Κριτική βιβλίου από την Ιφιγένεια Καφετζοπούλου (Θεατρολόγος, υποψ. Διδάκτωρ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ)

***

Φευγαλέα, ενική και μη αναστρέψιμη, συνάμα υλική, απτή και ευάλωτη, μόνιμος φορέας εκκόλαψης δυνητικών συμβάντων, η υφή μιας θεατρικής παράστασης φέρει τα χαρακτηριστικά της θνητότητας. Πάντοτε εκκρεμής ως προς τον θάνατό της, τον οποίο επιφέρει κάθε φορά η λήξη της, η παράσταση επιζεί έκτοτε μονάχα ως φάντασμα στη μνήμη των θεατών-συντελεστών της. Ο θνησιγενής αυτός χαρακτήρας της παράστασης φέρει τον παλμό του παρόντος, της στιγμιαίας ζωής που χάνεται αμέσως μετά την εκδίπλωσή της, γεννώντας έτσι την επιθυμία για παρέμβαση: για μια παράταση ζωής των στιγμών, για έναν δυναμικό διάλογο με αυτό που είχε κάποτε υπάρξει, το οποίο διασώζεται και ανασύρεται από το σκοτάδι της λήθης. Οι φωτογραφίες, τα βίντεο, οι κριτικές φορτίζονται έτσι με ιδιαίτερη βαρύτητα, ως εργαλεία -όχι κατάργησης- αλλά υπέρβασης θανάτου, ως ικανότητες αιχμαλωσίας της χρονικής στιγμής, η οποία εμπαίζει την αλληλουχία των χρονικών στιβάδων και το παρελθόν μεταφέρεται κάθε φορά σε ένα παρόν που δεν του ανήκει.

Επιθυμία

Η απο-τύπωση αυτή του παρελθόντος δεν πρόκειται όμως για μια οργανική μεταφορά του, αλλά για ένα χρονικό βαλσάμωμα (για το χρονικό βαλσάμωμα βλ. Ιφιγένεια Καφετζοπούλου: «Ο χρόνος στο θέατρο: η παράσταση Το Γάλα υπό το πρίσμα τεσσάρων παραγωγών» στο Θόδωρος Γραμματάς (επιμ.): Ο χρόνος στο θέατρο. Θεατρική μνήμη ενός άχρονου παρόντος, Παπαζήσης, Αθήνα 2021, σ. 583), καθώς διατηρείται μονάχα το περίβλημα, η όψη, ως ένα έκθεμα: εκτεθειμένο πάντα στο βλέμμα του εκάστοτε διαφορετικού παρόντος, εκτίθεται παράλληλα και στην διαφορετική πρόσληψη, που αυτό εκκολάπτει. Αυτού του είδους η απο-τύπωση, η οποία δεν είναι ποτέ «αθώα» και ανεπιτήδευτη, καθώς φιλτράρεται πάντα από τις επιλογές του υποκειμένου (λχ. του φωτογράφου, του cameraman ή του κριτικού στην προκειμένη περίπτωση), δεν φέρει την ένταση που δημιουργείται ανάμεσα στην απουσία και την παρουσία; Ο παρών μονάχα για ένα δεδομένο παρόν χαρακτήρας της παράστασης δεν εκκολάπτει την επιθυμία, την οποία εύστοχα ορίζει ο Πεφάνης στην εισαγωγή του τελευταίου βιβλίου του Επί σκηνής II, ως την «ένταση ανάμεσα σε κάτι που απουσιάζει και στη δυνητική παρουσία του;» (Γιώργος Π. Πεφάνης: Επί σκηνής II, Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2022, σ. 23). Η αδυναμία όμως εκπλήρωσης της επιθυμίας δεν συνεπάγεται την ολική απουσία του αντικειμένου, αλλά την απόκτηση των ιχνών του, των μεταιχμιακών εκείνων φορτίων, ενδιάμεσων και οριακών, που συμπυκνώνουν μια σύμπτωση παρουσίας και απουσίας, τη νίκη του «έχει υπάρξει» έναντι του «όχι πλέον» (για την ανάλυση των δύο αυτών εννοιών βλ. Γιώργος Π. Πεφάνης: Θιασώτες και φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μια θεατροφιλοσοφίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2016, σ. 135-139.).

Φαντάσματα

Στην εισαγωγή του Επί Σκηνής II ο Πεφάνης ορθά υποστηρίζει πως η κριτική μιας παράστασης αποτελεί μέρος της παράστασης, καθώς δημιουργεί τη συνθήκη για την ανάπτυξη ενός διαλόγου (Γιώργος Π. Πεφάνης: Επί σκηνής II, ό.π., σ. 23)• μιας συνομιλίας ανάμεσα σε δύο όρους: μιας φευγαλέας, τρισδιάστατης, παριστώμενης μορφής και μιας σταθερής, οπτικά μόνο επίπεδης, διηγητικής. Της ύφανσης, άρα, μίας σύνθεσης με κοινό πυρήνα και διαφορετικά υλικά έκφρασης. Αυτό ακριβώς το υφάδι κατορθώνει να συνθέσει ο Πεφάνης στο Επί Σκηνής II, την συγκρότηση ενός δυναμικού διαλεκτικού πεδίου, το οποίο μεγεθύνει -πλαταίνοντας και βαθαίνοντας- την παράσταση, πραγματοποιώντας σε αυτήν μία κάθετη διάτρηση με το σπάνιο εκείνο χάρισμα που διαθέτουν ελάχιστοι κριτικοί, της ικανότητας να διαβλέπει και να αφουγκράζεται κάθε φορά τα φαντάσματα της παράστασης, τις αδιόρατες αυτές φωνές που τη στοιχειώνουν και κρύβονται (ανά)μεσα σε λέξεις, ήχους, σιωπές, φώτα, βλέμματα, αντικείμενα, προθέσεις• ενός ολόκληρου δηλαδή κόσμου, που περιμένει να ανακαλυφθεί και να αποκτήσει φωνή.

Διαβάζοντας τα κριτικά κείμενα του Πεφάνη στο καινούργιο του βιβλίο, δημιουργείται η αίσθηση πως ζωντανεύει ο κρυμμένος αυτός κόσμος, πως επιτελείται μια σκηνοθεσία των λέξεων, η οποία συνθέτει μια νέα παράσταση μέσα από τις σχισμές, τα μικρά και σιωπηλά εκείνα ανοίγματα που εμφιλοχωρούν ανάμεσα στην ήδη υπάρχουσα παράσταση. Η μέθοδος με την οποία ο συγγραφέας προσεγγίζει την παράσταση, πολύ απέχει από μια περιγραφική και οριζόντια δημοσιογραφική καταγραφή, από μια παρασιτική και ανώφελη κριτική, που έχει εξαπλωθεί σαν μάστιγα στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Αντίθετα, το φιλοσοφικό του υπόβαθρο -εμφανές καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου- έχει εμποτίσει τη γραφή του με διεισδυτικότητα, αμφισβήτηση, πολυεπίπεδο τρόπο σκέψης και την ικανότητα να αντιμετωπίζει το κείμενο που έχει απέναντί του-είτε γραπτό, είτε παριστώμενο – με μια λοξή ματιά, υπονομεύοντας τις προδηλότητες και κυρίως θέτοντας ερωτήματα.

Ερωτηματικά

Διότι το Επί σκηνής II – όπως εξάλλου και τα περισσότερα βιβλία του Πεφάνη – στοιχειώνεται από ερωτήματα. Γεγονός, στο οποίο οφείλουμε να προσδώσουμε την αρμόζουσα σημασία: η εισβολή των ερωτημάτων, που παρεισφρέουν κάθε φορά στην ανάλυση, ταράζουν και δονούν το έδαφος του κειμένου, το καθιστούν τρεμάμενο και κυρίως ανοιχτό• τα ερωτηματικά τρυπούν τις στέρεες επιφάνειες και τις καθιστούν πορώδεις• γεμάτες με μικρά ανοίγματα-περάσματα, με υπόγεια λαγούμια φυγής, που αναιρούν οτιδήποτε κλειστό και αδιαπέραστο. Έτσι, τα νοήματα δεν προσκρούουν σε συμπαγείς τοίχους, δεν κλειδώνονται και άρα δεν ολοκληρώνονται και πεθαίνουν, αλλά μένουν ζωντανά, διότι ταξιδεύουν, μετασχηματίζονται, επιβεβαιώνονται, ενισχύονται ή αμφισβητούνται, βρίσκονται δηλαδή σε ροή, σε κατάσταση διαρκούς «γίγνεσθαι» και όχι σε ένα κλειστό και τελειωτικό «είναι». Τα ερωτήματα, στα οποία υποβάλλει ο συγγραφέας τόσο τον εαυτό του, όσο και τον αναγνώστη βαθαίνουν τον μεταξύ τους διάλογο: προσκαλούν τη σκέψη να ενεργοποιήσει τις γραμμές φυγής, προκειμένου να περπατήσει σε καινούργια μονοπάτια, να θέσει με τη σειρά της νέα ερωτήματα.

Μοτίβα

Η διασπορά των νοηματικών φορτίων τοποθετείται ανάμεσα στα βασικά μοτίβα του συγγραφέα• η παράσταση δεν αντιμετωπίζεται ως κλειστό, αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα, αλλά ως δίκτυο παραπομπών: ως ενεργοποιητής του πλούσιου γνωσιακού, αισθητηριακού, συναισθηματικού, φαντασιακού, μνημονικού φορτίου-υπόβαθρου του συγγραφέα, του ελάχιστου, δηλαδή, κειμένου (Γιώργος Π. Πεφάνης: Σκηνές της θεωρίας. Ανοιχτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σ. 219) -σύμφωνα με τη δική του ορολογία-, εξ ου και η κριτική στάση που τηρεί ο Πεφάνης απέναντι στο μεταδραματικό θέατρο, όπως διαπιστώνει κανείς, διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου. Για τον λόγο αυτό παρατηρούμε πως το Επί Σκήνης II είναι αποτέλεσμα προσεκτικά επιλεγμένων παραστάσεων, που κατόρθωσαν να ενεργοποιήσουν και να φορτίσουν το δοχείο των αφετηριών του συγγραφέα είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο. Οι επιλεγμένες αυτές παραστάσεις συνθέτουν έναν πυρήνα μοτίβων, που υφαίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του βιβλίου: η φιλοξενία, η απορία, η βρώση, η ζωικότητα, ο ξένος-άλλος, τα κατώφλια, τα όρια-σύνορα, η μνήμη, η ιστορία, το ντοκουμέντο, η πολιτική, τα εγκλήματα πολέμου, η υπαρξιστική θεώρηση του κόσμου, το ανολοκλήρωτο, στοιχειώνουν τις σελίδες του Επί Σκηνής II επεκτείνοντας την παράσταση, αλλά και την ίδια τη σκέψη.

Διαβάστε επίσης:

«Επί σκηνής ΙΙ. Κριτική θεάτρου 2005-2020»: Ένα βιβλίο με κριτικές από τον Γιώργο Π. Πεφάνη