Η Γερμανίδα γλύπτρια Katharina Fritsch έχει σημαντική συνεισφορά στα εικαστικά από τις αρχές του 1980. Με ιδιαίτερες φόρμες που σφυρηλατεί και βάφει σε έντονα χρώματα, έχει αναπτύξει ένα συγκεκριμένο γλυπτικό λεξιλόγιο που περιλαμβάνει μια τυπολογία καθημερινών αντικειμένων, ζώα και ανθρώπους, αλλά και εγκαταστάσεις βασισμένες στο μυθολογικό και σουρεαλιστικό. Αυθεντία στην ανάπτυξη κλίμακας, η Fritsch είναι γνωστή για το στήσιμο της δουλειά της με τρόπους που απαιτούν την προσοχή μας, αφήνοντας συνήθως μια αίσθηση εσωτερικής οπτικής αντήχησης ή μιας μυστηριώδους αίσθησης (gestalt) που ο θεατής βρίσκει δύσκολο να απορρίψει ή να ξεχάσει.

Η έκθεση της Fritsch στη Συλλογή Γιώργου Οικονόμου είναι η πρώτη παρουσίαση της δουλειάς της στην Ελλάδα, μια χώρα της οποίας η πλούσια ιστορία της σε παραστατική γλυπτική, μυθολογία και λαϊκή αφήγηση, αντηχεί στη δουλειά της καλλιτέχνιδας και προσθέτει ένα νέο επίπεδο στον τρόπο υποδοχής της από το κοινό. Η Fritsch επέλεξε να δείξει πρόσφατα γλυπτά δίπλα σε μερικά από τα πρώτα της έργα που έκανε κατά τη διάρκεια και λίγο μετά το τέλος των σπουδών της στην Ακαδημία Τεχνών του Ντίσελντορφ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στους τρεις ορόφους του χώρου στην Αθήνα, η καλλιτέχνης έχει ενορχηστρώσει μια προσεκτικά σχεδιασμένη εμπειρία για τον επισκέπτη. Η ίδια η καλλιτέχνης έχει πει “Ποτέ δεν αντιμετωπίζω μια έκθεση απλώς ως μια ακολουθία έργων αλλά πάντα κοιτώ την μεγάλη εικόνα.” Κάθε έργο της έκθεσης επιλέχθηκε για αυτό το συνολικό περιβάλλον.

Στο ισόγειο βρίσκονται τρία έργα –Ei / Egg, Laterne / Lantern, και Schädel / Skull– τα οποία έγιναν το 2017 και είναι προορισμένα να εκτίθενται μαζί. Η Fritsch είναι γνωστή για τον τρόπο που ομαδοποιεί τα έργα της βάση ιδεών, χρωμάτων και μορφών, που στην πράξη δημιουργούν τους δικούς τους συσχετισμούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έργα που είναι απατηλά απλά στη σύλληψή τους (μια φυσική μορφή, ένα φωτιστικό που μοιάζει εποχής και ένα οικείο σύμβολο της θνησιμότητας) περιπλέκουν το ένα το άλλο, δημιουργώντας μετατοπίσεις στα πιο οικεία νοήματα τους, ενώ παράλληλα εισάγουν εντελώς καινούριους συνειρμούς.

Στο δεύτερο όροφο, η Fritsch εξερευνά ένα ναυτικό θέμα, αξιοποιώντας την πλούσια ναυτική ιστορία του Ελληνικού λαού και την δική της γοητεία με τις ιστορίες, τα όνειρα και τα πλάσματα του βυθού. Το έντονα πορτοκαλί Oktopus / Octopus (2008) της Fritsch στέκεται σαν δείγμα σε ένα τρίποδο λευκό τραπέζι, αλλά παρά το ότι βρίσκεται ‘έξω από τα νερά του’ το μυθικό αλλά πραγματικό πλάσμα συνεχίζει να συσφίγγει με το υψωμένο πλοκάμι το σώμα ενός μαυροντυμένου δύτη. Η θρυλική ευφυΐα του ζώου και ο χαμαιλεοντισμός του που το κάνει να προσαρμόζεται στο χρώμα του περιβάλλοντός του (μια δυνατότητα τόσο εξευγενισμένη που θα μπορούσε, όπως το Ei / Egg, να σχηματίσει τον ακριβή διαχωρισμό του καθώς κινείται στο περιβάλλον) υποδηλώνουν το χταπόδι της Fritsch, και όχι τον άνθρωπο, ως πραγματικό νικητή της θάλασσας. Αυτή η εντύπωση επιβεβαιώνεται και από την παρακείμενη μεγέθυνση ενός χαρακτικού του 19ου αιώνα που απεικονίζει ένα δύτη που βρήκε το σώμα μιας γυναίκας επιβάτη σε ένα ναυάγιο ατμόπλοιου. Ενώ τα χέρια της γυναίκας είναι διπλωμένα στο πάτωμα, τα χέρια του έκπληκτου δύτη είναι σηκωμένα σε ένδειξη σοκ, δημιουργώντας έτσι ένα κύμα χειρονομιών και δράσης κατά μήκος μιας σεξουαλικά φορτισμένης εικόνας.

Η Fritsch αντιμετώπισε την έκθεση αυτή ως μια ευκαιρία να εξερευνήσει το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον της στο λυκόφως, τις αμφίβολες, ευμετάβολες και ασταθείς διαθέσεις, τα οράματα και τις ψυχικές καταστάσεις που έρχονται τη στιγμή που η μέρα γίνεται νύχτα. Ανάμεσα στις επιρροές της είναι η δουλειά του Giorgio de Chirico (που γεννήθηκε, ίσως όχι τυχαία, στο Βόλο, στην Ελλάδα, το 1888). Ο δραματικός τρόπος με τον οποίο ο De Chirico απομονώνει τα τοπία των μορφών ανακαλείται στην παρουσίαση της Fritsch στον τρίτο όροφο, όπου κάθε ξεχωριστό αντικείμενο παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου. Η Fritsch έχει πει, “Σκέφτομαι με εικόνες.” Η έκθεσή της στη Συλλογή Οικονόμου φέρνει μαζί εικόνες στις οποίες συναισθήματα, αναμνήσεις, ιστορίες, και εμπειρίες ξεπερνούν το υποκειμενικό και παράγουν μία αφθονία κοινών συνειρμών και ερμηνειών. Την έκθεση επιμελείται η Jessica Morgan σε στενή συνεργασία με την καλλιτέχνιδα και τη Skarlet Smatana, Διευθύντρια της Συλλογής Γιώργου Οικονόμου. Μια έκδοση με κείμενα των Jessica Morgan και Jacqueline Burckhardt συνοδεύει την έκθεση.

Επιμέλεια: Jessica Morgan

Η έκθεση θα είναι ανοιχτή στο κοινό από τον Ιούνιο του 2021.

Jessica Morgan

Από τον Ιανουάριο του 2015, η Jessica Morgan είναι Διευθύντρια του Dia Art Foundation. Στο Dia η Morgan είναι υπεύθυνη για όλες τις πλευρές του προγράμματος του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοποριακών land art πρότζεκτς, των site-specific παραγγελιών, των συλλογών, των εκθέσεων, δράσεων και προγραμμάτων σε όλες τις τοποθεσίες του ιδρύματος. Το 2018, η Morgan ανακοίνωσε μια αναλυτική πολυετή εκστρατεία που αφορά στην αναβάθμιση, ανανέωση και συνεχή φροντίδα των κεντρικών χώρων του Dia καθώς και των χώρων των καλλιτεχνών.

Πριν αναλάβει τη θέση της διευθύντριας στο Dia, η Morgan ήταν Επιμελήτρια Διεθνούς Τέχνης στην Tate Modern στο Λονδίνο από το 2010 έως 2014, και Επιμελήτρια στην Tate από το 2002 έως το 2010. Παράλληλα με την επιμελητική της δράση, η Morgan έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εμπλουτισμό της συλλογής της Tate, οδηγώντας στην ανάπτυξη των συλλογών του μουσείου με τέχνη του δεύτερου μισού του αιώνα καθώς και με πιο νέους καλλιτέχνες από τη Βόρεια Αμερική, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τη Δυτική Ασία. Η Morgan υπήρξε στο παρελθόν Επικεφαλής Επιμελήτρια στο Institute of Contemporary Art στη Βοστώνη και επιμελήτρια στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Σικάγο.

Η Morgan οργάνωσε την Καλλιτεχνική Σύνοδο Κορυφής Verbier το 2020 και ήταν καλλιτεχνική διευθύντρια της 10ης Μπιενάλε της Gwangju το 2014. Έχει δημοσιεύσει εκτενώς στο Artforum και στο Parkett καθώς και σε άλλα ακαδημαϊκά περιοδικά και εκδόσεις.