οποία υλοποιείται στην Ιταλία και την Ελλάδα.

Cul.N.:  Ζείτε και δημιουργείτε στην μικρή πόλη που γεννηθήκατε Τσεζένα, ενώ στην ιστορία της Τέχνης όλες οι διαδρομές οδηγούν στις μεγαλουπόλεις. Υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια με σκοπό την διάκριση και την αναγνώριση;

Κ.Κ.: Το σύνολο της ιστορίας της τέχνης χαράσσεται από πολλές διαφορετικές διαδρομές μέσω των οποίων επιχειρεί κάποιος να οδηγηθεί στο «κέντρο», που ανέκαθεν ταυτιζόταν με μια μεγάλη πόλη. Η κατάκτηση του κέντρου υπήρξε μέσα στους αιώνες μία κορυφαία στιγμή για έναν καλλιτέχνη που επεδίωκε να επιβάλει τη δουλειά του, καθώς η μεγάλη πόλη λειτουργούσε πάντα ως μία πανίσχυρη αντίθετη δύναμη. Στη μεγαλούπολη συσσωρεύονται πολλές αντιφατικές μορφές, ικανές να προκαλέσουν φόβο, εξαιτίας της δυσδιάκριτης ποσότητας ή της ασάφειάς τους. Ωστόσο, η πόλη προσελκύει τους καλλιτέχνες, οι οποίοι την αναγνωρίζουν ως ένα καθοριστικό στόχο για την τέχνη τους. Δεν είναι ένα απλό ζήτημα διαλεκτικής, ούτε αφορά στην εξασφάλισης μιας ευρύτερης αγοράς διακίνησης και πώλησης έργων τέχνης. Πρόκειται για μία σφοδρή σύγκρουση με ένα πλήθος ακαθόριστο, μία μετωπική πορεία προς έναν σταθερό μηχανισμό, ο οποίος δύναται να υπάρξει και να λειτουργήσει χωρίς τον καθένα από μας, όπως η φύση που βαδίζει προς την καύση της. Έχουμε διαπιστώσει ότι ορισμένοι καλλιτέχνες δεν κατάφεραν να αποδώσουν ευκρινώς στο έργο τους αυτή την αντιπαράθεση, ενώ άλλοι επέλεξαν εκουσίως να την αποσιωπήσουν. Για αυτούς η διάκριση και η αναγνώριση ήρθε αργά ή μετά θάνατον. Με τις σημερινές συνθήκες, που συνίστανται σε εύκολες εξ αποστάσεως συνδέσεις, μοιάζει πολύ λιγότερο αναγκαίο να φθάσει κάποιος με φυσικό τρόπο στο κέντρο. Οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να δώσουν ζωή στη συνήθη κατάσταση του υπερσυνδεδεμένου αναχωρητή, έτσι όμως θα χανόταν το ουσιώδες, η γνωριμία, δηλαδή, με τον βαθύ φόβο του πλήθους. Μέσα στο σπίτι του ένας καλλιτέχνης μπορεί να καλλιεργήσει και να αναπαραστήσει όλες τις φαντασίες του, αλλά η έξοδος από το σπίτι προς τη μεγαλούπολη είναι η δεύτερη στιγμή της τέχνης. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στο θέατρο, παραμένει αναγκαία η φυσικότητα της εξόδου και μάλιστα αυτή το καθιστά όλο και πιο συγκεκριμένο. Θυμάμαι την πρώτη μας προσπάθεια, ως νέο καλλιτεχνικό σχήμα, να πάμε στη Ρώμη για να δείξουμε τη δουλειά μας. Ήταν σημαντικό να βγούμε από το σπίτι και να αναμετρηθούμε με το «κέντρο», μια τρομακτική πραγματικότητα που αποτελείτο από θεατές εντελώς αγνώστους.

Cul.N.:  Οι ρυθμικές κινήσεις μειώνουν την αξία των λέξεων, με σκοπό την εμπειρία της σωματικής δραστηριότητας σε σχέση με τον χρόνο και τον τόπο;

Κ.Κ.: Η ρυθμική κίνηση είναι μια μορφή συλλογικού χορού πάντα συνυφασμένου με μία κοινότητα. Το ζήτημα που τίθεται είναι το νόημα αυτής της πρακτικής σήμερα, σε μία μητροπολιτική σύνδεση που δεν μπορεί να αποτελεί πλέον έκφραση μιας κοινότητας, καθώς δεν υπάρχουν οράματα του κόσμου ικανά να ενώσουν τα πρόσωπα γύρω από έναν μύθο. Ούτε είναι δυνατόν να περιορίζεται στο περιεχόμενο μιας φολκλορικής ανάμνησης. Συνίσταται, ως εκ τούτου, σε μία απλή και συγκεκριμένη σωματική δραστηριότητα που προωθώ όπου και όταν μπορώ. Είναι μια συμφωνία η οποία αναπτύσσει μια νέα σχέση με τον χρόνο και αγνοεί τη γλώσσα, εάν η γλώσσα αυτή ορίζεται ως ένα γλωσσικό σύστημα που κατασκευάστηκε με σκοπό την επικοινωνία. Ο ρυθμός χειρίζεται με τρόπο διαφορετικό αυτό που θα μπορούσε να παρουσιαστεί με λέξεις, όπως μερικές ενδεικτικές κινήσεις ή χειρονομίες απλά επαναλαμβανόμενες ή συνηθισμένες. Είναι μια πειθαρχία χωρίς, ή με ελάχιστες λέξεις, που μειώνει την υπερτιμημένη αξία του λόγου, η οποία μας ενθαρρύνει να εκφράσουμε τη γνώση ή να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα. Η ρυθμική κίνηση είναι ένας άλλος τρόπος να βιώνει κανείς συλλογικά τον χρόνο, καθώς μοιράζεται την εμπειρία αυτή με άλλους. Ασφαλώς δεν αμφισβητεί κανείς  τη σημασία των λέξεων, αλλά, εκείνη τη στιγμή, τις αφήνει να ξεκουραστούν. Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ εν πολλοίς κατάχρηση το τεράστιο βάρος που ειδικά τον τελευταίο καιρό επωμίζεται ο καλλιτέχνης, όταν του ζητείται να ερμηνεύσει το έργο του. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί μία ανώμαλη εμπιστοσύνη στα λόγια και όχι στο έργο ενός καλλιτέχνη. Δεν αναφέρομαι φυσικά στην ποίηση, ούτε και στην κριτική, που σωστά πρέπει να ασκείται από τους κριτικούς μέσω της επιστημονικής σκέψης. Αναφέρομαι στην αυτο-ερμηνεία, την οποία κρίνω ουσιωδώς εσφαλμένη. Αυτή η συνέντευξη, λοιπόν, συνιστά προφανώς μία αντίφαση, για την οποία αισθάνομαι την ανάγκη να δικαιολογηθώ. Αλλά είναι επίσης αλήθεια, ότι το να αρνηθώ εντελώς οποιαδήποτε συνέντευξη, θα επιφέρει ένα βάρος για μένα, που παρότι αρνητικό, θα εξακολουθεί να είναι εξίσου μεγάλο. Έτσι προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν μετρημένη.

Cul.N.:  Πόσο σημαντική είναι η διαδικασία της επιλογής όσων παρακολουθούν τα εργαστήρια της σχολής σας;

Κ.Κ.: Για τη Σχολή, με την ακριβή σημασία της λέξης, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει κάποια εκ προοιμίου επιλογή από την πλευρά μου· απεναντίας, συμβαίνει το αντίθετο: οι μαθητές και οι μαθήτριες επιλέγουν εμένα. Είναι σημαντικό η Σχολή να βασίζεται σε μια ελεύθερη επιλογή. Από την πλευρά μου, είναι η απαρχή της κίνησης με μία ομάδα ανθρώπων, ενώ από την πλευρά των συμμετεχόντων, το καθήκον να ακολουθήσουν και στη συνέχεια να επεξεργαστούν αυτήν την κίνηση με μοναδικό σκοπό να την εκτελέσουν. Διαφορετικά λειτουργούν τα πράγματα για τα Σεμινάρια και τις Ασκήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές καλούμαι να επιλέξω και να εξετάσω τους ενδιαφερόμενους με γνώμονα το είδος της μελέτης που αποσκοπούν να επιτύχουν. Για παράδειγμα, εάν το σεμινάριο εστιάζει σε μία μορφή χορού που απαιτεί μία έντονη αθλητική προπαίδεια ή εμπειρία που σχετίζεται με ορισμένα βήματα, είναι σημαντικό να έχω τη δυνατότητα της επιλογής των ανθρώπων με τους οποίους θα δουλέψω. Αλλά, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, είναι απαραίτητη η ελεύθερη επιλογή από το άτομο που έχει επιλεγεί. Αν, δηλαδή, αντιληφθεί ότι η αναζήτηση αυτή δεν τον/την αφορά, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη σχέση χωρίς επιπλοκές.

Cul.N.:  Πιστεύετε ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστραφούν απο το Βρετανικό Μουσείο, στο Μουσείο της Ακρόπολης ;

Κ.Κ.: Πρόκειται για μια επιστροφή που πρέπει να γίνει και είναι απολύτως απαραίτητη. Ελπίζω ότι αυτό θα συμβεί το συντομότερο δυνατό. Μάλιστα ο Romeo Castellucci μού ζήτησε να εργαστώ σε σχέση με τις Μετόπες του Παρθενώνα, εν όψει της ομότιτλης παραγωγής του, συνθέτοντας διαφορετικά αινίγματα για κάθε μία ξεχωριστά. Το αίνιγμα, μία λέξη ελληνική, είναι ένα αρχαιότατο είδος που κατάγεται από τις δελφικές μαντικές παραισθήσεις, και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η σκοτεινή πηγή της διαλεκτικής. Με χαρακτηριστικά την τρομερή σοβαρότητα και τον θανάσιμο κίνδυνο, μέσα από τα οποία διέρχονται τα άτομα που υποβάλλονται στη δοκιμή, το αίνιγμα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη λογική και στη μυστηριακή έκσταση.

Η Claudia Castellucci έρχεται στην Αθήνα, στο Κέντρο Μελέτης Χορού Ισιδώρας και Ραϋμόνδου Ντάνκαν, για να διδάξει τις Ρυθμικές Ασκήσεις των Αθηνών, στις 28, 29 και 30 Νοεμβρίου 2014.